Εντείνονται οι φόβοι για διολίσθηση της Τουρκίας σε συναλλαγματική κρίση μέσα στο καλοκαίρι, δύο χρόνια μετά την κατάρρευση της λίρας που είχε προκαλέσει η επιβολή κυρώσεων από τον Τραμπ για την υπόθεση του πάστορα Μπράνσον, καθώς οι αρχές της Τουρκίας φαίνεται να χάνουν τον έλεγχο της ισοτιμίας με το δολάριο, παρά το γεγονός ότι έχουν «κάψει» δεκάδες δισ. δολάρια από την αρχή του χρόνου για παρεμβάσεις στήριξης του νομίσματος.
Η τουρκική κεντρική τράπεζα και οι «φίλιες δυνάμεις» των κρατικών εμπορικών τραπεζών είχαν καταφέρει ως τώρα να σταθεροποιήσουν τη λίρα, από τα μέσα Ιουνίου, σε ισοτιμίες πέριξ των 6,85 λιρών/δολ., ενώ νωρίτερα, τον Μάιο, η κατάσταση είχε σχεδόν ξεφύγει από τον έλεγχο, με την ισοτιμία να εκτινάσσεται στις 7,23 λίρες.
Όμως, όπως φαίνεται και στο γράφημα, από τη Δευτέρα, η ισοτιμία ξέφυγε απότομα από τη «ζώνη ελέγχου» και κινείται προς τις 7 λίρες, παρά το γεγονός ότι, σύμφωνα με πληροφορίες που μετέδωσε το Bloomberg, τη Δευτέρα και την Τρίτη «κάηκαν» περισσότερα από 2,5 δισ. δολ. σε παρεμβάσεις στήριξης και παρά το γεγονός ότι το δολάριο είναι ιδιαίτερα εξασθενημένο, κοντά σε χαμηλά διετίας έναντι των έξι νομισμάτων που συνθέτουν τον προθεσμιακό δείκτη Dollar Index. Σήμερα, γύρω στις 15.00 ώρα Ελλάδος, η λίρα εξακολουθούσε να χάνει έδαφος, με το δολάριο να κερδίζει περίπου 0,40%, στις 6,96 λίρες.
Η λίρα βγαίνει εκτός ελέγχου
Το νέο στοιχείο που φαίνεται ότι προκαλέσει και πάλι κινητικότητα στην αγορά συναλλάγματος, ύστερα από αρκετές εβδομάδες «ακινησίας» στα επίπεδα των 6,85 λιρών, είναι η αύξηση της έντασης στις σχέσεις Τουρκίας – Ευρωπαϊκής Ένωσης, λόγω των συνεχών προκλήσεων στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, αλλά και της παρέμβασης της Τουρκίας στη Λιβύη, που έχει θορυβήσει έντονα τη Γαλλία.
Για πρώτη φορά, οι ευρωπαϊκές δυνάμεις κινούνται στην κατεύθυνση της επιβολής σοβαρών οικονομικών κυρώσεων στην Τουρκία, γεγονός που αυξάνει τον κίνδυνο για την τουρκική οικονομία, σε συνδυασμό βέβαια με τη βαθιά ύφεση στη χώρα, την κατάρρευση του τουρισμού λόγω κορονοϊού, που περιορίζει στο ελάχιστο τις εισροές συναλλάγματος, αλλά και με το γεγονός ότι τα συναλλαγματικά αποθέματα της χώρας έχουν «στερέψει», ύστερα από τις αλλεπάλληλες παρεμβάσεις για τη στήριξη της λίρας.
Είναι χαρακτηριστικό ότι, σύμφωνα με υπολογισμούς των Financial Times, αν αφαιρεθούν από το σύνολο των συναλλαγματικών αποθεμάτων που εμφάνιζε η κεντρική τράπεζα της Τουρκίας στα τέλη Ιουνίου τα αποθέματα χρυσού και το συνάλλαγμα που έχει δανεισθεί η κεντρική τράπεζα από τις εμπορικές τράπεζες με συμφωνίες ανταλλαγής (swaps), τα καθαρά συναλλαγματικά αποθέματα της Τουρκίας είναι κάτω από το μηδέν, σε -32 δισ. δολ. Δηλαδή, η κεντρική τράπεζα όχι μόνο δεν διαθέτει συνάλλαγμα, αλλά έχει και άνοιγμα 32 δισ. δολ. στις εμπορικές κρατικές τράπεζες.
Οι αναλυτές βλέπουν ότι η χώρα δεν διαθέτει επαρκή συναλλαγματικά αποθέματα για να καλύψει τις πληρωμές εξωτερικού χρέους του επόμενου 12μήνου, αλλά είναι και πολύ δύσκολο να απευθυνθεί σε ξένους επενδυτές για δανεισμού, αφού η αλλοπρόσαλλη νομισματική πολιτική που υπαγορεύει ο Ερντογάν στην κεντρική τράπεζα έχει οδηγήσει σε βαθιά αρνητικό σημείο τα πραγματικά επιτόκια της λίρας (μετά την αφαίρεση του πληθωρισμού). Οι ξένοι επενδυτές έχουν αποσύρει φέτος 8 δισ. δολ. από τα τουρκικά κρατικά ομόλογα και άλλα 4 δισ. δολ. από το Χρηματιστήριο Κωνσταντινούπολης.
Το αρνητικό επιτόκιο της λίρας
(επιτόκιο κεντρικής τράπεζας χωρίς τον πληθωρισμό - Πηγή: Bloomberg)
Σε τέτοιες περιπτώσεις, η συνήθης κατάληξη για μια χώρα είναι η προσφυγή στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, την οποία όμως έχει κατ’ επανάληψη αποκλείσει ο Ερντογάν, όχι μόνο για λόγους γοήτρου, αλλά και επειδή μια παρέμβαση του Ταμείου θα οδηγούσε αναπόφευκτα και σε μεγάλες αλλαγές οικονομικής πολιτικής και στο «φιλτράρισμα» των κινήσεων του Τούρκου προέδρου με δημόσιο χρήμα.
Ο Ερντογάν έχει προσπαθήσει να καλύψει τα κενά συναλλάγματος με συμφωνίες swaps με μεγάλες κεντρικές τράπεζες, μεταξύ των οποίων η Fed και η ΕΚΤ, αλλά το μόνο που έχει πετύχει ως τώρα ήταν μια «ένεση» συναλλάγματος από το Κατάρ, η οποία δεν είναι αρκετή, σύμφωνα με τους αναλυτές, να καλύψει τις ανάγκες της Τουρκίας το δεύτερο εξάμηνο.