Σε κατάσταση… υπνηλίας βρίσκεται το τελευταίο διάστημα η αγορά συναλλάγματος, με τον αντίστοιχο δείκτη μεταβλητότητας που έχει δημιουργήσει η Deutsche Bank να διαμορφώνεται κοντά σε χαμηλό δύο ετών.
Η στάση αναμονής από τις κεντρικές τράπεζες, με διατήρηση σταθερών των επιτοκίων έχει αφαιρέσει ένα μεγάλο μέρος του ενδιαφέροντος, ενώ όλοι περιμένουν την πρώτη κίνηση μείωσης και φυσικά τις προεδρικές εκλογές του φθινοπώρου στις ΗΠΑ.
Σύμφωνα με τον Αντρέας Κένινγκ, επικεφαλής για την αγορά συναλλάγματος στον κορυφαίο επενδυτικό όμιλο Amundi «η μουσική έχει σταματήσει στην εν λόγω αγορά. Τα επιτόκια στα αμερικανικά ομόλογα έχουν κινητικότητα αλλά αυτά των άλλων κρατικών τίτλων είναι σχεδόν σταθερά, ως εκ τούτου δεν υπάρχουν σημαντικές διακυμάνσεις». Όπως εκτιμά η αγορά θα κινηθεί ανάλογα με το ποια κεντρική τράπεζα -κυρίως μεταξύ ΕΚΤ και Fed- θα προχωρήσει πρώτη σε μείωση επιτοκίων αλλά και από το αποτέλεσμα των αμερικανικών προεδρικών εκλογών.
Στο μέτωπο των κεντρικών τραπεζών υπάρχει κάποια ήπια κινητικότητα. Η Εθνική Τράπεζα της Ελβετίας τον Μάρτιο ήταν η πρώτη μεγάλη κεντρική τράπεζα που μείωσε το κόστος δανεισμού. Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και η Τράπεζα της Αγγλίας αναμένεται να ακολουθήσουν το πιθανότερο τον Ιούνιο.
Αν και οι αποδόσεις των ΗΠΑ αυξήθηκαν τις τελευταίες ημέρες, καθώς οι επενδυτές περιόρισαν τα στοιχήματα για μείωση των επιτοκίων της Fed μετά από ισχυρότερα από τα αναμενόμενα μακροοικονομικά στοιχεία, οι αποδόσεις στην ευρωζώνη είναι σχεδόν ακίνητες.
«Αυτό που θα οδηγούσε σε οποιαδήποτε πραγματική μεταβλητότητα είναι η αυξημένη διαφοροποίηση μεταξύ των κεντρικών τραπεζών», εκτιμά ο Σάμιουελ Ζίεφ, κορυφαίος αναλυτής της JPMorgan Private Bank, αν και εκτιμά ότι μία τέτοια εξέλιξη είναι απίθανη κατά το πρώτο εξάμηνο του έτους, με τον ευρωπαϊκό και τον αμερικανικό πληθωρισμό να ακολουθούν σε γενικές γραμμές παρόμοια πορεία.
Ο παράγοντας Τραμπ
Ακόμη και η αγορά συναλλάγματος στρέφει το βλέμμα της στον υποψήφιο των Ρεπουμπλικάνων, Ντόναλντ Τραμπ, λόγω τμημάτων του οικονομικού του προγράμματος.
Έχει δηλώσει ότι θα επιβάλλει έναν γενικό δασμό 10% για κάθε προϊόν που φθάνει στις ΗΠΑ και πρόσθετη επιβάρυνση φόρων 60% για τα κινεζικά προϊόντα.
«Οι δασμοί, η επιπλέον φορολογία, σημαίνει ότι το δολάριο θα μπορούσε να ενισχυθεί», σημειώνει ο Θέμος Φιωτάκης, παγκόσμιος επικεφαλής στρατηγικής συναλλάγματος της Barclays, προσθέτοντας ότι το ευρώ και το κινεζικό γουάν πιθανότατα θα είναι τα δύο νομίσματα που θα δεχθούν τα μεγαλύτερα πλήγματα.
Η Barclays εκτιμά ότι το δολάριο θα μπορούσε να σημειώσει άνοδο 3% λόγω των δασμών σε περίπτωση που ο Τραμπ εξασφαλίσει δεύτερη θητεία και δήλωσε μάλιστα ότι το ευρώ θα μπορούσε να χάσει την απόλυτη ισοτιμία με το αμερικανικό νόμισμα.
Ο Τραμπ και ο Τζο Μπάιντεν εμφανίζονται επί του παρόντος στήθος με στήθος στις δημοσκοπήσεις, γεγονός που υποδηλώνει αυξημένη μεταβλητότητα στην παγκόσμια αγορά συναλλάγματος των 7,5 τρισεκατομμυρίων δολαρίων την ημέρα.
Ο Όλιβερ Μπρέναν, κορυφαίο αναλυτής για την αγορά συναλλάγματος στην BNP Paribas, σημειώνει ότι τα stock options, τα οποία επιτρέπουν στους επενδυτές να στοιχηματίζουν στις τιμές των νομισμάτων, υποδηλώνουν ότι οι traders προετοιμάζονται για «έντονες κινήσεις» στο μεξικανικό πέσο , το ζλότι και το γουάν, δηλαδή τρία νομίσματα που είχαν δεχθεί πλήγμα μετά τη νίκη του Τραμπ το 2016.
«Η μεταβλητότητα στο εύρος 9 μηνών έως ενός έτους (για αυτά τα τρία νομίσματα) είναι πραγματικά υψηλή και επειδή τίποτα δεν συμβαίνει τώρα, η μεταβλητότητα είναι πραγματικά χαμηλή. Αν κοιτάξετε οποιοδήποτε νόμισμα, υπάρχει μια διάθεση υποχώρησης στις προθεσμιακές αγορές για το διάστημα κοντά στις αμερικανικές εκλογές. Γι’ αυτά τα τρία νομίσματα αυτή η κάμψη είναι ιδιαίτερα ισχυρή», υπογραμμίζει.
«Μάζεμα» ευκαιριών για trading
Προς το παρόν, η πτώση της μεταβλητότητας περιορίζει τις ευκαιρίες, με τους αναλυτές να τονίζουν ότι οι επενδυτές σχεδόν αδιαφορούν για την αγορά ή θεωρούν ότι δεν αξίζει τον κόπο, τουλάχιστον προς το παρόν, να ασχοληθούν περισσότερο ενεργά μαζί της.
Υπάρχουν, ωστόσο, ενδείξεις ότι οι κινήσεις των επιτοκίων αρχίζουν να οδηγούν σε θύλακες μεταβλητότητας. Η Τράπεζα της Ιαπωνίας αύξησε τα επιτόκια για πρώτη φορά μετά από 17 χρόνια τον Μάρτιο, αλλά αυτό δεν εμπόδισε την πτώση του γιεν κοντά στο χαμηλότερο επίπεδό του από το 1990, καθώς οι traders συνειδητοποίησαν ότι το ιαπωνικό κόστος δανεισμού θα παραμείνει κοντά στο μηδέν.
Οι στρατηγικοί αναλυτές σημειώνουν ότι αυτό οδήγησε σε διακυμάνσεις στα ασιατικά νομίσματα, συμπεριλαμβανομένου του γουάν της Κίνας, δείχνοντας πώς οι διακυμάνσεις σε μια περιοχή μπορούν να επηρεάσουν ολόκληρη την αγορά. Στην Ευρώπη, η μείωση των επιτοκίων της Ελβετίας βοήθησε το ευρώ να σημειώσει τα μεγαλύτερα τριμηνιαία κέρδη του έναντι του φράγκου από τη δημιουργία του κοινού νομίσματος.