Με το ευρώ, παρά την ανάκαμψή του κατά τη διάρκεια της εβδομάδας, να έχει υποχωρήσει έως και το χαμηλότερο επίπεδο από το 2003 έναντι του δολαρίου, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα καλείται με την πολιτική της να λύσει ένα ακόμη πρόβλημα, πέραν αυτού του πληθωρισμού.
Την ίδια ώρα αρκετοί είναι οι αναλυτές που προβλέπουν ότι τα δύο νομίσματα, εντός του επόμενου διαστήματος, θα φθάσουν σε επίπεδο απόλυτης ισοτιμίας, εξαιτίας και του γεγονότος ότι η Fed βρίσκεται πιο μπροστά στον κύκλο αύξησης επιτοκίων από την ΕΚΤ αλλά και στο γεγονός ότι οι traders προτιμούν την ασφάλεια που τους παρέχει το αμερικανικό νόμισμα.
Οι δηλώσεις κορυφαίων στελεχών της ΕΚΤ, όπως του Αυστριακού κεντρικού τραπεζίτης, Κλάους Νοτ ότι η ΕΚΤ θα πρέπει να προχωρήσει σε αύξηση επιτοκίων κατά 50 μονάδες βάσης τον Ιούλιο, απορρίφθηκαν από την Κριστίν Λαγκάρντ, η οποία φαίνεται να προτιμά μία αύξηση κατά 25 μονάδες βάσης.
Ενώ οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής δεν στοχεύουν στην ισοτιμία, η διολίσθησή του ευρώ προς αυτήν την κατεύθυνση αποτελεί όλο και περισσότερο καυτό θέμα συζήτησης. Από την πλευρά του ο Φ. Βιλερουά, επικεφαλής της Κεντρικής Τράπεζας της Γαλλίας, υποστήριξε ότι ένα ασθενέστερο νόμισμα θα πήγαινε ενάντια στον στόχο της σταθερότητας των τιμών. Το μέλος του εκτελεστικού συμβουλίου της ΕΚΤ, Ίζαμπελ Σνάμπελ δήλωσε ότι η τράπεζα παραακολουθεί στενά τον αντίκτυπο της ασθενέστερης συναλλαγματικής ισοτιμίας ευρώ - δολαρίου στον πληθωρισμό.
«Η λεκτική παρέμβαση μπορεί να αυξήσει την ενδοημερήσια μεταβλητότητα, αλλά θα έχει μικρή επίδραση στη συναλλαγματική ισοτιμία», εκτιμά ο κ. Βασίλειος Γκιωνάκης, επικεφαλής της ευρωπαϊκής στρατηγικής συναλλάγματος της Citigroup και προσθέτει ότι «εξακολουθούμε να ζούμε σε έναν κόσμο χωρίς ρίσκο».
Κατά τη διάρκεια της τρέχουσας εβδομάδας το ευρώ κάλυψε σημαντικό μέρος του χαμένου εδάφους, πορεία, όμως, που οφείλεται στο γεγονός ότι υπάρχουν ανησυχίες και για την πορεία της αμερικανικής οικονομίας, κυρίως γιατί αναλυτές και επενδυτές φοβούνται ότι η Fed στοχεύοντας στη μείωση του πληθωρισμού έχει αφήσει σε δεύτερη μοίρα την επίπτωση που θα έχει η νομισματική της πολιτική στη μεγαλύτερη οικονομία της υφηλίου.
Ταυτόχρονα οι traders γνωρίζουν πολύ καλά ότι στις περισσότερες περιπτώσεις οι δηλώσεις των στελεχών της ΕΚΤ είναι απλά δηλώσεις και δεν συνοδεύονται από αντίστοιχη νομισματική πολιτική. Για παράδειγμα το 2021 τα στελέχη της τράπεζας δήλωναν ότι διαθέτουν εργαλεία για να αποτρέψουν οποιαδήποτε περαιτέρω ενίσχυση του ευρώ που υπονομεύει τον πληθωρισμό, αλλά τα σχόλια αυτά είχαν μικρή διάρκεια, σύμφωνα με τον Βαλεντίν Μαρίνοφ, αναλυτή της Credit Agricole.
«Τα λόγια είναι φτηνά τις περισσότερες φορές», σημείωσε ο Μαρίνοφ, ο οποίος εξειδικεύεται τις αγορές συναλλάγματος και προσέθεσε πως «οποιαδήποτε λεκτική παρέμβαση από τούδε και στο εξής για την ενίσχυση του ευρώ θα λειτουργήσει στο βαθμό που θα συνοδεύεται από συγκεκριμένες πολιτικές ενέργειες για τη στήριξη του νομίσματος».
Βέβαια είναι αρκετά σπάνιο να ασκούνται πιέσεις τόσο στις κυβερνήσεις όσο και στις κεντρικές τράπεζες να λάβουν μέτρα ώστε να ισχυροποιήσουν ένα νόμισμα. Συνήθως, μια ασθενέστερη συναλλαγματική ισοτιμία είναι καλοδεχούμενη, καθώς ωθεί την ανάπτυξη καθιστώντας τις εξαγωγές μιας χώρας πιο ελκυστικές. Αλλά στην τρέχουσα περίοδο με τον υψηλό πληθωρισμό, ένα ισχυρότερο νόμισμα θεωρείται ως ένας τρόπος αντιστάθμισης της αύξησης των τιμών των εισαγωγών.
Μια πτώση κατά 5% σε έναν σταθμισμένο στο εμπόριο δείκτη του ευρώ θα μπορούσε να προσθέσει έως και 0,5 ποσοστιαίες μονάδες στον πληθωρισμό, σύμφωνα με την JPMorgan Asset Management. Για ορισμένους traders, οι δηλώσεις της ΕΚΤ για το ευρώ είναι ένας τρόπος να δείξουν εάν είναι «γεράκια» ή «περιστέρια». Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής που αποστρέφονται ένα ισχυρό νόμισμα είναι πιθανό να επικεντρώνονται περισσότερο στην τόνωση της ανάπτυξης.
Ιδιαίτερη προσοχή δίνουν στις δηλώσεις του μέλους του εκτελεστικού συμβουλίου της ΕΚΤ, Φάμπιο Πανέτα, ο οποίος πρόσφατα σημείωσε ότι υπάρχει «περιορισμένος αντίκτυπος» από μερικές ποσοστιαίες μονάδες ανατίμησης του ευρώ και ότι ένα ισχυρό νόμισμα θα συμπιέσει την ανάπτυξη.
Παρόλα αυτά, ο πιο επιθετικός, τουλάχιστον φραστικά, τόνος που υπάρχει από ορισμένα στελέχη της ΕΚΤ θα πρέπει να βοηθήσει το ευρώ να κερδίσει έναντι άλλων νομισμάτων όπου οι κεντρικές τράπεζες επικεντρώνονται περισσότερο στην ανάπτυξη έναντι του πληθωρισμού, όπως η Ιαπωνία, η Κίνα και το Ηνωμένο Βασίλειο, σύμφωνα με την Goldman Sachs Group.
Σύμφωνα με τον Καμακσία Τριβέντι, αναλυτή συναλλάγματος της Goldman Sachs, το ευρώ θα μπορούσε να φθάσει στις 0,88 στερλίνες από 0,84 στερλίνες που είναι σήμερα. «Ο κόσμος πάντα κοιτάζει το ευρώ έναντι του δολαρίου και απογοητεύεται που η προφορική παρέμβαση δεν έχει μεγαλύτερο αντίκτυπο. Αλλά με τις ΗΠΑ να πραγματοποιούν αυξήσεις 50 μονάδων βάσης, είναι ένας υψηλός πήχης που πρέπει να ξεπεραστεί», εκτίμησε ο αναλυτής της αμερικανικής τράπεζας.