Η έλλειψη επενδύσεων τα προηγούμενα χρόνια που έχει κρατήσει την ανάπτυξη των δικτύων οπτικής ίνας σε νηπιακά επίπεδα δυσκολεύει την προσπάθεια για τον ψηφιακό μετασχηματισμό, που αποτελεί κεντρικό στόχο της οικονομικής πολιτικής μετά την πανδημία, ενώ για την κάλυψη του χάσματος κυβέρνηση και πάροχοι ποντάρουν στο μεγάλο έργο Ultra Fast Broadband.
Η επιρροή της πανδημίας στην ταχύτερη ανάπτυξη των δικτύων αναμένεται να καταγραφεί προσεχώς. Με βάση, όμως, τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της έκθεσης DESI της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, για το 2019, οι «χάλκινες» συνδέσεις DSL παραμένουν η επικρατούσα τεχνολογία στην Ελλάδα, καθώς αποτελούν το 97,1% των σταθερών συνδέσεων που υπάρχουν στην αγορά τηλεπικοινωνιών και μέχρι προ πανδημίας βρισκόταν υψηλότερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο στην κάλυψη των δικτύων DSL και VDSL με 99% και 74% αντίστοιχα, ενώ στην ΕΕ τα νούμερα είναι 96% και 81%.
Όπως τονίζει η έκθεση της Κομισιόν, στην Ελλάδα δεν υπάρχουν ανεπτυγμένα δίκτυα ή ανταγωνισμός από την οπτική ίνα. Είχε αναφέρει επίσης πως η Ελλάδα είχε αρχίσει επιτέλους το 2019 να επενδύει στην ανάπτυξη δικτύων οπτικής ίνας με την κάλυψη τους να είναι στο 7%, αντί του μηδενικού ποσοστού που είχε την περασμένη χρονιά, ωστόσο απέχει έτη φωτός από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο του 44%.
Ωστόσο, με την ανάπτυξη των δικτύων υψηλών ταχυτήτων πέρα από τα αστικά κέντρα να είναι μηδαμινή, η κάλυψη δικτύων DSL στην ελληνική επαρχία ήταν στο 96%, έναντι του 81% στην ΕΕ, ενώ οι συνδέσεις VDSL ήταν στο 40%, ελαφρώς χαμηλότερες από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο του 42%.
Πανάκριβο και υποανάπτυκτο το γρήγορο δίκτυο
Όπως υπογράμμιζε η έκθεση της Κομισιόν, η μετάβαση σε πολύ γρήγορες συνδέσεις ίντερνετ στην Ελλάδα είναι πολύ πιο αργή σε σχέση με τα υπόλοιπα κράτη μέλη, και η χώρα μας βρισκόταν στην τελευταία θέση για το 2019 καθώς είχε πολύ μικρή κάλυψη στις υψηλές ταχύτητες, και η οπτική ίνα μπήκε με μεγάλη καθυστέρηση σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες.
Η προβληματική διαδικασία εκσυγχρονισμού των δικτύων αφήνει το αποτύπωμά της στις ταχύτητες σύνδεσεις, όπως καταγράφονται από το speedtest της Ookla. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Μαρτίου 2021 η Ελλάδα βρίσκεται στην 97η θέση, πίσω από Β. Μακεδονία, Ουζμπεκιστάν, Μογγολία, Βοσνία Ερζεγοβίνη, που μέχρι πριν 25 χρόνια βρισκόταν σε εμπόλεμη κατάσταση, αλλά και το Κόσοβο που βρίσκεται 21 θέσεις υψηλότερα.
Η αργή μετάβαση στα δίκτυα υψηλών ταχυτήτων και ο χαμηλός βαθμός διείσδυσης συνδέεται επίσης και με τις τιμές που παραμένουν σχετικά υψηλές σε σχέση με τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους. Όπως αναφέρει η έκθεση DESI, στην Ελλάδα, οι τιμές των υψηλών ταχυτήτων είναι υψηλότερες από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ενώ οι τιμές για πακέτα συνδέσεων σε πιο χαμηλές ταχύτητες βρίσκονται κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Συγκεκριμένα, η τιμή για σταθερές συνδέσεις ίντερνετ είναι κοντά ή και χαμηλότερα από τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους για συνδέσεις κάτω των 30 Mbps. Ωστόσο όσο ανεβαίνουν οι ταχύτητες, τόσο απομακρύνονται υψηλότερα οι τιμές στην Ελλάδα σε σχέση με τα ευρωπαϊκά δεδομένα. Χαρακτηριστικά, είναι αρκετά υψηλότερα κατά 20%-50% από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο για τα πακέτα μεταξύ 30 και 100 Mbps. Επίσης η Ελλάδα είναι η ακριβότερη χώρα στα πακέτα συνδέσεων 100 και 200 Mbps, ενώ δεν υπάρχει καθόλου δυνατότητα να προσφέρει συνδέσεις άνω των 200 Mbps.
Οι ελπίδες για πιο γρήγορο ίντερνετ το 2025
Από τα έργα πνοής που θα μπορούσαν να αλλάξουν την εικόνα των δικτύων στην Ελλάδα, τουλάχιστον όσον αναφορά την ταχύτητα, είναι το μεγάλο έργο του Ultra Fast Broadband που αποτελεί το μεγαλύτερο έργο ΣΔΙΤ στη χώρα που θα φτάσει συνολικά τα 870 εκατ. ευρώ, προσφέροντας πρόσβαση σε υπερυψηλές ταχύτητες.
Ο ανταγωνιστικός διάλογος ολοκληρώθηκε και εκτιμάται ότι εντός Ιουνίου θα βγει στον αέρα η προκήρυξη για την κατάθεση δεσμευτικών προσφορών. Ο διαγωνισμός του υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης, που είχε ξεκινήσει τον Μάιο του 2019, είχε συγκεντρώσει στην πρώτη φάση τεράστιο επενδυτικό ενδιαφέρον, και προσέλκυσε εταιρείες και από τους κλάδους της ενέργειας και των κατασκευών.
Οι εννέα όμιλοι που κλήθηκαν πριν ένα χρόνο να συμμετάσχουν στον ανταγωνιστικό διάλογο ήταν οι ΟΤΕ, Vodafone, Wind, ΔΕΗ, Grid Telecom, ΑΒΑΞ, Μυτιληναίος-ΜΕΤΚΑ EGN, ΤΕΡΝΑ Ενεργειακή και Intrakat.
Το έργο Ultra Fast Broadband περιλαμβάνει την ανάπτυξη εκτεταμένου δικτύου ευρυζωνικών υποδομών υπερυψηλών ταχυτήτων, που φτάνουν τουλάχιστον στα 100 Mbps με δυνατότητα αναβάθμισης σε 1 Gbps και στοχεύει στην κάλυψη με ευρυζωνικές υπηρεσίες περίπου 2.400.000 πολιτών. Η φάση της κατασκευής των δικτύων θα διαρκέσει το πολύ 36 μήνες και σύμφωνα με τα επενδυτικά σχέδια των παρόχων αναμένεται μέχρι το 2023 η κάλυψη δικτύων VHC, ταχύτητας 100+ Mbps να υπερβαίνει το 70% των ενεργών γραμμών.
Το έργο θα υλοποιηθεί σε επτά γεωγραφικά τμήματα (lots) στα οποία ομαδοποιούνται οι περιφέρειες ενότητες της χώρας, και κάθε ενδιαφερόμενος μπορεί να αναλάβει ως τρία γεωγραφικά lots. Σύμφωνα με την πρόσκληση της πρώτης φάσης του διαγωνισμού, στην κατανομή των lots έχει επιτευχθεί ισορροπία ως προς το Συνολικό Κόστος Επένδυσης και τη δημόσια χρηματοδότηση, λαμβάνοντας υπόψη ότι η απόδοση κεφαλαίων θα πρέπει να είναι ίση σε όλες τις περιοχές.