Αν και το 2020 έχει υπάρξει μια από τις πιο κερδοφόρες χρονιές για τις εταιρείες τεχνολογίας, καθώς η πανδημία του κορονοϊού έχει επιταχύνει τις ψηφιακές εξελίξεις παγκοσμίως, εντούτοις οι κολοσσοί του χώρου έχουν βρεθεί στο στόχαστρο των ελεγκτικών αρχών και στις δυο πλευρές του Ατλαντικού.
Η αναγνώριση της δύναμης που έχουν στην αγορά και ο αντίκτυπος που έχουν οι πλατφόρμες και οι συμπεριφορές τους απέναντι σε ανταγωνιστές και κοινωνία δημιούργησε το ερώτημα, αν πρέπει να θεωρούνται υπηρεσίες με μονοπωλιακές πρακτικές που δεν ευνοούν τον ανταγωνισμό. Από τη στιγμή που τράπεζες, πάροχοι τηλεπικοινωνιών, εταιρείες ενέργειας, βρίσκονται συνεχώς υπό αυστηρό έλεγχο, ήταν αναμενόμενο ότι ανάλογους ελέγχους θα αντιμετώπιζαν τεχνολογικοί γίγαντες όπως οι Google, Facebook, Apple και Amazon.
Η Google είναι η τελευταία από τις μεγάλες εταιρείες τεχνολογίας που βρίσκεται να κατηγορείται πως κατέχει μονοπωλιακή θέση στην αγορά των διαδικτυακών διαφημίσεων, προσθέτοντας έναν ακόμη πονοκέφαλο στην εταιρεία, καθώς πλήττει την βασική πηγή εσόδων του τεχνολογικού γίγαντα. Αυτό έρχεται να προστεθεί στην υπόθεση που έχει ανοίξει η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς των ΗΠΑ που υποχρεώνει τις 9 τεχνολογικές εταιρείες να αποκαλύψουν πληροφορίες σχετικά με το πώς συγκεντρώνουν και αξιοποιούν τα δεδομένα που συλλέγουν από τους χρήστες τους.
Συγκεκριμένα η Amazon, η ByteDance που έχει το TikTok, η Discord, Facebook καθώς και οι θυγατρικές WhatsApp, Reddit, Snap, Twitter και το Youtube που ανήκει στη Google έχουν 45 μέρες για να δώσουν τις πληροφορίες.
Την ίδια στιγμή, η Ευρωπαϊκή Ένωση προτείνει νέες ρυθμίσεις στις εταιρείες τεχνολογίας για τον τρόπο που χρησιμοποιούν τα δεδομένα που συλλέγουν από τους χρήστες, προκαλώντας πιθανή βλάβη σε ανταγωνίστριες εταιρείες. Η ΕΕ ετοιμάζει δυο νέες ρυθμίσεις: την Digital Services Act και την Digital Markets Act με στόχο να περάσει χαλινάρια στους κολοσσούς της τεχνολογίας. Παράλληλα, η Apple έχει βρεθεί επίσης στο στόχαστρο για τους κανόνες χρήσης του App Store και η Amazon για τον τρόπο που διαχειρίζεται τους δημιουργούς εφαρμογών.
Στο παρελθόν οι ευρωπαϊκές προσπάθειες να τεθούν υπό έλεγχο οι μεγάλες τεχνολογικές εταιρείες είχαν βρεθεί αντιμέτωπες με ισχυρές αντιδράσεις από τις ΗΠΑ που τις θεωρούσαν «εθνικούς πρωταθλητές». Κάτι το οποίο όμως πλέον αλλάζει. Οι ΗΠΑ δείχνουν μεγαλύτερη ευαισθητοποίηση όσο αναφορά τη δεσπόζουσα θέση που κατέχουν στην αγορά οι τεχνολογικοί κολοσσοί και τις μονοπωλιακές συμπεριφορές που έχουν υιοθετήσει, ενώ στο στόχαστρο έχει τεθεί πλέον και το περιεχόμενό τους.
Η ΕΕ βάζει όρια
Σύμφωνα με την Digital Services Act, οι τεχνολογικοί γίγαντες θα είναι υπεύθυνοι για το περιεχόμενο που περιλαμβάνεται στις πλατφόρμες τους, με την ΕΕ να επιβάλλει στις επιχειρήσεις να ελέγχουν το περιεχόμενο τους και να έχουν περισσότερη διαφάνεια στους όρους χρήσης.
Η Digital Markets Act επικεντρώνεται στις μονοπωλιακές πρακτικές και οι εταιρείες που θα οριστούν σαν «gatekeepers» (εταιρείες δηλαδή που έχουν έσοδα στην ΕΕ περισσότερα από 6,5 δισ. ευρώ ή κεφαλαιοποίηση τουλάχιστον 65 δις. ευρώ και περισσότερους από 45 εκατ. ενεργούς χρήστες) θα είναι υπόλογοι σε διαφορετικούς κανόνες, και θα μπορούν να αντιμετωπίσουν πρόστιμα που μπορεί να φτάσουν και το 10% των παγκόσμιων εσόδων τους αν τους παραβιάσουν.
Έτσι στις εταιρείες θα απαγορεύεται να συνδέουν υπηρεσίες αγορών τρίτου ή να δίνουν προτίμηση στις δικές τους υπηρεσίες ή προϊόντα έναντι των ανταγωνιστών τους και θα τις υποχρεώσει να υιοθετήσουν τιμολογιακή διαφάνεια για τους διαφημιστές, ενώ θα επιβάλλει τη φορητότητα των δεδομένων για τους χρήστες. Κάτι το οποίο θα προκαλέσει πονοκέφαλο στην Amazon που θα αναγκαστεί να σταματήσει να ευνοεί τα δικά της προϊόντα έναντι των τρίτων πωλητών που έχει στην πλατφόρμα της, ή να χρησιμοποιεί τα δεδομένα που συλλέγει από τους πωλητές για να αποφασίσει τι να πουλήσει. Η Apple επίσης θα αναγκαστεί να ανοίξει την τεχνολογία πληρωμών στις συσκευές της και για άλλους, ενώ το Facebook θα πρέπει να διαγράψει ευαίσθητα περιεχόμενα όπως αναρτήσεις και βίντεο τρομοκρατών.
Οι υποθέσεις που κλόνισαν φέτος τους τεχνολογικούς κολοσσούς
Η Google αποτελεί την τελευταία εταιρεία που έχει βρεθεί στο στόχαστρο των ελεγκτικών Αρχών στις ΗΠΑ, καθώς 45 εισαγγελείς σε επιμέρους πολιτείες κατηγορούν τον κολοσσό πως υπερχρεώνει τους πελάτες για τις διαφημίσεις και έχει αποκλείσει τους ανταγωνιστές που προσπαθούν να αμφισβητήσουν την κυριαρχία της. Κατηγορείται επίσης πως έχει φτάσει σε συμφωνία με την Facebook ώστε να περιορίσει η πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης την προσπάθεια να ανταγωνιστεί την Google για την πίτα των διαφημίσεων. Όπως χαρακτηριστικά απάντησε η Google, «οι κατηγορίες αυτές είναι αβάσιμες» και θα τις αντικρούσει στα δικαστήρια.
Στην τελευταία αγωγή, μια σειρά από Πολιτείες κατηγορούν την Google πως έχει προχωρήσει σε συμφωνίες αποκλειστικότητας, προκαλώντας έτσι πλήγμα σε ανταγωνιστές της όπως η Expedia και το Yelp. Ο τεχνολογικός κολοσσός κατηγορείται επίσης πως περιορίζει τις επιλογές των καταναλωτών, που με κάθε αναζήτησή τους δίνουν επιπλέον δεδομένα στη Google για την συμπεριφορά τους.
Πριν την Google είχε προηγηθεί η πρωτοβουλία της Ομοσπονδιακής Επιτροπής Εμπορίου των ΗΠΑ με στόχο να σπάσει η Facebook σε κομμάτια, καταθέτοντας επίσημη αγωγή εναντίον του τεχνολογικού γίγαντα κατηγορώντας την εταιρεία πως κάνει κατάχρηση της μονοπωλιακής της δύναμης στα κοινωνικά δίκτυα εμποδίζοντας τον ανταγωνισμό. Το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στην απόκτηση του Instagram από τη Facebook για 715 εκατ. δολάρια το 2012 και στην εξαγορά, έναντι 22 δισ. δολάρια της WhatsApp, δύο χρόνια αργότερα, με τους αναλυτές να υπολογίζουν πως το πλήγμα θα είναι σημαντικό τόσο για την Facebook που μπορεί να χάσει δυο σημαντικά assets όσο και για Instagram και WhatsApp που θα χάσουν το «μεγάλο πορτοφόλι» της μητρικής εταιρείας.
Το καλοκαίρι ξέσπασε πόλεμος της Apple με την Epic Games που έχει δημιουργήσει το Fortnite και η Apple βρέθηκε στο επίκεντρο του ελέγχου για τις χρεώσεις ύψους 30% που επιβάλλει στο App Store καθώς και τον αποκλεισμό δημιουργών εφαρμογών που δεν συμφωνούν με τις πρακτικές της εταιρείας.
Η υπόθεση έφερε και την αντίδραση της σουηδικής Spotify, που βρίσκεται σε κόντρα με την Apple από το 2019, όταν και είχε καταγγείλει τον τεχνολογικό κολοσσό για παραβίαση των αρχών ανταγωνισμού. Σύμφωνα με τη Spotify, η Apple περιορίζει την δυνατότητα των developers να ενημερώσουν τους χρήστες του iPhone και iPad για άλλες φθηνότερες δυνατότητες αγοράς εκτός των apps.
Πλέον οι κολοσσοί της τεχνολογίας κατηγορούνται σε ΗΠΑ και ΕΕ πως έχουν επιβάλλει συνθήκες που «πνίγουν» τον ανταγωνισμό ανάμεσα στους δημιουργούς εφαρμογών που λειτουργούν στις πλατφόρμες τους. Βλέπουν πως η εποχή που κανείς δεν τους ήλεγχε και δεν μπορούσε να περιορίσει την ανάπτυξη τους φτάνει στο τέλος της. Το 2021 φαίνεται ότι θα είναι μια κρίσιμη χρονιά για τους τεχνολογικούς κολοσσούς, καθώς θα «ωριμάσουν» παράλληλα πολλές υποθέσεις ελέγχων, από τις οποίες θα κριθεί σε ποιο βαθμό θα πρέπει να αλλάξουν τις πρακτικές τους.