«Ο πληθωρισμός τον Γενάρη φαίνεται ότι θα ξεπεράσει το 5,5% και έχει διαρκώς αυξητική τάση. Οι τιμές είναι εκρηκτικές όχι μόνο στην ενέργεια αλλά σε όλα τα βασικά είδη διατροφής και ευρείας κατανάλωσης», δήλωσε η Έφη Αχτσιόγλου στο Real fm και υπογράμμισε «το φαινόμενο έχει διεθνή χαρακτηριστικά όμως η προστασία που πρέπει να παρασχεθεί στην κοινωνία είναι εσωτερική υπόθεση, το κάθε κράτος μεριμνά και παίρνει μέτρα για να προστατέψει τους πολίτες του».
Η τομεάρχης Οικονομικών του ΣΥΡΙΖΑ ανέφερε ότι «το πρόβλημα στην Ελλάδα έχει ειδικές διαστάσεις, η χονδρική τιμή στο ηλεκτρικό ρεύμα είναι η υψηλότερη σ ολόκληρη την Ευρώπη και αυτό γιατί λειτούργησαν καρτέλ στην αγορά ενέργειας κατά τη διακυβέρνηση Μητσοτάκη και το κράτος δεν παρενέβη. Αντιθέτως η Κυβέρνηση επέλεξε τη στιγμή που ο κόσμος πλήττεται από την έκρηξη της ακρίβειας, να ιδιωτικοποιήσει τη ΔΕΗ, επέλεξε να μην ασκήσει καμία παρέμβαση στην τιμολογιακή πολιτική της».
«Το ζήτημα της κοινωνικής προστασίας είναι το κρίσιμο. Θα πρέπει να γίνει μείωση στους ειδικούς φόρους κατανάλωσης στα καύσιμα. Αυτό δεν περιλαμβάνει μόνο το πετρέλαιο κίνησης και τη βενζίνη αλλά και το πετρέλαιο θέρμανσης. Μια τέτοια μείωση θα είχε κόστος για ένα χρόνο 1,5δις Ασφαλώς ο δημοσιονομικός χώρος δεν είναι απεριόριστος , το θέμα είναι τι επιλογές κάνεις. Τι προτεραιότητες θέτει μια Κυβέρνηση. Η Κυβέρνηση της ΝΔ παίρνει μέτρα διαρκώς που ευνοούν τα ανώτερα εισοδήματα. Αρνείται να μειώσει το ΦΠΑ στα τρόφιμα που θα ευνοούσε τα λαϊκά νοικοκυριά αλλά έχει κάνει τη μείωση του φόρου στη συγκέντρωση κεφαλαίου. Κάνει επιλογές που εξαντλούν το δημοσιονομικό χώρο για ανώτερα εισοδήματα. Αυτή είναι η πολιτική τους», σχολίασε η Έφη Αχτσιόγλου.
Η Έφη Αχτσιόγλου επισήμανε «ότι εξίσου σημαντικός με τις φοροελαφρύνσεις είναι ο έλεγχος στην αγορά, από τον οποίο επίσης απέχει η κυβέρνηση. Κανείς δεν ξέρει σε ποιο βαθμό οι εκρηκτικές τιμές που βλέπουμε είναι αποτέλεσμα των ανατιμήσεων ή είναι και αποτέλεσμα αισχροκέρδειας».
Συνέχισε επισημαίνοντας, «Σ αυτή τη συνθήκη αν δεν παρέμβει το κράτος, δεν μπορεί να σταματήσει η διαρκής υποβάθμιση του εισοδήματος των πολιτών. Η Κυβέρνηση λέει ότι το διαθέσιμο εισόδημα δεν μειώθηκε, όμως η αγοραστική δύναμη των πολιτών έχει μειωθεί δραματικά. Το κρίσιμο είναι τι αγοραστική δύναμη έχει ο μισθός. Ήδη τον Δεκέμβρη η αγοραστική δύναμη του μέσου μισθού μερικής απασχόλησης μειώθηκε κατά 14% και του κατώτατου μισθού κατά 10%. Γι’ αυτό και εμείς πέρα από όλα τα άλλα μέτρα που προτείνουμε, έλεγχο στην αγορά, μείωση στους ειδικούς φόρους κατανάλωσης ζητάμε τώρα αύξηση του κατώτερου μισθού στα 800€. Είμαστε η μόνη χώρα της Ευρώπης που δεν έκανε αύξηση την προηγούμενη χρονιά».
Κλείνοντας η τομεάρχης Οικονομικών υπογράμμισε ότι «Το κοινωνικό πρόβλημα που δεν βλέπει η Κυβέρνηση είναι το νέο επίπεδο τιμών. Διότι ακόμη κι όταν η αυξητική τάση του πληθωρισμού σταματήσει, πως θα μπορεί το εισόδημα των πολιτών να ανταποκριθεί στις τιμές που θα έχουν διαμορφωθεί; Αυτά είναι τα βασικά θέματα που θα έπρεπε να προβληματίζουν την Κυβέρνηση».