Συνέντευξη παραχώρησε ο Κυριάκος Πιερρακάκης, Πρόεδρος του Eurogroup και Υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, αναλύοντας τις προκλήσεις και τις προοπτικές της ευρωπαϊκής και ελληνικής οικονομίας, σε δηλώσεις του στην εφημερίδα «Καθημερινή» και τη δημοσιογράφο Ειρήνη Χρυσολωρά.
Σύμφωνα με τον κ. Πιερρακάκη, η Ευρώπη βρίσκεται αντιμέτωπη με μια περίοδο σημαντικών γεωοικονομικών αλλαγών και αυξημένου διεθνούς ανταγωνισμού.
Τόνισε ότι η απάντηση στις προκλήσεις δεν είναι ο εφησυχασμός, αλλά η επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων και των επενδύσεων.
Ο υπουργός υπογράμμισε τρεις βασικές προτεραιότητες για την ενίσχυση της ευρωπαϊκής ανταγωνιστικότητας: αύξηση της παραγωγικότητας, ενίσχυση των κεφαλαιαγορών και ταχύτερη λήψη αποφάσεων.
Σημείωσε τη σημασία των επενδύσεων στην καινοτομία, τις ψηφιακές υποδομές, την ενέργεια και τις δεξιότητες, καθώς και τη δημιουργία μιας Ένωσης Αποταμιεύσεων και Επενδύσεων που θα διατηρεί τη χρηματοδότηση των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων εντός Ευρώπης.
Αναφερόμενος στο τέλος του Ταμείου Ανάκαμψης το 2026, ο κ. Πιερρακάκης υπογράμμισε ότι η Ελλάδα περνά σε μια νέα φάση βιώσιμης και αυτοτροφοδοτούμενης ανάπτυξης.
Παρά την ολοκλήρωση των εκταμιεύσεων, η δυναμική της οικονομίας διατηρείται μέσω της αύξησης των ιδιωτικών επενδύσεων και ενός ισχυρού Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, που για το 2026 ανέρχεται σε 16,7 δισ. ευρώ.
Το νέο Εθνικό Πρόγραμμα Ανάπτυξης 2026–2030, με προϋπολογισμό 22,4 δισ. ευρώ, καλύπτει στρατηγικές προτεραιότητες όπως υποδομές, μεταφορές, ψηφιακή και πράσινη μετάβαση, τεχνητή νοημοσύνη και ενίσχυση της ανθεκτικότητας.
Παράλληλα, η Ελλάδα εξασφαλίζει πρόσθετους ευρωπαϊκούς πόρους άνω των 8 δισ. ευρώ για την περίοδο 2026–2032, μέσω του Κοινωνικού Κλιματικού Ταμείου, του Ταμείου Εκσυγχρονισμού και του Ταμείου Απανθρακοποίησης Νήσων, με στόχο την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής και της πράσινης ανάπτυξης.
Ο κ. Πιερρακάκης ανέφερε ότι η Ελλάδα έχει φθάσει στο 70% του μέσου όρου της ΕΕ στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ, από 66% το 2019, σημειώνοντας αύξηση 15,7% την περίοδο 2019–2026, έναντι 5,3% στην Ευρωζώνη.
Η σύγκλιση με την Ευρώπη είναι πλέον ορατή, με βασική προϋπόθεση τη διατήρηση της οικονομικής και πολιτικής σταθερότητας.
Σχετικά με τις ιδιωτικές επενδύσεις, σημείωσε ότι αυξήθηκαν σημαντικά τα τελευταία χρόνια, με τις άμεσες ξένες επενδύσεις να ξεπερνούν τα 32 δισ. ευρώ την περίοδο 2019–2024, υπερβαίνοντας το σύνολο των προηγούμενων 17 ετών.
Για το 2025, οι εκτιμήσεις παραμένουν θετικές, με τα 10,3 δισ. ευρώ να καταγράφονται ήδη στο πρώτο δεκάμηνο του έτους.
Ο υπουργός αναγνώρισε ότι οι greenfield επενδύσεις παραμένουν πρόκληση, καθώς απαιτούν υψηλό αρχικό κεφάλαιο και αντιμετωπίζουν μεγαλύτερο ρίσκο.
Ωστόσο, υπογράμμισε τη βελτίωση του επενδυτικού περιβάλλοντος μέσα από σταθερό φορολογικό πλαίσιο και ψηφιοποίηση του κράτους, γεγονός που οδηγεί σε σταδιακή αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων και μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας.
Για το στεγαστικό ζήτημα, ο κ. Πιερρακάκης ανακοίνωσε ότι η προκήρυξη για την τελική φάση του διαγωνισμού για τον Φορέα Απόκτησης και Επαναμίσθωσης Ακινήτων θα δημοσιευθεί άμεσα.
Ο φορέας αυτός αποτελεί σημαντικό εργαλείο κοινωνικής πολιτικής, προσφέροντας δεύτερη ευκαιρία στους ευάλωτους οφειλέτες και προστασία της κύριας κατοικίας.
Η λειτουργία του φορέα αναμένεται εντός του πρώτου εξαμήνου του έτους, ενώ μέχρι τότε συνεχίζεται το Ενδιάμεσο Πρόγραμμα στήριξης, που αναστέλλει τις διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης και παρέχει επιδότηση της δόσης δανείου έως 210 ευρώ.
Αναφορικά με την αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας, ο υπουργός επεσήμανε ότι αποτελεί εργαλείο ανάπτυξης και βελτίωσης της καθημερινότητας.
Ο προγραμματισμός για το 2026 επικεντρώνεται στην καταγραφή της περιουσίας, στη μετάβαση από την παθητική διαχείριση στη δημιουργία αξίας και στη διασύνδεση με ευρύτερους αναπτυξιακούς στόχους, όπως ο τουρισμός υψηλής προστιθέμενης αξίας και η αστική αναζωογόνηση.
Τέλος, ο κ. Πιερρακάκης τόνισε ότι η κυβέρνηση παραμένει προσηλωμένη στη διατήρηση της δημοσιονομικής ισορροπίας, ακόμη και σε προεκλογική χρονιά.
Όπως ανέφερε, στόχος είναι η στήριξη της κοινωνίας και η διασφάλιση της αναπτυξιακής δυναμικής, χωρίς επιστροφή σε πρακτικές που υπονομεύουν τη σταθερότητα.