Την ανάγκη για δόμηση μίας νέας αρχιτεκτονικής του ασφαλιστικού συστήματος τόνισε ο υφυπουργός Εργασίας, αρμόδιος για θέματα Κοινωνικής Ασφάλισης, Νότης Μηταράκης, μιλώντας στο ραδιοφωνικό σταθμό «Στο Κόκκινο».
Βάσει της νέας αυτής ασφαλιστικής αρχιτεκτονικής, όπως ανέφερε ο κ. Μηταράκης, θα καλυφθούν δύο βασικές αναγκαιότητες του συστήματος ασφάλισης, η αύξηση της απόδοσης της επικουρικής και η θωράκισή της από τους κινδύνους.
Όσον αφορά το πρώτο ζήτημα εξήγησε: «Ο νόμος Κατρούγκαλου επέβαλε τη μέθοδο της νοητής κεφαλαιοποίησης με ατομικούς λογαριασμούς στην επικουρική σύνταξη. Αυτό σημαίνει πως έχει ήδη αλλάξει η νοοτροπία του επικουρικού συστήματος, αλλά η απόδοση που βλέπει το σύστημα είναι στο 1,2%. Η απόδοση αυτή μακροπρόθεσμα είναι μία πολύ χαμηλή απόδοση για ένα συνταξιοδοτικό σύστημα. Αντιθέτως, με τη μετάβαση στο νέο κεφαλαιοποιητικό επικουρικό σύστημα ασφάλισης, η απόδοση αυτή αναμένεται να αυξηθεί στο 3,5%».
«Το δεύτερο ζήτημα» συνέχισε ο υφυπουργός Εργασίας «αφορά στην ανάγκη διαφοροποίησης των χαρακτηριστικών της επικουρικής σύνταξης από την κύρια ως προς τους δύο βασικούς κινδύνους: το δημοσιονομικό και το δημογραφικό κίνδυνο. Έτσι, η επικουρική σύνταξη πλέον θα αποκτήσει ένα διαφορετικό προφίλ και δεν θα στηρίζεται αποκλειστικά πλέον στο αναδιανεμητικό σύστημα. Θα είναι εγγυημένη στους ατομικούς λογαριασμούς των ασφαλισμένων».
Ως προς τον Ενιαίο Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ), ο κ. Μηταράκης ανέφερε ότι εφέτος ο προϋπολογισμός του δεν θα είναι πλεονασματικός, καθώς δεν είχε υπολογιστεί ούτε με το κόστος από τις συντάξεις χηρείας ούτε και με τις επιστροφές εισφορών των ελεύθερων επαγγελματιών.
Τέλος, σχετικά με το ζήτημα των αναδρομικών του Λογαριασμού Επικούρησης Προσωπικού της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας (ΛΕΠΕΤΕ), ο κ. Μηταράκης ανέφερε: «Η παρέμβαση της προηγούμενης κυβέρνησης ενέταξε προσωρινά στο ΕΤΕΑΕΠ τους ασφαλισμένους του πρώην ΛΕΠΕΤΕ και πολλοί από αυτούς αντιδρούν σε αυτό, καθώς ήθελαν την αυτοτέλεια του Ταμείου τους. Παράλληλα, ακόμα εκκρεμεί στον Άρειο Πάγο η προσφυγή των συνταξιούχων και των εργαζομένων της Εθνικής σε βάρος της τράπεζας, προκειμένου να καθοριστεί και να προσδιοριστεί η ακριβής ευθύνη της. Σε ποιον βαθμό, δηλαδή, οφείλει ή δεν οφείλει η τράπεζα να καλύψει τα ελλείμματα που έχει αποδεδειγμένα αυτός ο λογαριασμός. Επιπλέον, υπάρχει και μία προσφυγή της Εθνικής Τράπεζας στο Συμβούλιο της Επικρατείας εναντίον της παρέμβασης της προηγούμενης κυβέρνησης ως προς την αντισυνταγματικότητα της επιβολής της ειδικής εισφοράς της Εθνικής».
«Εμείς, από την πλευρά μας, θέλουμε να νομοθετήσουμε στη βάση της ύπαρξης μίας συμφωνίας. Δεν θέλουμε να παρέμβουμε μονομερώς υπέρ μίας εκ των δύο πλευρών σε μία διαφωνία η οποία εκκρεμεί στα δικαστήρια. Εάν, τελικά, υπάρξει διάθεση συνεννόησης μεταξύ συνταξιούχων, εργαζομένων και τράπεζας, είμαστε διατεθειμένοι να στηρίξουμε μία συμβιβαστική λύση» συμπλήρωσε ο υφυπουργός Εργασίας.