ΓΔ: 1401.58 0.28% Τζίρος: 97.06 εκ. € Τελ. ενημέρωση: 17:25:01 DATA
Papakonstantinou-Xristina-TtE
Φωτο: Τράπεζα της Ελλάδος

Παπακωνσταντίνου: Θετικές οι προοπτικές ανάπτυξης αλλά με προκλήσεις

Στην ελληνική οικονομία που έρχεται αντιμέτωπη με προκλήσεις που επιτείνονται από το δυσμενές μακροοικονομικό περιβάλλον, τον υψηλό πληθωρισμό και τα αυξημένα επιτόκια, αναφέρθηκε η υποδιοικήτρια της ΤτΕ.

Στις εξελίξεις και τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας στην παρούσα συγκυρία και στην ελληνική οικονομία που επιδεικνύει σημαντική ανθεκτικότητα, παρά τις διαδοχικές εξωγενείς διαταραχές των τελευταίων ετών ‒ την πανδημία (COVID-19), τον πόλεμο στην Ουκρανία και την ενεργειακή κρίση, καθώς και τις πρόσφατες αναταράξεις στις αγορές κεφαλαίων με επίκεντρο το τραπεζικό σύστημα, που διαμόρφωσαν ένα δυσμενές οικονομικό περιβάλλον και οδήγησαν σε αυξημένη αβεβαιότητα, αναφέρθηκε η υποδιοικήτρια της Τράπεζας της Ελλάδος, Χριστίνα Παπακωνσταντίνου, σε ομιλία της στο προσωπικό της κεντρικής τράπεζας Κύπρου

Όπως σημείωσε κατά το τρέχον έτος εκτιμάται ότι ο ρυθμός ανάπτυξης στην Ελλάδα θα επιβραδυνθεί, ως αποτέλεσμα της κάμψης της οικονομικής δραστηριότητας στην ευρωζώνη και της ηπιότερης αύξησης της εγχώριας ιδιωτικής κατανάλωσης.

Η αποκλιμάκωση του ρυθμού ανάκαμψης της ιδιωτικής κατανάλωσης οφείλεται στις επιπτώσεις του πληθωρισμού και της απόσυρσης μέτρων οικονομικής στήριξης στο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, καθώς και στην εξασθένηση της επίδρασης της αναβληθείσας ζήτησης. Παρά τις προκλήσεις, η ελληνική οικονομία διατηρεί σημαντικό μέρος της αναπτυξιακής δυναμικής του προηγούμενου έτους, όπως επιβεβαιώνουν τα διαθέσιμα στοιχεία, και εξακολουθεί να έχει καλύτερη επίδοση από το μέσο όρο της ευρωζώνης.

Παράλληλα τόνισε ότι η ελληνική οικονομία έρχεται αντιμέτωπη και με προκλήσεις που επιτείνονται μεν από την τρέχουσα συγκυρία (δυσμενές μακροοικονομικό περιβάλλον, υψηλός πληθωρισμός και αυξημένα επιτόκια), αλλά σχετίζονται και με χρόνιες αδυναμίες. 

Ολόκληρη η ομιλία της Υποδιοικήτριας της ΤτΕ: 

Είναι μεγάλη μου χαρά που βρίσκομαι σήμερα στην Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου. Θα ήθελα πρώτα απ’ όλα να ευχαριστήσω τον Διοικητή κ. Ηροδότου για την πρόσκληση και τη θερμή του φιλοξενία, καθώς και όλους εσάς για την παρουσία σας. 

Στην ομιλία μου θα αναφερθώ στις εξελίξεις και τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας στην παρούσα συγκυρία και στην εμπειρία που έχουμε συσσωρεύσει κατά την προηγούμενη 15ετία κρίσεων και μεταρρυθμίσεων. 
Η ελληνική οικονομία επιδεικνύει σημαντική ανθεκτικότητα, παρά τις διαδοχικές εξωγενείς διαταραχές των τελευταίων ετών ‒ την πανδημία (COVID-19), τον πόλεμο στην Ουκρανία και την ενεργειακή κρίση, καθώς και τις πρόσφατες αναταράξεις στις αγορές κεφαλαίων με επίκεντρο το τραπεζικό σύστημα, που διαμόρφωσαν ένα δυσμενές οικονομικό περιβάλλον και οδήγησαν σε αυξημένη αβεβαιότητα. 

Η Ελλάδα έχει επανέλθει σε ισχυρή αναπτυξιακή τροχιά, καταγράφοντας ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ 8,3% το 2021 και 5,9% το 2022, υψηλότερους από το μέσο όρο στην ευρωζώνη, όπως άλλωστε και η Κύπρος. Ως εκ τούτου, έχουν ανακτηθεί οι απώλειες στο ΑΕΠ λόγω της πανδημικής κρίσης και συντελείται πραγματική σύγκλιση του επιπέδου ευημερίας της χώρας προς τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. 

Ειδικότερα, το 2022 η ανάπτυξη υποστηρίχθηκε κυρίως από την άνοδο της ιδιωτικής κατανάλωσης, παρά την επιδείνωση του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών εξαιτίας των έντονων πληθωριστικών πιέσεων. Θετική συμβολή στην ανάπτυξη είχαν τόσο οι εξαγωγές υπηρεσιών, κυρίως λόγω της καλής επίδοσης των τουριστικών εισπράξεων, όσο και οι επενδύσεις, υποστηριζόμενες, μεταξύ άλλων, από την αξιοποίηση των πόρων του NextGenerationEU. 

Κατά το τρέχον έτος εκτιμάται ότι ο ρυθμός ανάπτυξης στην Ελλάδα θα επιβραδυνθεί, ως αποτέλεσμα της κάμψης της οικονομικής δραστηριότητας στην ευρωζώνη και της ηπιότερης αύξησης της εγχώριας ιδιωτικής κατανάλωσης. Η αποκλιμάκωση του ρυθμού ανάκαμψης της ιδιωτικής κατανάλωσης οφείλεται στις επιπτώσεις του πληθωρισμού και της απόσυρσης μέτρων οικονομικής στήριξης στο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, καθώς και στην εξασθένηση της επίδρασης της αναβληθείσας ζήτησης. Παρά τις προκλήσεις, η ελληνική οικονομία διατηρεί σημαντικό μέρος της αναπτυξιακής δυναμικής του προηγούμενου έτους, όπως επιβεβαιώνουν τα διαθέσιμα στοιχεία, και εξακολουθεί να έχει καλύτερη επίδοση από το μέσο όρο της ευρωζώνης.

Οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης της Ελλάδος είναι θετικές, υποστηριζόμενες από τους διαθέσιμους ευρωπαϊκούς πόρους και από την εφαρμογή του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, καθώς και βεβαίως από τα ευνοϊκά χαρακτηριστικά του δημόσιου χρέους. Παράλληλα, η αναμενόμενη εντός του 2023 ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας θα δώσει σημαντική ώθηση στην χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας, συμπεριλαμβανομένου του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, και θα ενισχύσει την ικανότητά της να αντεπεξέρχεται σε εξωτερικές διαταραχές. 

Στην ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας έχει συμβάλει η πρόοδος που έχει συντελεστεί μετά την κρίση χρέους της ευρωζώνης. Κατά τη διάρκεια των τριών προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής αντιμετωπίστηκαν, μέσα από σκληρή προσπάθεια, τα «δίδυμα» ελλείμματα, της γενικής κυβέρνησης και του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, αποκαταστάθηκε η ανταγωνιστικότητα κόστους και υλοποιήθηκαν μεταρρυθμίσεις, όπως στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, στην αγορά εργασίας, στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών, στο επιχειρηματικό περιβάλλον και στην δημόσια διοίκηση. Η μεταρρυθμιστική προσπάθεια συνεχίστηκε μετά την ολοκλήρωση των προγραμμάτων προσαρμογής. Παράλληλα, βελτιώθηκαν η κεφαλαιακή επάρκεια και η ρευστότητα του ελληνικού τραπεζικού συστήματος και επιτεύχθηκε σημαντική αποκλιμάκωση του αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ), επιτρέποντας στο τραπεζικό σύστημα να επιτελεί τον διαμεσολαβητικό του ρόλο. 

Κατά την άποψή μου, υπάρχουν πολλά και σημαντικά διδάγματα, σε εθνικό και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, από τις προηγούμενες κρίσεις και τα προγράμματα οικονομικής προσαρμογής όσον αφορά τη χάραξη και, ιδίως, την υλοποίηση οικονομικών μέτρων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Η εμπειρία αυτή ανέδειξε τη σημασία της αξιοπιστίας, της συνέχειας και της συνέπειας στην άσκηση οικονομικής πολιτικής, της ανάληψης της κυριότητας των προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής, της εμπιστοσύνης στους θεσμούς, αλλά και της εμπιστοσύνης μεταξύ των κοινωνικών εταίρων, καθώς και της συνεννόησης και συναίνεσης μεταξύ των διαφορετικών πολιτικών δυνάμεων. Στα παραπάνω θα προσθέσω τη σημασία της αποτελεσματικής δημόσιας διοίκησης για την εφαρμογή των μέτρων πολιτικής. Όταν συνυπάρχουν οι συνθήκες αυτές, το κόστος και η διάρκεια της οικονομικής προσαρμογής μπορούν να μετριαστούν και διαρθρωτικές τομές δύνανται να ολοκληρωθούν με επιτυχία, αποφέροντας μακροπρόθεσμα οφέλη στην οικονομία. 

Τα προγράμματα οικονομικής προσαρμογής στην Ευρώπη ήταν προϊόν συνεχών διαπραγματεύσεων τόσο σε τεχνοκρατικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο. Για το λόγο αυτό, ήταν αναγκαία η έγκαιρη εδραίωση και διατήρηση της αξιοπιστίας των εθνικών δρώντων με έμπρακτες αποδείξεις της ικανότητάς τους να υλοποιούν απαιτητικές πολιτικές, ώστε να διασφαλιστεί η εμπιστοσύνη των Ευρωπαίων εταίρων και έτσι να  διατηρηθούν  σε εθνικό επίπεδο ορισμένοι βαθμοί ελευθερίας στην τελική διαμόρφωση των προγραμμάτων προσαρμογής. 

Η Ελλάδα και η Κύπρος ήρθαν αντιμέτωπες με διαφορετικές προκλήσεις κατά τη διάρκεια της κρίσης χρέους της ευρωζώνης και εισήλθαν σε πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής σε διαφορετικές συγκυρίες. Η Κύπρος γνώρισε τελικά ευρεία εσωτερική συναίνεση στο πρόγραμμα και αυτό τη διευκόλυνε στην τήρηση των δεσμεύσεων. Στην Ελλάδα, η έλλειψη συναίνεσης και η διάρρηξη της εμπιστοσύνης των Ευρωπαίων εταίρων μας παρέτειναν τους οικονομικούς και κοινωνικούς κλυδωνισμούς. 

Στο σημείο αυτό θα αναφερθώ στο θέμα της πολιτικής προθυμίας και δέσμευσης για την εφαρμογή αναγκαίων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Γνωρίζουμε από τη διεθνή εμπειρία ότι η υλοποίηση μεταρρυθμίσεων υπόκειται σε σημαντικές προκλήσεις, ιδίως γιατί τα οφέλη αυτών διαχέονται, ενώ το κόστος είναι συγκεντρωμένο. Γι’ αυτό και διαπιστώνουμε ότι οι μεταρρυθμίσεις, είτε σε εθνικό είτε σε ευρωπαϊκό επίπεδο, πραγματοποιούνται κυρίως ως επακόλουθο κρίσεων, όπως στην περίπτωση της κρίσης χρέους της ευρωζώνης. Ωστόσο, ως αποτέλεσμα αυτής της πρακτικής, αυξάνεται το κόστος των μεταρρυθμίσεων, ιδίως όταν το μίγμα διαρθρωτικών και άλλων πολιτικών δεν είναι το ενδεδειγμένο, ενώ ευνοείται η εμφάνιση μεταρρυθμιστικής κόπωσης. Μάλιστα, στο πλαίσιο των προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής στην Ευρώπη, διαπιστώθηκε ότι, όποτε απουσίαζε η εθνική κυριότητα των μεταρρυθμίσεων, επηρεαζόταν η υποστήριξη για την ολοκλήρωσή τους σε θεσμικό και διοικητικό επίπεδο. Αντίστοιχα, αναγκαίες αναθεωρήσεις του κοινού ευρωπαϊκού πλαισίου πραγματοποιούνται συχνά με καθυστέρηση, γεγονός που αφενός υποκινεί αντιευρωπαϊκά αισθήματα και αφετέρου μειώνει την ικανότητα της Ευρώπης να αντιμετωπίζει εγκαίρως νέες διαταραχές. 

Είναι συνεπώς θεμιτό και αναγκαίο οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις να υλοποιούνται προληπτικά σε περιόδους οικονομικής ανάκαμψης και όχι μόνο μετά από επεισόδια κρίσεων σε περιόδους ύφεσης. Θεωρώ ότι αυτή την αλλαγή κατεύθυνσης βοηθούν πλέον ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες που δημιουργούν τα κατάλληλα κίνητρα για την εφαρμογή διαρθρωτικών πολιτικών. Εξέχον παράδειγμα είναι το μέσο ανάκαμψης NextGenerationEU (NGEU), στον πυρήνα του οποίου είναι ο Μηχανισμός Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Τα κράτη-μέλη κατάρτισαν «Σχέδια Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας», καθορίζοντας, αυτά τα ίδια, μεταρρυθμιστικά και επενδυτικά προγράμματα, καθώς και στόχους, ορόσημα και εκτιμώμενο κόστος. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι εθνικές κυβερνήσεις έχουν οι ίδιες την κυριότητα, την δέσμευση και την ευθύνη των εθνικών σχεδίων. Ταυτόχρονα, η πορεία υλοποίησής τους υπόκειται σε συστηματικό έλεγχο και οι εκταμιεύσεις από το NGEU συνδέονται με την εκπλήρωση στόχων και οροσήμων. Δημιουργούνται έτσι οι προϋποθέσεις για την επιτυχία του ευρωπαϊκού εγχειρήματος, μέσα από μία διαδικασία που συνδέει την εισροή κεφαλαίων με την εφαρμογή μέτρων που θα μεγεθύνουν το τελικό αποτύπωμα αυτών των κεφαλαίων στην οικονομία. 

Το προτεινόμενο νέο πλαίσιο οικονομικής διακυβέρνησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που βρίσκεται σήμερα υπό διαπραγμάτευση, αποτελεί μία ευρωπαϊκή πρωτοβουλία που ενθαρρύνει τη μεταρρυθμιστική προσπάθεια. Σύμφωνα με το νέο πλαίσιο, τα κράτη-μέλη θα διαμορφώνουν μεσοπρόθεσμα δημοσιονομικά-διαρθρωτικά σχέδια, όπου θα καθορίζουν τους δημοσιονομικούς στόχους τους, αλλά και διαρθρωτικά μέτρα και επενδύσεις για τη βιώσιμη και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη. Δίδεται συνεπώς και εδώ έμφαση στην ενίσχυση της ανάληψης ευθύνης σε εθνικό επίπεδο και στην κυριότητα των σχεδίων. Παράλληλα, το νέο πλαίσιο παρέχει στις κυβερνήσεις μεγαλύτερη ευελιξία και περισσότερα κίνητρα για να προβούν σε αναγκαίες διαρθρωτικές παρεμβάσεις.  

Εάν κάτι μπορούμε να διδαχθούμε από την εμπειρία του παρελθόντος, τόσο στην περίπτωση της κρίσης χρέους όσο  και στην κρίση που επέφερε η πανδημία COVID-19, είναι ότι η συντονισμένη και εναρμονισμένη δράση σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης μπορεί να αποφέρει σημαντικά οφέλη για όλα τα κράτη-μέλη και ευνοεί την αποτελεσματική και γρήγορη αντιμετώπιση των διαταραχών. 

Κυρίες και κύριοι, 

Είναι δεδομένο ότι δεν μπορούμε να επαναπαυθούμε σε ό,τι έχουμε ήδη κατακτήσει. Οι σύγχρονες προκλήσεις είναι πολλές και σύνθετες και οι ασκούντες οικονομική πολιτική πρέπει να διαθέτουν ετοιμότητα και διορατικότητα στην αναγνώριση νέων πηγών κινδύνων. Στις κοινές μακροχρόνιες προκλήσεις δεν θα μπορούσα να παραλείψω αυτές που συνδέονται με την κλιματική αλλαγή, την τεχνολογική πρόοδο και τη γήρανση του πληθυσμού. 
Πιο άμεσα, οι προκλήσεις με τις οποίες έρχονται αντιμέτωπα τα κράτη-μέλη της ΕΕ συνδέονται κυρίως με τις επιπτώσεις της ενεργειακής κρίσης και του υψηλού πληθωρισμού, που επιδεινώνουν την οικονομική κατάσταση νοικοκυριών αι επιχειρήσεων, υπονομεύοντας έτσι την αναπτυξιακή δυναμική. 

Η δημοσιονομική στήριξη, για να μην τροφοδοτήσει με τη σειρά της πληθωριστικές πιέσεις, πρέπει να βασιστεί σε μέτρα στοχευμένα προς τους πλέον ευάλωτους, προσωρινού χαρακτήρα και προσαρμοσμένα ώστε να παρέχουν κίνητρα για τη μείωση της κατανάλωσης ενέργειας και τη μετάβαση σε μια πιο πράσινη οικονομία. Ταυτόχρονα, είναι απαραίτητη η επίδειξη σύνεσης και υπευθυνότητας στην άσκηση της δημοσιονομικής πολιτικής. Εξάλλου, η διατήρηση της περιοριστικής κατεύθυνσης της δημοσιονομικής πολιτικής στην ευρωζώνη λειτουργεί υποστηριστικά προς τη νομισματική πολιτική για την αποκλιμάκωση των πληθωριστικών πιέσεων. Στην περίπτωση της Ελλάδος, το υψηλό χρέος δεν αφήνει περιθώρια δημοσιονομικής χαλάρωσης και κάνει επιτακτική την ανάγκη επίτευξης των βραχυχρόνιων στόχων. 

Η ελληνική οικονομία έρχεται αντιμέτωπη και με προκλήσεις που επιτείνονται μεν από την τρέχουσα συγκυρία (δυσμενές μακροοικονομικό περιβάλλον, υψηλός πληθωρισμός και αυξημένα επιτόκια), αλλά σχετίζονται και με χρόνιες αδυναμίες. Ορισμένες από αυτές τις προκλήσεις θεωρώ ότι αντιμετωπίζει και η κυπριακή οικονομία: 

  • Το υψηλό δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ. Μεσοπρόθεσμα, τα ευνοϊκά του χαρακτηριστικά, ως προς τη διάρθρωσή του, καθώς είναι χρέος πρωτίστως προς τον επίσημο τομέα, και το χαμηλό επιτόκιο εξυπηρέτησής του, διασφαλίζουν τη βιωσιμότητά του. Ωστόσο τα χαρακτηριστικά αυτά δεν είναι μόνιμα, καθώς σταδιακά λήγουν τα  ευνοϊκά δάνεια που χορηγήθηκαν στο πλαίσιο των μνημονίων και αντικαθίστανται με νέο δανεισμό σε όρους αγοράς. Συνεπώς, έχουμε ένα σημαντικό παράθυρο ευκαιρίας που πρέπει να αξιοποιηθεί διατηρώντας συνετή δημοσιονομική πολιτική ώστε να εξασφαλιστεί η επίτευξη πρωτογενών, κυκλικά διορθωμένων, πλεονασμάτων της τάξεως του 2% του ΑΕΠ. 
  • Το υψηλό έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Μία μικρή ανοικτή οικονομία που βρίσκεται σε διαδικασία ανάκαμψης και σύγκλισης προς τον ευρωπαϊκό μέσο όρο είναι αναπόφευκτο να παρουσιάζει αρνητικό ισοζύγιο, λόγω των αυξημένων αναγκών για εισαγωγές παραγωγικών εισροών. Παρά τη σημαντική άνοδο των ελληνικών εξαγωγών σε σχέση με την περίοδο πριν την κρίση χρέους (με ρυθμό που υπερβαίνει τον αντίστοιχο μέσο όρο της ευρωζώνης) και την αύξηση του μεριδίου τους στις παγκόσμιες εξαγωγές, το επίμονο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών αντανακλά τη χαμηλή διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας και την αδυναμία προσέλκυσης ξένων κεφαλαίων, καθώς και την εξάρτηση της οικονομίας από τις εισαγωγές αγαθών.
  • Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και το υψηλό ιδιωτικό χρέος. Παρόλο που έχει επιτευχθεί αξιόλογη εξυγίανση των δανειακών χαρτοφυλακίων των ελληνικών τραπεζών, το ποσοστό των ΜΕΔ παραμένει σημαντικά υψηλότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, επηρεάζοντας αρνητικά την ποιότητα των κεφαλαίων τους. Εξάλλου, ανεξαρτήτως του ποιος το διαχειρίζεται, το ιδιωτικό χρέος παραμένει υψηλό, περιορίζοντας την δυνατότητα νέου δανεισμού και επενδύσεων. Επιπρόσθετους κινδύνους για την ποιότητα του ενεργητικού των τραπεζών μεσοπρόθεσμα δημιουργεί η πίεση που ασκείται στο εισόδημα των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων από τον υψηλό πληθωρισμό και τα αυξανόμενα επιτόκια. Η αύξηση των επιτοκίων ενισχύει την κερδοφορία των τραπεζών, μεσοπρόθεσμα ωστόσο μπορεί να επηρεάσει το κόστος πιστωτικού κινδύνου, το λειτουργικό κόστος και το κόστος άντλησης ρευστότητας. Η βιώσιμη αύξηση της κερδοφορίας προϋποθέτει αύξηση της πιστωτικής επέκτασης, η οποία συνδέεται με αύξηση της ζήτησης για δάνεια, η οποία αποθαρρύνεται από την άνοδο των επιτοκίων. 
  • Η υψηλή ανεργία. Η ανεργία παραμένει στην Ελλάδα σε πολύ υψηλά επίπεδα σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ιδίως μεταξύ των νέων, των γυναικών και των μακροχρόνια ανέργων. Παράλληλα, παραμένει σχετικά χαμηλή η συμμετοχή στην αγορά εργασίας και παρατηρείται αναντιστοιχία ζητούμενων και προσφερόμενων δεξιοτήτων.

Έως έναν βαθμό οι παραπάνω προκλήσεις είναι αποτέλεσμα διαρθρωτικών αδυναμιών της ελληνικής οικονομίας που δεν έχουν ακόμη αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά, λειτουργώντας έτσι ως τροχοπέδη στην ανάπτυξη, στην μείωση του επενδυτικού κενού, στην περαιτέρω αύξηση των εξαγωγών και την προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων, στην εξυγίανση του ιδιωτικού χρέους και στη μείωση της διαρθρωτικής ανεργίας. Στην περίπτωση της Ελλάδος, παρά την πρόοδο που έχει συντελεστεί, αναγνωρίζουμε εναπομένουσες στρεβλώσεις του ανταγωνισμού στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών, την έλλειψη ολοκληρωμένου κτηματολογίου, τη χαμηλή ποιότητα των θεσμών διακυβέρνησης και τη χαμηλή αποτελεσματικότητα και αποδοτικότητα της δημόσιας διοίκησης, τα εμπόδια στο επιχειρείν, τις καθυστερήσεις στην απονομή δικαιοσύνης, τις αδυναμίες του εκπαιδευτικού συστήματος και τις ελλείψεις στο «τρίγωνο της γνώσης». 

Προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι διαρθρωτικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας και συνακόλουθα να τεθούν οι βάσεις για την διόρθωση των μακροοικονομικών ανισορροπιών, χρειάζονται στοχευμένες παρεμβάσεις στο πλαίσιο ενός μακρόπνοου και φιλόδοξου μεταρρυθμιστικού προγράμματος. Το μεταρρυθμιστικό και επενδυτικό πρόγραμμα που περιγράφεται στο εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας είναι στην κατεύθυνση αυτή, καθώς περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, διαρθρωτικές δράσεις για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας του δικαστικού συστήματος και τον εκσυγχρονισμό της δημόσιας διοίκησης. Παράλληλα, προβλέπει δράσεις που διευκολύνουν την πράσινη και την ψηφιακή μετάβαση, όπως η ενεργειακή αναβάθμιση κτιρίων, οι επενδύσεις σε δίκτυα 5G, ο ψηφιακός μετασχηματισμός του κράτους κ.λπ. Συνεπώς, η έγκαιρη και πλήρης υλοποίηση του σχεδίου, με τη βέλτιστη αξιοποίηση των  διαθέσιμων ευρωπαϊκών πόρων, αναδεικνύεται ως βασική προτεραιότητα πολιτικής. 

Όσον αφορά ειδικότερα το θέμα των ΜΕΔ, θα πρέπει να συνεχιστούν οι ενέργειες  προς την κατεύθυνση της πλήρους εξυγίανσης του δανειακού χαρτοφυλακίου των ελληνικών τραπεζών και της αποτελεσματικής διαχείρισης του ιδιωτικού χρέους από τις εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις. Σημειώνω ότι για την ομαλή επίλυση του προβλήματος του ιδιωτικού χρέους απαιτείται η εύρυθμη λειτουργία θεσμών όπως το δικαστικό σύστημα. Αυτό υπογραμμίζει την αλληλεπίδραση των διαφορετικών τομέων πολιτικής και τη σημασία των στοχευμένων διαρθρωτικών μέτρων. Ταυτόχρονα, όλοι οι εμπλεκόμενοι φορείς θα πρέπει να είναι σε εγρήγορση προκειμένου να αποτραπεί η εμφάνιση μιας νέας γενιάς ΜΕΔ ως αποτέλεσμα της δυσχέρειας νοικοκυριών και επιχειρήσεων να ανταποκριθούν στις δανειακές τους υποχρεώσεις. Οι ειδικές ρυθμίσεις που τέθηκαν σε ισχύ από τις ελληνικές συστημικές τράπεζες προς διευκόλυνση των ευάλωτων και συνεπών δανειοληπτών είναι στη σωστή κατεύθυνση.

Η τήρηση των δημοσιονομικών, επενδυτικών και διαρθρωτικών στόχων και η επιτυχής αντιμετώπιση διαρθρωτικών προκλήσεων θα εδραιώσουν την αξιοπιστία της οικονομικής πολιτικής της Ελλάδος, διαφυλάσσοντας την εμπιστοσύνη των Ευρωπαίων εταίρων μας και των αγορών, που με τόσο κόπο ανακτήθηκε, αλλά και των πολιτών. 
***
Κυρίες και κύριοι,

Η Ελλάδα και η Κύπρος συνδέονται άρρηκτα ανά τους αιώνες μέσω της κοινής τους ιστορίας και γλώσσας. Τις συνδέει επίσης η κοινή ευρωπαϊκή ταυτότητα και η συμμετοχή στην ευρωζώνη. Είμαι πεπεισμένη ότι αυτό μας επιτρέπει να αντιμετωπίσουμε τις σοβαρές προκλήσεις του παρόντος και του μέλλοντος, όπως ακριβώς αντιμετωπίσαμε τις κρίσεις του πρόσφατου παρελθόντος. 

Κοινός στόχος και προτεραιότητα των δύο χωρών είναι η ενεργός συμμετοχή στον ευρωπαϊκό διάλογο για τη διαμόρφωση νέων πολιτικών και δράσεων στην Ευρώπη. Οφείλουμε και μπορούμε να συμβάλλουμε στις θεσμικές εξελίξεις στην ΕΕ με τρόπο που να εστιάζει πρωτίστως σε αυτά που εντοπίζουμε ως κοινές επιδιώξεις, και όχι αναδεικνύοντας όσα μας διαφοροποιούν, σε πνεύμα συναίνεσης και συνεργασίας. 
Σας ευχαριστώ.
 

Google news logo Ακολουθήστε το Business Daily στο Google news

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Στουρνάρας: Λογική μια νέα μείωση επιτοκίων, πτώση προς το 2% το 2025

Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος εξέφρασε την ανησυχία για τα σχέδια Τραμπ για την επιβολή δασμών, ενώ τόνισε ότι η Ευρώπη θα πρέπει να αυξήσει τις επενδύσεις και με ένα εργαλείο κοινής χρηματοδότησης.