Μεγάλες αλλαγές στη συμπεριφορά των καταναλωτών έχει φέρει η παρατεταμένη ακρίβεια στα ράφια των σούπερ μάρκετ, που έχει μηδενίσει τον ρυθμό αύξησης του όγκου πωλήσεων. Οι καταναλωτές ψωνίζουν λιγότερο και συχνότερα από μικρότερα καταστήματα γειτονιάς, γεμίζουν τα καλάθια με πιο πολλά προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας, που κατέχουν πλέον πάνω από το ένα τέταρτο της αγοράς και «βομβαρδίζονται» από προωθητικές ενέργειες.
Όλο και λιγότεροι καταναλωτές συνωστίζονται πλέον στα ταμεία των μεγάλων σούπερ μάρκετ το Σάββατο και το καλάθι τους φυσικά περιέχει όλο και λιγότερα τεμάχια των προϊόντων που αγοράζουν. Παράλληλα, οι κατηγορίες των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας –στην αρχή κατ΄ ανάγκην, λόγω της χαμηλότερης τιμής τους και ακολούθως ως επιλογή– κερδίζουν συνεχώς έδαφος στις καταναλωτικές προτιμήσεις. Οι πωλήσεις τους υπερβαίνουν σημαντικά το ένα δισεκατομμύριο ευρώ στο πρώτο εξάμηνο του έτους!
Τα παραπάνω επιβεβαιώνονται με τον πιο σαφή τρόπο και από την μηναία έρευνα της Circana (πρώην IRI) του Ιουνίου, την παρουσίασε αποκλειστικά την περασμένη Πέμπτη το BD.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας από τις διαφορετικές επιφάνειες καταστημάτων που λειτουργούν στην αγορά, η κατηγορία που έχει τις υψηλότερο ρυθμό ανάπτυξης είναι η μικρότερη, δηλαδή μέχρι 400 τ.μ. Ο ρυθμός ανάπτυξης τους στο εξάμηνο Ιανουαρίου – Ιουνίου ανέρχεται στο 15,8%.
Τούτο πρακτικά σημαίνει ότι οι καταναλωτές επιλέγουν τα μικρά καταστήματα –τα περισσότερα λειτουργούν στη γειτονιά τους– για να κάνουν περιορισμένες αγορές και να καλύψουν τις άμεσες ανάγκες τους. Προφανώς γιατί αδυνατούν οικονομικά να κάνουν μεγάλες αγορές, επισκεπτόμενοι μεγαλύτερα καταστήματα. Τα οποία φυσικά και τα επισκέπτονται, αλλά πιο αραιά και πάντως όχι σε εβδομαδιαία βάση.
Τα μεγαλύτερα καταστήματα, άνω των 2.500 τ.μ., σημειώνουν μικρότερη αύξηση πωλήσεων, κατά 13,9% το πρώτο εξάμηνο του 2023, καθώς φαίνεται ότι προσελκύουν καταναλωτές που βρίσκονται σε αναζήτηση προσφορών και προωθητικών ενεργειών.
Εν τω μεταξύ, σύμφωνα με τα στοιχεία της Circana -η οποία έχει ενσωματώσει και μετρά πλέον και την Lidl– η κατηγορία των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας κατέχει πλέον και επισήμως ένα αξιόλογο μερίδιο αγοράς, το οποίο συνεχώς αυξάνεται, ενώ παράλληλα υποχωρεί το μερίδιο των επωνύμων προϊόντων.
Συγκεκριμένα το μερίδιο της ιδιωτικής ετικέτας αντιστοιχεί πλέον στο 26,3% της αγοράς από 25,4% που ήταν στην αντίστοιχη περσινή περίοδο. Πρόκειται για πωλήσεις που αντιστοιχούν περίπου στα 1,15 δισ. ευρώ μόνο στο πρώτο εξάμηνο. Στο σύνολο του έτους πιθανόν να πλησιάσουν τα 2,5 δισ. ευρώ! Και φυσικά το μερίδιο των επωνύμων προϊόντων έχει μειωθεί στο 73,7% στο πρώτο εξάμηνο του 2023 έναντι 74,6% που ήταν την αντίστοιχη περίοδο του 2022.
Γενικότερα, πάντως, στο διάστημα Ιανουαρίου – Ιουνίου έγινε εμφανής η κόπωση των καταναλωτών από την ακρίβεια, καθώς η αύξηση των πωλήσεων πλησίασε το 10% και προήλθε αποκλειστικά από αυξήσεις τιμών, ενώ ήταν μηδενική η αύξηση του όγκου των πωλήσεων. Επιπλέον, σε αυτό το περιβάλλον υψηλού πληθωρισμού των τροφίμων, μεγάλη ήταν η αύξηση των προωθητικών ενεργειών από τους προμηθευτές, που έφτασε το 25,3%.
Οι συνολικές πωλήσεις του κλάδου των σούπερ μάρκετ ανήλθαν στα 4,428 δισ. ευρώ, έναντι 4,040 δισ. ευρώ στο αντίστοιχο περσινό διάστημα, σημειώνοντας αύξηση κατά 9,6%. Από τη συνολική αξία των πωλήσεων τα 3,379 δισ. ευρώ αφορούν στον κλάδο των τροφίμων, έναντι 3,094 δισ. ευρώ στο επτάμηνο του 2022.
Η μεγαλύτερη αύξηση καταγράφεται στην περιοχή της Κρήτης με 17,5%, ακολουθεί η Βόρεια Ελλάδα με 11,8%, στην τρίτη θέση βρίσκεται η Πελοπόννησος με 11,1%, η Κεντρική Ελλάδα και η Αττική με 8,8% η καθεμιά και με 8,7%, στην τελευταία θέση, βρίσκεται η Θεσσαλονίκη.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η αξία των πωλήσεων και η μέση τιμή ανά προϊόν έχουν ρυθμό αύξησης 9,6% έναντι της αντίστοιχης περσινής περιόδου με μηδενική αύξηση του όγκου των πωλήσεων, ενώ πέρυσι ο όγκος είχε αυξηθεί κατά 0,5% έναντι του 2021. Αυτό σίγουρα δεν είναι μία καλή ένδειξη ούτε για τις λιανεμπορικές επιχειρήσεις, αλλά πολύ περισσότερο για τις προμηθευτικές επιχειρήσεις, καθώς όλα δείχνουν ότι ο υψηλός πληθωρισμός έχει λυγίσει τους καταναλωτές και φέρνει αλλαγές συμπεριφοράς που θα αργήσουν να ξεπεραστούν.