Τη λερναία ύδρα των «πειραγμένων» ταμειακών μηχανών με τις οποίες πολλές επιχειρήσεις δεν διαβιβάζουν στις φορολογικές αρχές τα στοιχεία των αποδείξεων φιλοδοξεί να «κόψει» η ΑΑΔΕ με την επιβολή αυστηρών ποινών και προστίμων. Η ΑΑΔΕ προγραμματίζει εκτεταμένους ελέγχους για τον εντοπισμό παραβατών και την επιβολή αυστηρών κυρώσεων αξιοποιώντας το σχετικό νομοθετικό πλαίσιο.
Πρόκειται για φαινόμενο που συμβαίνει εδώ και πολλά χρόνια με την ΑΑΔΕ να μην έχει καταφέρει να βρει αποτελεσματικό τρόπο αντιμετώπισής των παραβατών οι οποίοι εκμεταλλεύονται τα πολλά «τυφλά» σημεία του φορολογικού συστήματος και δεν πληρώνουν το ΦΠΑ.
Πρόκειται για καταστήματα και ελεύθερους επαγγελματίες που «πειράζουν τις ταμειακές μηχανές, μπλοκάροντας τη διαβίβαση των φορολογικών στοιχείων και παραστατικών στην ΑΑΔΕ. Γίνεται λήψη παραγγελίας, εκδίδεται προσωρινό παραστατικό και κατόπιν ακυρώνεται αφού έχει πληρωθεί ο λογαριασμός χωρίς να εκδίδεται απόδειξη και χωρίς φυσικά η επιχείρηση να καταβάλει το ΦΠΑ και να δηλώνει το έσοδα.
Πρόσφατα γνωστοποιήθηκε η περίπτωση γνωστού ζαχαροπλαστείο της Αθήνας το οποίο το α’ εξάμηνο του έτους δεν είχε διαβιβάσει αποδείξεις αξίας 1,3 εκατ. ευρώ στην ΑΑΔΕ ενώ αντίστοιχο περιστατικό αφορά και γνωστό bar-restaurant της Γλυφάδας φαίνεται να είχε καθιερώσει ως… κανονικότητα το «κόλπο» της λήψης και ακύρωσης παραγγελιών για να μην κόβει αποδείξεις.
Για να τερματιστεί αυτή η αιμορραγία και να τιμωρηθούν οι παραβάτες η πολιτεία έλαβε μέτρα αυστηροποιώντας τις σχετικές ποινές και τα πρόστιμα. Με το άρθρο 54ΣΤ του νόμου 4987/2022 ορίζονται οι κυρώσεις σε περίπτωση διαπίστωσης παραβάσεων παραβίασης ή παραποίησης ή επέμβασης στη λειτουργία φορολογικών ηλεκτρονικών μηχανισμών (ΦΗΜ). Η εγκύκλιος Πιτσιλή δίνει διευκρινίσεις για την εφαρμογή της νομοθεσίας ενώ σημειώνεται ότι τα πρόστιμα ανά περίπτωση φτάνουν έως και τα 100.000 ευρώ.
Τι προβλέπει η εγκύκλιος Πιτσιλή
1. Για παραβάσεις παραβίασης ή παραποίησης ή επέμβασης στη λειτουργία των ΦΗΜ:
Για παραβάσεις παραβίασης ή παραποίησης ή επέμβασης στη λειτουργία των φορολογικών ηλεκτρονικών μηχανισμών (ΦΗΜ), κατά οποιονδήποτε τρόπο, επιβάλλονται πρόστιμα ανά ελεγχόμενο έτος ως εξής:
- όταν ο υπαίτιος της παράβασης είναι ο κάτοχος- χρήστης του φορολογικού ηλεκτρονικού μηχανισμού, επιβάλλεται αναλόγως το ποσό του προστίμου που προβλέπεται στα τρία πρώτα εδάφια της περ. α’ της παρ. 1 του άρθρου 54Ε, χωρίς να εφαρμόζονται τα ανώτατα όρια της ίδιας ως άνω περίπτωσης. Σο πρόστιμο αυτό ορίζεται σε δεκαπέντε τοις εκατό (15%) επί των εσόδων από επιχειρηματική δραστηριότητα του ελεγχόμενου φυσικού ή νομικού προσώπου ή οντότητας, όπως αυτά προκύπτουν από τον μέσο όρο των δηλωθέντων εσόδων με τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος των τριών (3) τελευταίων φορολογικών ετών. Σο εν λόγω πρόστιμο δεν μπορεί να είναι κατώτερο των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, ανά ελεγχόμενο έτος, εφόσον πρόκειται για υπόχρεο τήρησης απλογραφικών βιβλίων ή των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ, ανά ελεγχόμενο έτος, εφόσον πρόκειται για υπόχρεο τήρησης διπλογραφικών βιβλίων.
- όταν ο υπαίτιος της παράβασης είναι η επιχείρηση που έχει λάβει έγκριση λογισμικού software και hardware από τα αρμόδια όργανα ή οποιοδήποτε πρόσωπο έχει μεταπωλήσει λογισμικό ή παρέχει τεχνική υποστήριξη για την παραβίαση ή παραποίηση ή επέμβαση με οποιονδήποτε τρόπο στη λειτουργία φορολογικών ηλεκτρονικών μηχανισμών, επιβάλλεται πρόστιμο εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ.
2. Για παραβάσεις έκδοσης στοιχείων λιανικής πώλησης από Φ.Η.Μ. ο οποίος δεν λειτουργεί με εγκεκριμένες προδιαγραφές επιβάλλεται αναλόγως το ποσό του προστίμου που προβλέπεται στα τρία πρώτα εδάφια της περ. α΄ της παρ. 1 του άρθρου 54Ε.
Σο πρόστιμο της εν λόγω περίπτωσης δεν επιβάλλεται, εφόσον δεν επηρεάζονται η αυθεντικότητα της προέλευσης και η ακεραιότητα του περιεχομένου των στοιχείων, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 15 του ν. 4308/2014.
Στο Παράρτημα Α΄ του ν.4308/2014 (ΕΛΠ) διευκρινίζεται ότι με τον όρο «ακεραιότητα του περιεχομένου λογιστικού στοιχείου» νοείται ότι το περιεχόμενο ενός λογιστικού στοιχείου δεν έχει αλλοιωθεί σε σχέση με ότι απαιτείται από τον ως άνω νόμο ή με ότι καθορίσθηκε από τον εκδότη του ενώ με τον όρο «αυθεντικότητα προέλευσης λογιστικού στοιχείου» νοείται η διασφάλιση της ταυτότητας του προμηθευτή ή του εκδότη του τιμολογίου.