Μία ανεκτίμητη αλλά εν πολλοίς ανεκμετάλλευτη πηγή εσόδων για την βιομηχανία της μόδας αποτελούν οι καταναλωτές άνω των 50 ετών, παρά το γεγονός ότι ολοένα και περισσότερες εταιρείες αναγνωρίζουν την επιδραστικότητα των μεγαλύτερων σε ηλικία μοντέλων και την συμβολή τους στην αύξηση των πωλήσεων τους.
Σύμφωνα με έρευνα του Διεθνούς Κέντρου Μακροβιότητας (International Longevity Center), με έδρα τη Βρετανία, η «παράλειψη» αυτή εκ μέρους της βιομηχανίας μόδας δύναται να μεταφραστεί σε απώλεια πωλήσεων ύψους έως και 11 δισεκατομμυρίων στερλινών, μέσα στην επόμενη 20ετία.
Με δεδομένη την γήρανση του πληθυσμού στην Ευρώπη, οι μεγάλοι όμιλοι της βιομηχανίας καλούνται να αναθεωρήσουν την οπτική τους απέναντι στους μεγαλύτερους σε ηλικία καταναλωτές, απορρίπτοντας την πολιτική του φόβου έναντι του γήρατος που εν πολλοίς υιοθετούν σήμερα. Με λίγα λόγια, αντί να ξορκίζουν τα δεινά του γήρατος, οι εταιρείες οφείλουν να αναγνωρίσουν την πραγματικότητα και να απαντήσουν στις ανάγκες των γηραιότερων καταναλωτών με τρόπο πιο κολακευτικό.
Σύμφωνα με το ILC, μέχρι το 2040, οι καταναλωτές άνω των 50 ετών αναμένεται να αποτελούν τους πολυτιμότερους πελάτες της βιομηχανίας της μόδας, ενώ χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι η συγκεκριμένη κατηγορία καταναλωτών αύξησε τις δαπάνες της σε ένδυση και υπόδυση κατά 21% στο διάστημα μεταξύ 2011 και 2018, ξοδεύοντας συνολικά 2,9 δισεκατομμύρια στερλίνες.
Τα στοιχεία υπογραμμίζουν εμφατικά την συμβολή της ηλικιακής αυτής ομάδας στις επιδόσεις της βιομηχανίας, γεγονός που έχει αναγνωριστεί σε έναν βαθμό από κάποιες φίρμες που διαφοροποιούνται, όπως οι Celine, St Laurent, Calvin Klein αλλά και ο κολοσσός των καλλυντικών L’Oreal.
Οι αναλυτές ωστόσο επισημαίνουν ότι απαιτείται επανασχεδιασμός της προσέγγισης των γηραιότερων καταναλωτών, πέρα από τα έως σήμερα καθιερωμένα και αυτό αποτελεί το μεγαλύτερο στοίχημα για τη βιομηχανία μόδας.