Καμία πρόθεση, τουλάχιστον προς το παρόν, να ακολουθήσει το παράδειγμα της Fed και να βάλει μία «παύση» στις αυξήσεις επιτοκίων δεν έχει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, όπως ξεκαθάρισε η επικεφαλής της Κριστίν Λαγκάρντ, μετά την απόφαση για μία ακόμη αύξηση κατά 0,25%, επαναλαμβάνοντας ότι η ΕΚΤ «έχει ακόμη αρκετό δρόμο μπροστά της να διανύσει» έως ότου ο πληθωρισμός υποχωρήσει κοντά στον στόχο του 2%.
Παράλληλα, απαντώντας σε αντίστοιχη ερώτηση, η επικεφαλής της ΕΚΤ σημείωσε ότι θα υπάρξει μία ακόμη αύξηση επιτοκίων τον Ιούλιο, το πιθανότερο κατά 0,25%, ενώ για να μην συμβεί αυτό θα πρέπει να υπάρξει κάποια εντυπωσιακή βελτίωση στις εκτιμήσεις της ΕΚΤ, κάτι το οποίο θεωρείται απίθανο. «Αυτή η συνεδρίαση ήταν μία συνεδρίαση που εξετάσαμε πολύ λεπτομερώς τις εκτιμήσεις των οικονομολόγων. Έχουμε ακόμη δρόμο να καλύψουμε. Εκτός εάν δεν υπάρξει κάποια σημαντική αλλαγή στο βασικό μας σενάριο (σ.σ.: για πληθωρισμό και ανάπτυξη) θα υπάρξει και μία νέα αύξηση τον Ιούλιο. Είμαστε αποφασισμένοι να φθάσουμε τον στόχο για τον πληθωρισμό και θα συνεχίσουμε να στηριζόμαστε στα στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας σε κάθε συνεδρίαση ώστε να καθορίσουμε την πολιτική μας», σημείωσε η κα Λαγκάρντ.
Στην εισαγωγική της ομιλία η επικεφαλής της ΕΚΤ σημείωσε ότι ο πληθωρισμός αν και έχει μειωθεί εκτιμάται ότι θα παραμείνει «πολύ υψηλός για πολύ καιρό και είμαστε αποφασισμένοι να διασφαλίσουμε ότι ο πληθωρισμός θα επιστρέψει εγκαίρως στον μεσοπρόθεσμο στόχο μας του 2%. Ως εκ τούτου, το διοικητικό συμβούλιο αποφάσισε σήμερα να αυξήσει τα τρία βασικά επιτόκια της ΕΚΤ κατά 25 μονάδες βάσης».
Επανέλαβε ότι οι μελλοντικές αποφάσεις της ΕΚΤ θα έχουν ως βασικό στόχο να διασφαλίσουν ότι τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ θα φθάσουν σε επίπεδα επαρκώς περιοριστικά ώστε να επιτευχθεί εγκαίρως η επιστροφή του πληθωρισμού στον μεσοπρόθεσμο στόχο του 2% και θα διατηρηθούν σε αυτά τα επίπεδα για όσο διάστημα χρειαστεί. «Θα συνεχίσουμε να ακολουθούμε μια προσέγγιση που εξαρτάται από τα δεδομένα για τον καθορισμό του κατάλληλου επιπέδου και της διάρκειας του περιορισμού. Ειδικότερα, οι αποφάσεις μας για τα επιτόκια θα εξακολουθήσουν να βασίζονται στην εκτίμησή μας για τις προοπτικές του πληθωρισμού υπό το πρίσμα των εισερχόμενων οικονομικών και χρηματοπιστωτικών δεδομένων, της δυναμικής του υποκείμενου πληθωρισμού και της ισχύος της μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής. Το Διοικητικό Συμβούλιο επιβεβαιώνει ότι θα διακόψει τις επανεπενδύσεις στο πλαίσιο του προγράμματος αγοράς περιουσιακών στοιχείων από τον Ιούλιο του 2023», τόνισε.
Αναφορικά με την πορεία της οικονομίας σημείωσε ότι παρουσιάζει στασιμότητα τους τελευταίους μήνες. Όπως και το τέταρτο τρίμηνο του περασμένου έτους, συρρικνώθηκε κατά 0,1% το πρώτο τρίμηνο του 2023, εν μέσω μείωσης της ιδιωτικής και της δημόσιας κατανάλωσης. Η οικονομική ανάπτυξη είναι πιθανό να παραμείνει αδύναμη βραχυπρόθεσμα, αλλά να ενισχυθεί στη διάρκεια του έτους, καθώς ο πληθωρισμός μειώνεται και οι διαταραχές της προσφοράς συνεχίζουν να αμβλύνονται. Οι συνθήκες στους διάφορους τομείς της οικονομίας είναι άνισες: η μεταποίηση συνεχίζει να εξασθενεί, εν μέρει λόγω της χαμηλότερης παγκόσμιας ζήτησης και των αυστηρότερων συνθηκών χρηματοδότησης στη ζώνη του ευρώ, ενώ οι υπηρεσίες παραμένουν ανθεκτικές.
Η αγορά εργασίας παραμένει πηγή ισχύος. Σχεδόν ένα εκατομμύριο νέες θέσεις εργασίας προστέθηκαν το πρώτο τρίμηνο του έτους και το ποσοστό ανεργίας διαμορφώθηκε στο ιστορικά χαμηλό του 6,5% τον Απρίλιο. Καθώς η ενεργειακή κρίση εξασθενεί, οι κυβερνήσεις θα πρέπει να ανακόψουν τα σχετικά μέτρα στήριξης γρήγορα και συντονισμένα, ώστε να αποφύγουν την αύξηση των μεσοπρόθεσμων πληθωριστικών πιέσεων, γεγονός που θα απαιτούσε ισχυρότερη αντίδραση της νομισματικής πολιτικής. Οι δημοσιονομικές πολιτικές θα πρέπει να σχεδιαστούν για να καταστήσουν την οικονομία μας πιο παραγωγική και να μειώσουν σταδιακά το υψηλό δημόσιο χρέος. Οι πολιτικές για την ενίσχυση της ικανότητας προσφοράς της ζώνης του ευρώ, ιδίως στον τομέα της ενέργειας, μπορούν επίσης να συμβάλουν στη μεσοπρόθεσμη μείωση των πιέσεων στις τιμές. Η μεταρρύθμιση του πλαισίου οικονομικής διακυβέρνησης της ΕΕ θα πρέπει να ολοκληρωθεί σύντομα.
Τόνισε ακόμη ότι οι προοπτικές για την οικονομική ανάπτυξη και τον πληθωρισμό παραμένουν εξαιρετικά αβέβαιες. Στους καθοδικούς κινδύνους για την ανάπτυξη περιλαμβάνονται ο αδικαιολόγητος πόλεμος της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας και η αύξηση των ευρύτερων γεωπολιτικών εντάσεων, οι οποίες θα μπορούσαν να κατακερματίσουν το παγκόσμιο εμπόριο και, ως εκ τούτου, να επιβαρύνουν την οικονομία της ζώνης του ευρώ. Η ανάπτυξη θα μπορούσε επίσης να είναι βραδύτερη εάν οι επιπτώσεις της νομισματικής πολιτικής είναι πιο έντονες από ό,τι προβλέπεται.
Η αναζωπύρωση των εντάσεων στις χρηματοπιστωτικές αγορές θα μπορούσε να οδηγήσει σε ακόμη πιο αυστηρές συνθήκες χρηματοδότησης από ό,τι αναμενόταν και να αποδυναμώσει την εμπιστοσύνη. Επίσης, η ασθενέστερη ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας θα μπορούσε να επιβραδύνει περαιτέρω την οικονομική δραστηριότητα στη ζώνη του ευρώ. Ωστόσο, η ανάπτυξη θα μπορούσε να είναι υψηλότερη από ό,τι προβλέπεται, εάν η ισχυρή αγορά εργασίας και η υποχώρηση της αβεβαιότητας σημαίνουν ότι οι άνθρωποι και οι επιχειρήσεις αποκτούν μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και ξοδεύουν περισσότερα.
Οι ανοδικοί κίνδυνοι για τον πληθωρισμό περιλαμβάνουν πιθανές νέες ανοδικές πιέσεις στο κόστος της ενέργειας και των τροφίμων, που σχετίζονται επίσης με τον πόλεμο της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας. Μια διαρκής άνοδος των προσδοκιών για τον πληθωρισμό πάνω από τον στόχο μας ή υψηλότερες από τις αναμενόμενες αυξήσεις στους μισθούς ή τα περιθώρια κέρδους θα μπορούσαν επίσης να οδηγήσουν τον πληθωρισμό σε υψηλότερα επίπεδα, μεταξύ άλλων και μεσοπρόθεσμα.
Οι πρόσφατες μισθολογικές συμφωνίες σε διάφορες χώρες έχουν αυξήσει τους ανοδικούς κινδύνους για τον πληθωρισμό. Αντίθετα, οι ανανεωμένες εντάσεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές θα μπορούσαν να μειώσουν τον πληθωρισμό ταχύτερα από ό,τι προβλέπεται. Η ασθενέστερη ζήτηση, για παράδειγμα λόγω της ισχυρότερης μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής, θα οδηγούσε επίσης σε χαμηλότερες πιέσεις στις τιμές, ιδίως μεσοπρόθεσμα. Επιπλέον, ο πληθωρισμός θα μειωνόταν ταχύτερα εάν η μείωση των τιμών της ενέργειας και η χαμηλότερη αύξηση των τιμών των τροφίμων μετακυλίονταν σε άλλα αγαθά και υπηρεσίες ταχύτερα από ό,τι αναμένεται επί του παρόντος.