Η κατάρρευση της τουρκικής λίρας τόσο πριν από τις τουρκικές εκλογές όσο και χθες, αν και επιτείνει το πρόβλημα του πληθωρισμού και κατά συνέπεια της ακρίβειας στον τουρκικό πληθυσμό, ωστόσο δεν φαίνεται να προκαλεί ιδιαίτερα προβλήματα στις ελληνικές εξαγωγικές επιχειρήσεις. Τόσο αυτές που εξάγουν στην τουρκική αγορά, όσο και αυτές που εξάγουν ομοειδή προϊόντα με τουρκικές επιχειρήσεις και «συναντώνται» σε τρίτες αγορές, π.χ. στις αγορές της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η Τουρκία είναι από τις σημαντικότερες αγορές των ελληνικών προϊόντων. Στη διάρκεια του 2022, η αξία των ελληνικών εξαγωγών ανήλθε στα 2,502 δισ. ευρώ, έναντι 2,058 δισ. ευρώ το 2021, σημειώνοντας αύξηση κατά 21,5% - το 2020 η αξία τους είχε μειωθεί κατά 32,2% έναντι του 2019 που είχε πέσει στα 1,34 δισ. ευρώ, πέφτοντας από την τέταρτη στην έκτη θέση των καλύτερων αγορών των ελληνικών προϊόντων.
Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί ότι πέρυσι εξήχθησαν 2,308 εκατ. τόνοι εμπορευμάτων από την Ελλάδα στη γειτονική χώρα, ενώ τον προηγούμενο χρόνο, το 2021, είχαν εξαχθεί 2,965 εκατ. τόνοι. Σε σχέση με το 2019, πέρυσι οι τιμές εξαγωγής προς την Τουρκία αυξήθηκαν περισσότερο από 30%, δεδομένου ότι ο όγκος των εμπορευμάτων εκείνης της χρονιάς ήταν περισσότεροι από 3,2 εκατ. τόνοι.
Είναι προφανές ότι στη διάρκεια του 2022 ο τζίρος των ελληνικών επιχειρήσεων αυξήθηκε εντυπωσιακά λόγω του πληθωρισμού, ο οποίος είναι πολύ μεγαλύτερος από την αύξηση του 21,5%, δεδομένου ότι μειώθηκε ο όγκος των εξαχθέντων εμπορευμάτων. Ωστόσο, η αξία των εξαγωγών προς την Τουρκία την κατατάσσει στην πέμπτη θέση των σημαντικότερων αγορών για τα ελληνικά προϊόντα.
Μιλώντας προς το BD, ο κ. Συμεών Διαμαντίδης, πρόεδρος του Συνδέσμου Εξαγωγέων (ΣΕΒΕ), εξήγησε ότι οι συναλλαγές των ελληνικών επιχειρήσεων που εξάγουν στην τουρκική αγορά γίνονται σε συνάλλαγμα, δηλαδή δεν «μεσολαβεί» η τουρκική λίρα κι ως εκ τούτου δεν επηρεάζονται οι εμπορικές συναλλαγές των δύο χωρών από τις μεταβολές της συναλλαγματικής ισοτιμίας.
Παράλληλα, επειδή οι τουρκικές εξαγωγικές επιχειρήσεις εισάγουν πρώτες ύλες από τη διεθνή αγορά –προφανώς σε συνάλλαγμα– δεν έχουν περιθώρια να «χτυπήσουν» τις τιμές εξαγωγής τους περισσότερο απ΄ όσο τους επιτρέπει το χαμηλό εργατικό κόστος, που είναι και το βασικότερο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα.
Το οποίο όμως λόγω του υψηλού πληθωρισμού δεν μπορεί να συμπιεστεί άλλο και οι εργατικές διεκδικήσεις είναι συνεχείς. Κι έτσι σε όποιες αγορές ανταγωνίζονται τα ελληνικά προϊόντα, τα περιθώρια ανταγωνιστικότητας των τουρκικών προϊόντων είναι περιορισμένα.