Με «μικρό καλάθι» αναμένει τη συγκρότηση της νέας κυβέρνησης η Ένωση Ασφαλιστικών Εταιρειών Ελλάδος (ΕΑΕΕ), με την επιστροφή των πρωτογενών πλεονασμάτων και του δημοσιονομικού «κορσέ».
Τα όρια της ικανοποίησης των αιτημάτων ασφαλιστικού κλάδου φάνηκαν από την εξαγγελία του Κυριάκου Μητσοτάκη για την ασφάλιση των κατοικιών σε συνδυασμό με τη μείωση του ΕΝΦΙΑ. Επ' αυτού πηγές της ασφαλιστικής αγοράς, μιλώντας προς το BD, έλεγαν χαρακτηριστικά ότι το ετήσιο κόστος ασφάλισης της κατοικίας, που κυμαίνεται στις περισσότερες περιπτώσεις από 220 έως 300 ευρώ, θα μπορούσε να εκπίπτει εντελώς από το εισόδημα.
Ωστόσο, σύμφωνα με την εξαγγελία του κ. Μητσοτάκη για μείωση του ΕΝΦΙΑ κατά 10% στα σπίτια που είναι ασφαλισμένα, η μείωση που προκύπτει είναι μόλις 30% κατά μέσο όρο –ανάλογα με την κατοικία και την αντικειμενική της αξία. Πρόκειται για μία «μίζερη εξαγγελία», συμπλήρωναν πηγές της ασφαλιστικής αγοράς.
Πέραν τούτου, όμως, ουδέν. Μάλιστα η συγκεκριμένη εξαγγελία λειτούργησε και ως ένα μήνυμα στην ασφαλιστική αγορά για να μην περιμένουν σπουδαία πράγματα και ιδιαίτερα στα αιτήματα που προϋποθέτουν φορολογική απαλλαγή.
Εκτός από την υποχρεωτικότητα της ασφάλισης των κατοικιών –έστω και των νεόδμητων σε πρώτη φάση– που είναι στη διάρκεια των τελευταίων χρόνων από τα βασικά αιτήματα του κλάδου, η επαναφορά της καταργηθείσας στο πρώτο μνημόνιο φοροαπαλλαγής μέχρι 1.500 ευρώ ετησίως στον κλάδο ζωής, είναι από τις κεντρικές προτάσεις της ΕΑΕΕ.
Μάλιστα, επισημαίνουν ότι η ραγδαία ανάπτυξη της νοσοκομειακής ασφάλισης από το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης και εντεύθεν θα μπορούσε να στηριχθεί αποφασιστικά με τη χορήγηση της φοροαπαλλαγής.
Ωστόσο, όμως, η πίεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την επαναφορά των πρωτογενών πλεονασμάτων, με την ενεργοποίηση εκ νέου των κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας από το 2024, ένα μέτρο που είχε ανασταλεί με την εκδήλωση της πανδημίας και διατηρήθηκε και με την ενεργειακή κρίση που προκάλεσε ο πόλεμος της Ουκρανίας, κάνουν απαισιόδοξους τους επικεφαλής των ασφαλιστικών επιχειρήσεων.Τουλάχιστον για το ορατό μέλλον, δηλαδή τα επόμενα ένα με δύο χρόνια.
Εν τω μεταξύ, η εκδηλωθείσα ύφεση στη γερμανική οικονομία με παρενέργειες και στην αγορά των γερμανικών ομολόγων, σε συνδυασμό με την αναστάτωση που συνεχίζει να παρατηρείται στις διεθνείς αγορές, προκαλεί νέους «πονοκεφάλους» στα στελέχη των ασφαλιστικών εταιρειών που είναι επιφορτισμένα με τις επενδυτικές επιλογές.
Και κυρίως εκείνων των εταιρειών που διαθέτουν προϊόντα του κλάδου ζωής με αποδόσεις 2% ή και 2,5%. Όπως σημειώνουν πηγές της αγοράς, βασικές επιλογές στην παρούσα φάση είναι η διακράτηση μετρητών, αξιοποιώντας την αύξηση των επιτοκίων, καθώς και οι βραχυπρόθεσμες κινήσεις που δεν υπερβαίνουν τον χρονικό ορίζοντα των δύο – τριών μηνών στο ελληνικό και σε ευρωπαϊκά χρηματιστήρια. Και μάλιστα σε συγκεκριμένες κατηγορίες μετοχών, όπως αυτές των ενεργειακών εταιρειών.