Τους φόβους ότι ο πληθωρισμός έχει ριζώσει στην Ευρώπη και θα υποχρεώσει την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να κρατήσει για μεγάλη περίοδο τα υψηλά επιτόκια ενισχύει η νέα έρευνα καταναλωτών της ΕΚΤ.
Σύμφωνα με την έρευνα, οι καταναλωτές αναβάθμισαν για πρώτη φορά από το περασμένο φθινόπωρο τις εκτιμήσεις τους για τον πληθωρισμό τόσο το επόμενο διάστημα όσο και σε ορίζοντα τριετίας, ενώ εκτιμούν ότι οι σφιχτές συνθήκες στη νομισματική πολιτική θα μπορούσαν να έχουν αρνητική επίδραση και στην αγορά εργασίας.
Κατά μέσο όρο οι καταναλωτές εκτιμούν ότι ο πληθωρισμός θα διαμορφωθεί στο 5% για το επόμενο 12μηνο, από 4,6% που περίμεναν τον Φεβρουάριο, ενώ εκτιμούν ότι σε ορίζοντα 3ετίας θα φθάσει στο 2,9% (από 2,4% πριν), δηλαδή θα παραμείνει σε επίπεδα αρκετά υψηλότερα από τον στόχο του 2% που έχει η κεντρική τράπεζα.
Αυτές οι εκτιμήσεις στηρίζουν τα επονομαζόμενα «γεράκια» της ΕΚΤ, τα οποία τάσσονται υπέρ περισσότερων της μίας αυξήσεων επιτοκίων τους επόμενους μήνες. Μεταξύ αυτών κορυφαία θέση διατηρεί ο επικεφαλής της Bundesbank, Χ. Νάγκελ, ο οποίος σε σημερινές του δηλώσεις επανέλαβε ότι ο δομικός πληθωρισμός παραμένει πολύ «επίμονος» και ως εκ τούτου ΕΚΤ οφείλει να είναι σε επιφυλακή για κάθε ενδεχόμενο.
Αρνήθηκε, δε, να αποκλείσει το ενδεχόμενο να υπάρξουν επιπλέον αυξήσεις επιτοκίων πέραν αυτής του Ιουνίου κατά 0,25% όπως έχουν προεξοφλήσει οι αγορές και σημείωσε ότι το βασικό είναι τα επιτόκια να παραμείνουν σε «υψηλά επίπεδα για μεγάλο χρονικό διάστημα» ούτως ώστε να έχουν τελικά την απαιτούμενη επίδραση στον πληθωρισμό.
Ερωτηθείς για το πόσο θα χρειαστεί για να επιστρέψει ο δομικός δείκτης – ο οποίος δεν περιλαμβάνει ενέργεια και τρόφιμα – στο στόχο του 2%, ο Νάγκελ εκτίμησε ότι θα χρειαστεί «τουλάχιστον 1,5 έτος για να δούμε νούμερα που θα είναι κοντά στους στόχους μας. Άρα χρειάζεται να κάνουμε υπομονή».
Την ανάγκη η ΕΚΤ να παραμείνει πολύ προσεκτική εξέφρασε και σε χθεσινή της συνέντευξη η Κριστίν Λαγκάρντ. Μιλώντας στην εφημερίδα Nikkei η κα Λαγκάρντ τόνισε ότι συνεχίζει να ανησυχεί για τις αυξήσεις των τιμών στην ευρωζώνη και σημείωσε ότι «υπάρχουν παράγοντες που μπορούν να προκαλέσουν σημαντικούς ανοδικούς κινδύνους στις προοπτικές του πληθωρισμού». Παρά τις ανησυχίες για τον τραπεζικό τομέα, ανέφερε ότι η ΕΚΤ «δεν εκτιμά ότι θα υπάρξει ύφεση σύμφωνα με τη βασική μας πρόβλεψη για το 2023» και άφησε να εννοηθεί ότι θα υπάρξουν νέες αυξήσεις επιτοκίων.
Η ΕΚΤ πρέπει «να είναι εξαιρετικά προσεκτική σε αυτούς τους πιθανούς κινδύνους ... ιδίως σε σχέση με τις αυξήσεις των μισθών σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες», σημείωσε η κα Λαγκάρντ και προσέθεσε ότι «έχουμε μια εντολή, η οποία μας αναθέτει έναν στόχο, όχι δύο όπως στην Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ. Ο στόχος μας είναι η σταθερότητα των τιμών».
Όσον αφορά τις ανησυχίες για την ευρωπαϊκή οικονομία, η κα Λαγκάρντ τόνισε ότι τα χειρότερα έχουν περάσει, λέγοντας: «Δεν έχουμε ύφεση στη βασική μας πρόβλεψη για το 2023 και είμαστε σε καλύτερη θέση από ό,τι φοβόμασταν πριν από έξι μήνες». Αυτό φαίνεται να οφείλεται εν μέρει στην αυξανόμενη εμπιστοσύνη ότι η απώλεια των ρωσικών ενεργειακών προμηθειών δεν θα έχει μεγάλο αντίκτυπο στην ευρωπαϊκή οικονομία, ενώ υποστήριξε ότι «Ακόμη και χωρίς ρωσικές προμήθειες [ενέργειας], η ευρωπαϊκή θέση είναι σταθερή».
Ανάλογες εκτιμήσεις εξέφρασε, επίσης σε χθεσινές της δηλώσεις και η Ιζ. Σνάμπελ, μέλος του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ, που τόνισε ότι «δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πρέπει να κάνουμε περισσότερα για να επαναφέρουμε τον πληθωρισμό εγκαίρως στο στόχο του 2%. Θα αυξήσουμε αποφασιστικά τα επιτόκια έως ότου καταστεί σαφές ότι και ο πυρήνας του πληθωρισμού μειώνεται σε σταθερή βάση». Πρόσθεσε ότι τα επιτόκια θα παραμείνουν πιθανότατα υψηλά για πολύ καιρό και ότι οι μειώσεις των επιτοκίων που αναμένουν ορισμένοι συμμετέχοντες στην αγορά φέτος είναι «εξαιρετικά απίθανες».