Την προτίμηση των νοικοκυριών κερδίζουν σταδιακά, σχεδόν μετά μια ολόκληρη δεκαετία, οι προθεσμιακές καταθέσεις των τραπεζών, μετά τις αυξήσεις των επιτοκίων που ανακοίνωσαν το πρώτο δίμηνο του τρέχοντος έτους, στην κατηγορία αυτή των καταθετικών προϊόντων.
Από τα επίπεδα των 50-70 μονάδων βάσης που είχαν υποχωρήσει οι μεσοσταθμικές αποδόσεις των προθεσμιακών καταθετικών λογαριασμών ακόμη και για ποσά άνω των 100.000 ευρώ, οι τράπεζες προχώρησαν το πρώτο δίμηνο του έτους σε ανακοινώσεις αυξήσεων ξεπερνώντας και το 2,5%, οδηγώντας τους καταναλωτές να στραφούν ξανά στην κατηγορία αυτή των καταθετικών προϊόντων.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στη διάρκεια του Φεβρουαρίου 2023 οι εισροές καταθέσεων των νοικοκυριών (εκτός των καταθέσεων μιας ημέρας) προσέγγισαν τα 2 δισ. ευρώ. Ανάλογα με την τράπεζα που θα επιλέξει ο κάθε συναλλασσόμενος, το ελάχιστο όριο που απαιτείται για να ανοίξει μια προθεσμιακή κατάθεση ξεκινά και από τα 3.000 ευρώ, με συνηθέστερο όριο τα 10.000 ευρώ. Η διάρκεια της προθεσμιακής κατάθεσης είναι από 12 μήνες και πάνω, με τα περισσότερα προϊόντα να δίνουν κλιμακωτές αποδόσεις που ξεκινούν από 1% και φθάνουν και το 3,5%, ανάλογα με το ύψος του ποσού.
Τα περισσότερα πλέον από τα προϊόντα της κατηγορίας αυτής δεν έχουν ρήτρες πρόωρης εξόφλησης, επιτρέποντας στους συναλλασσόμενους, εάν το επιθυμούν, να προχωρούν σε πρόωρο «σπάσιμο» των καταθέσεων προθεσμίας. Σε όλα τα προϊόντα της συγκεκριμένης κατηγορίας παρέχεται 100% εγγύηση κεφαλαίου σε όλη την διάρκεια του προϊόντος. Η καταβολή τόκων, ανάλογα με το προϊόν μπορεί να γίνεται στην λήξη του, σε τριμηνιαία βάση, με αυξανόμενες αποδόσεις ανά τρίμηνο κλπ.
Επενδυτικά προϊόντα
Εκτός από τις προθεσμιακές καταθέσεις οι τράπεζες δίνουν έμφαση στην προώθηση στην πελατειακή τους βάση και επενδυτικών προϊόντα που συνδέονται με αμοιβαία κεφάλαια και άλλες μορφές επενδύσεων, τα οποία σε κάθε περίπτωση, όπως επισημαίνεται, δεν εξασφαλίζουν εγγυημένες αποδόσεις, και ανάλογα με την επένδυση σε αρκετές περιπτώσεις δεν εγγυώνται ούτε το αρχικό κεφάλαιο που έχει επενδυθεί.
Αναφορικά με την ζήτηση των προϊόντων αυτών, σύμφωνα με συγκλίνουσες εκτιμήσεις τραπεζών, γνωρίζουν επίσης αύξηση μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα.
Όπως επισημαίνουν και στελέχη τραπεζών σε δημόσιες τοποθετήσεις τους η λογική των συγκεκριμένων προϊόντων δεν είναι ο πελάτης να τοποθετήσει το σύνολο των αποταμιεύσεων σε αυτά τα προϊόντα, αλλά μόνο ένα μέρος, καθώς ενέχουν ρίσκο, προκειμένου να εξασφαλίζουν υψηλές αποδόσεις − σε αντίθεση με τις καταθέσεις όπου η επιστροφή κεφαλαίου και η απόδοση είναι εγγυημένες. Η διασπορά των κεφαλαίων που διαθέτει ένας ιδιώτης είναι το μεγάλο ζητούμενο, σύμφωνα με δηλώσεις αρμόδιων τραπεζικών στελεχών, που έρχονται σε απευθείας επικοινωνία με τους συναλλασσόμενους.
Ζήτηση γνωρίζουν και ασφαλιστικά προϊόντα συνδεδεμένα με επενδύσεις. Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον κλάδο ζωής διαθέτουν, μεταξύ άλλων, προϊόντα τα οποία καλύπτουν ταυτόχρονα ασφαλιστικές και επενδυτικές ανάγκες των ασφαλισμένων. Αυτού του είδους τα προϊόντα αφορούν ασφαλίσεις ζωής συνδεδεμένες με επενδύσεις (ή επενδυτικά κεφάλαια) και αναφέρονται με τον όρο «unit-linked».
Όπως αναφέρεται στην τελευταία έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος, στην ελληνική ασφαλιστική αγορά, τα τελευταία έτη παρατηρείται αύξηση της παραγωγής ασφαλίστρων προϊόντων unit-linked καθώς η συνολική παραγωγή αυτών την τετραετία 2019-22 σχεδόν διπλασιάστηκε (από 21% το 2019 σε 39% το 2022 σε όρους μεριδίου αγοράς ασφαλίσεων ζωής).
Σύμφωνα με την ΤτΕ, τα προϊόντα αυτά παρέχουν στους καταναλωτές σημαντικά πλεονεκτήματα, κυρίως λόγω των δυνητικά μεγαλύτερων αποδόσεών τους σε σύγκριση με τα παραδοσιακά ασφαλιστήρια ζωής. Το παρατεταμένο περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων των προηγούμενων ετών και η πρόσφατη γενικευμένη αύξηση του πληθωρισμού, σε παγκόσμιο επίπεδο, ανέδειξαν τα προϊόντα που φέρουν και επενδυτικά χαρακτηριστικά ως μια ελκυστική λύση για τους ασφαλισμένους.
Όμως, εκτός από τις δυνητικά υψηλότερες αποδόσεις, υπάρχουν και ορισμένοι κίνδυνοι που οι ασφαλισμένοι, όπως αναφέρεται από την ΤτΕ, οφείλουν να γνωρίζουν σε σχέση με τα συγκεκριμένα προϊόντα. Πρώτον, επειδή τα προϊόντα της συγκεκριμένης κατηγορίας είναι συνδεδεμένα με μερίδια αμοιβαίων κεφαλαίων ή με εσωτερικά μεταβλητά κεφάλαια, δηλαδή κεφάλαια που διαχειρίζεται η ίδια η ασφαλιστική επιχείρηση, είναι ευαίσθητα στις μεταβολές της αγοράς και κατά συνέπεια εμπεριέχουν επενδυτικό κίνδυνο, τον οποίο φέρουν κατά κανόνα οι ίδιοι οι ασφαλισμένοι.
Δεύτερον, αυτά τα προϊόντα συνοδεύονται από έξοδα επενδύσεων, τα οποία μετακυλίονται στους ασφαλισμένους, με αποτέλεσμα σε πολλές περιπτώσεις οι αποδόσεις στη λήξη να μην είναι οι προσδοκώμενες. Τρίτον, είναι προϊόντα των οποίων η λειτουργία συχνά έχει υψηλή πολυπλοκότητα, κάτι που αυξάνει τον κίνδυνο μη συνετής πώλησης (ήτοι πώλησης που δεν ταιριάζει με το επενδυτικό και ασφαλιστικό προφίλ του πελάτη) και τον κίνδυνο να υπάρξει, και σ' αυτή την περίπτωση, αναντιστοιχία μεταξύ των πραγματικών αποδόσεων και των προσδοκιών του ασφαλισμένου.