Ο υψηλός πληθωρισμός των τροφίμων, που συνεχίζει να καταγράφεται στην Ελλάδα και στην υπόλοιπη Ευρωπαϊκή Ένωση, προκαλεί αλλαγές στις καταναλωτικές συνήθειες, με τη συρρίκνωση της κατανάλωσης και την ενίσχυση των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας. Σύμφωνα με έρευνα της McKinsey, που παρουσιάστηκε από τη EuroCommerce, αυτές οι εξελίξεις έχουν οδηγήσει τα περιθώρια κέρδους των αλυσίδων σούπερ μάρκετ στη μεγαλύτερη πτώση τα τελευταία πέντε χρόνια.
Ο κύκλος εργασιών, αφαιρουμένου του πληθωρισμού μειώθηκε κατά 7,1%, λόγω της μείωσης της κατανάλωσης. Από την άλλη πλευρά, όπως επισημαίνεται στην έρευνα, ενώ τα περιθώρια κέρδους μειώθηκαν, η ανάγκη για επενδύσεις στην τεχνολογία, συνεχίζει να αυξάνεται. Και σε συνδυασμό με την αύξηση των επιτοκίων, οι αλυσίδες σούπερ μάρκετ πρέπει να χρηματοδοτήσουν τις επενδύσεις τους με πιο ακριβό δανειακό κεφάλαιο.
Παράλληλα, όμως, τα κέρδη των «ηλεκτρονικών παντοπωλείων» που εμφανίστηκαν στην περίοδο της πανδημίας παρέμειναν ισχυρά στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, εξαιρουμένων του Ηνωμένου Βασιλείου και της Σουηδίας που μειώθηκαν. Αντιθέτως στην Ελλάδα παρά το γεγονός ότι οι ηλεκτρονικές πωλήσεις των αλυσίδων συνεχίζουν να αυξάνονται, έστω με χαμηλότερους ρυθμούς απ΄ότι στα χρόνια της πανδημίας, καταγράφονται συνεχώς ζημιές από αυτό το κανάλι πωλήσεων. Πρόκειται για μία ζημιογόνο δραστηριότητα, η οποία όμως παραμένει εν λειτουργία.
Η έκθεση της McKinsey, που τη γνωστοποίησε το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Πειραιώς, βασίζεται σε συνεντεύξεις με 50 επικεφαλής μεγάλων επιχειρήσεων λιανικής πώλησης τροφίμων και σε έρευνα σε περισσότερους από 12.000 καταναλωτές από εννέα ευρωπαϊκές χώρες. Όπως επισημαίνεται σε σχετική ανακοίνωση, αυτό που προκύπτει από την έκθεση του 2023 είναι η αυξημένη πίεση στην αγορά του λιανικού εμπορίου. Αυτό θα μειώσει περαιτέρω τα περιθώρια κέρδους και θα αυξήσει την ανάγκη για επιχειρηματική καινοτομία, οικονομίες κλίμακας και τις αναγκαίες επενδύσεις για την προστασία της μελλοντικής προοπτικής κάθε επιχείρησης στην ΕΕ.
Σύμφωνα με τα βασικά συμπεράσματα της έρευνας, το 53% των καταναλωτών σχεδιάζει να εξοικονομήσει περισσότερα χρήματα στα τρόφιμα και η πόλωση μεταξύ των ομάδων υψηλότερου και χαμηλότερου εισοδήματος μειώνεται, καθώς όλα τα τμήματα γίνονται πιο ευαίσθητα στις τιμές λόγω του αυξανόμενου κόστους ζωής. Οι όγκοι λιανικής πιθανότατα θα παραμείνουν σταθεροί για το υπόλοιπο του 2023 λόγω του δύσκολου οικονομικού κλίματος. Επίσης η συνεχιζόμενη πίεση περιθωρίου κέρδους πιθανότατα θα εντείνει τον αγώνα δρόμου για οικονομίες κλίμακας.
Οι τιμές των παραγωγών, οι αυξήσεις των μισθών και τα αυξανόμενα επιτόκια θα συνεχίσουν να έχουν αντίκτυπο στην κερδοφορία των επιχειρήσεων λιανικής πώλησης τροφίμων. Η συνεχιζόμενη πίεση του περιθωρίου κέρδους έχει ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας, αλλά και τις όλο και πιο σκληρές διαπραγματεύσεις με τους προμηθευτές.
Με την πρόβλεψη μιας μέτριας μελλοντικής ανάπτυξης πωλήσεων στο διαδίκτυο, βασικός στόχος θα είναι να γίνει το διαδικτυακό λιανικό εμπόριο πιο κερδοφόρο. Τα ηλεκτρονικά καταστήματα τροφίμων αυξήθηκαν ταχύτερα το 2022 και ορισμένα έφτασαν σε κερδοφορία. Επίσης, η παράδοση γευμάτων αυξάνεται ταχύτερα μέσω των ηλεκτρονικών καταστημάτων, τόσο σε αξία, όσο και σε διείσδυση στην αγορά, το 2023.
Σε δήλωσή του, ο πρόεδρος του ΕΒΕΠ κ. Βασίλης Κορκίδης επισημαίνει, επιπλέον, ότι υπάρχουν σοβαρά προβλήματα στη λειτουργία του ανταγωνισμού στις αγορές της Ευρώπης. Όπως λέει, «το πρόβλημα εντοπίζεται στις μεγάλες επιχειρήσεις παραγωγής καταναλωτικών αγαθών, που αρνούνται στις επιχειρήσεις λιανικής πώλησης τα πλεονεκτήματα που προσφέρει η ενιαία αγορά. Οι εδαφικοί περιορισμοί εφοδιασμού εμποδίζουν τους εμπόρους λιανικής να έχουν την ελευθερία παράλληλων εισαγωγών στην ενιαία αγορά, ώστε να προμηθεύονται από όπου θέλουν τα προϊόντα που πωλούν στη χώρα τους. Αυτό σημαίνει ότι ορισμένοι καταναλωτές της ΕΕ πληρώνουν περισσότερα για τα ίδια καθημερινά προϊόντα, όπως τρόφιμα, απορρυπαντικά, καλλυντικά και ποτά, σε σύγκριση με άλλους σε μια γειτονική χώρα. Μελέτες, μάλιστα, εκτιμούν ότι αυτό κοστίζει στους ευρωπαίους καταναλωτές επιπλέον 14 δισ. ευρώ ετησίως. Η λύση από την ΕΕ και τα κράτη μέλη είναι να λάβουν αποφασιστική δράση για να καταστήσουν ευέλικτους τους "Εδαφικούς Περιορισμούς Εφοδιασμού TSC", με καλύτερη χρήση των μέτρων επιβολής του ανταγωνισμού, μέσω ερευνών για σκόπιμες στρατηγικές».