Η συρρίκνωση της κερδοφορίας των επιχειρήσεων καταναλωτικών προϊόντων στη διάρκεια του 2022 -ή οι εκτός στόχων επιδόσεις- φαίνεται πως αλλάζει την εμπορική στρατηγική πολλών εξ αυτών για το 2023.
Επιδεικνύοντας αρχικά αργά αντανακλαστικά στην ανατίμηση των προϊόντων τους, φοβούμενες την αντίδραση των καταναλωτών και μετά τις ανατιμήσεις «κατά ριπάς», κυρίως στους τελευταίους τρεις μήνες του έτους, η πλειονότητα των επιχειρήσεων παραγωγής αλλά και εισαγωγής καταναλωτικών προϊόντων διαπίστωσαν ότι αυτή η εμπορική συμπεριφορά αποδείχθηκε ατελέσφορη: τα μερίδια τους δεν συγκρατήθηκαν και τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας κέρδισαν και όλα αυτά επί ζημία της κερδοφορίας τους.
Γι΄ αυτόν ακριβώς τον λόγο από την αρχή του νέου χρόνου «βομβαρδίστηκαν» τα ράφια και τα ψυγεία των αλυσίδων σούπερ μάρκετ με εκατοντάδες ανατιμήσεις. Και μάλιστα σε «νεκρό χρόνο», δεδομένου ότι ο Ιανουάριος κατά παράδοση είναι ο μήνας με τα χαμηλότερα επίπεδα κατανάλωσης.
Η «αμφίθυμη» εμπορική πολιτική του 2022 επιχειρούσε να απαντήσει στο δίλημμα «μερίδιο ή κέρδη» και αρχικά έκλινε στο πρώτο, προσπαθώντας να λαμβάνει υπόψη του και το δεύτερο –δηλαδή οι περισσότερες εταιρείες δεν περνούσαν αμέσως όλη την κοστολογική τους επιβάρυνση στις τιμές.
Αλλά τους τελευταίους μήνες, βλέποντας το αδιέξοδο, οι επιχειρήσεις έκαναν όσες ανατιμήσεις δεν είχαν κάνει όλο το χρόνο. Αυτά όμως το 2022, διότι εφέτος όπως έλεγε κορυφαίος στέλεχος από τις μεγαλύτερες εταιρείες καταναλωτικών προϊόντων, «αυτό που θέλουμε είναι να έχουμε μία εταιρεία υγιή οικονομικά». Η ερμηνεία αυτού του «γρίφου» -που ακούγεται ως κοινοτοπία- είναι πως δεν υπάρχουν περιθώρια απορρόφησης των κοστολογικών επιβαρύνσεων κι ας χαθεί κι ένα μικρό μέρος από το μερίδιο αγοράς.
Αναφορικά με τους πολυεθνικούς ομίλους, που έχουν το μεγαλύτερο μερίδιο στην αγορά των προϊόντων ευρείας κατανάλωσης και διοικούνται από μάνατζερ που πρέπει να επιδείξουν «σωστά αποτελέσματα», δηλαδή πρωτίστως κέρδη, δεν έχουν πρόβλημα να χάσουν και μερικές μονάδες από το μερίδιο τους στην αγορά. Και για έναν επιπλέον λόγο. Οι μητρικοί όμιλοι είναι εισηγμένοι σε διάφορα διεθνή χρηματιστήρια, όπου η αξιολόγηση της κερδοφορίας έχει μεγαλύτερη βαρύτητα από τα μερίδια.
Για τις ελληνικές βιομηχανίες που μέχρι τις αρχές του 2022 κινούνταν σε ικανοποιητικά επίπεδα, τα πράγματα είναι πιο σύνθετα. Αρκετές από αυτές έχουν υψηλό δανεισμό κι ως εκ τούτου «ελεγχόμενο» EBITDA από τις τράπεζές τους, άλλες τις βρήκε ο πόλεμος και η συνακόλουθη ενεργειακή κρίση με ανοιχτά επενδυτικά προγράμματα κι άλλες έχοντας σχετικά χαμηλή κερδοφορία αλλά υγιή οικονομικά βρίσκονταν σε τροχιά ανάκαμψης από τα χρόνια της παρατεταμένης κρίσης και τα περιθώρια που είχαν για να απορροφήσουν τις κοστολογικές επιβαρύνσεις ήταν εξαιρετικά περιορισμένα.
Και, παράλληλα, είχαν να αντιμετωπίσουν και την αιφνίδια ανάκαμψη των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας, τα οποία αξίζει μάλιστα να σημειωθεί ότι μέχρι και το 2021 –χωρίς να συνυπολογίζεται η Lidl– χρόνο με τον χρόνο περιορίζονταν, φθάνοντας στο 14,9%. Πέρυσι το μερίδιο τους αυξήθηκε σε 16,3% και η άνοδος τους συνεχίζεται και το 2023 –την τάση επέτεινε και το «καλάθι του νοικοκυριού», προκαλώντας την μήνιν της επώνυμης βιομηχανίας.
Ο κίνδυνος να ξεπεράσουν το 17% είναι ορατός –αυτό μάλιστα μπορεί να συμβεί στο πρώτο εξάμηνο του έτους. Έτσι, λοιπόν, η βιομηχανία των επώνυμων προϊόντων «προκαταλαμβάνει» τις δυσμενείς εξελίξεις του τρέχοντος έτους με μπαράζ ανατιμήσεων, οι οποίες ενδεχομένως θα επιχειρηθεί να απαλυνθούν, προϊόντος του χρόνου, με προσφορές κατά το δοκούν και κατά περίπτωση.