Σημαντική ανθεκτικότητα επιδεικνύει η ελληνική οικονομία, παρά τις διαδοχικές εξωγενείς διαταραχές των τελευταίων ετών ‒ την πανδημία (COVID-19) και την ενεργειακή κρίση, καθώς και τις τρέχουσες αναταράξεις στις αγορές κεφαλαίων με επίκεντρο το τραπεζικό σύστημα, σύμφωνα με την υποδιοικήτρια της Τράπεζας της Ελλάδος Χρ. Παπακωνσταντίνου που εκφράζει την αισιοδοξία της για το μέλλον.
Σε ομιλία της στην εκδήλωση του Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδος, κα Παπακωνσταντίνου σημείωσε πως η Ελλάδα έχει επανέλθει σε ισχυρή αναπτυξιακή τροχιά, και οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης της οικονομίας παραμένουν θετικές, υποστηριζόμενες από τους διαθέσιμους ευρωπαϊκούς πόρους και τα ευνοϊκά χαρακτηριστικά του δημόσιου χρέους. Επισήμανε ότι στην ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας έχει συμβάλει η πρόοδος που έχει συντελεστεί μετά την κρίση χρέους της προηγούμενης δεκαετίας, η οποία έθεσε τις βάσεις για διατηρήσιμη ανάπτυξη.
Η υποδιοικήτρια της ΤτΕ σημείωσε πως έχει βελτιωθεί η κεφαλαιακή επάρκεια και η ρευστότητα του ελληνικού τραπεζικού συστήματος και επιτεύχθηκε σημαντική αποκλιμάκωση του αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ).
Ειδικότερα ανέφερε ότι «το τελευταίο διάστημα, η αβεβαιότητα αυξήθηκε εκ νέου, ως αποτέλεσμα των διαταραχών στις αγορές κεφαλαίων που συνδέονται με την κατάρρευση της Silicon Valley Bank και άλλων μικρότερων τραπεζών στις ΗΠΑ, καθώς και τη διάσωση της Crédit Suisse με την παρέμβαση της Κεντρικής Τράπεζας της Ελβετίας και την εξαγορά της από την UBS. Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα έχει χαμηλή άμεση έκθεση στις παραπάνω τράπεζες.
Η ανθεκτικότητά του στις τρέχουσες αναταράξεις υποστηρίζεται από την υψηλή κεφαλαιακή επάρκεια του και ρευστότητα, την εξυγίανση των ισολογισμών των ελληνικών τραπεζών με τη μείωση των ΜΕΔ, το ισχυρό εποπτικό πλαίσιο, καθώς και την ετοιμότητα των αρχών να προσφέρουν στο ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα πρόσθετη ρευστότητα, εφόσον κριθεί αναγκαίο. Παρ’ όλα αυτά, η επιδείνωση του κλίματος εμπιστοσύνης συντελεί στην αύξηση της αποστροφής κινδύνου εκ μέρους των επενδυτών και στην περαιτέρω επιδείνωση των χρηματοπιστωτικών συνθηκών».
Θετικές οι προοπτικές της οικονομίας παρά την παρένθεση του 2023
Σύμφωνα με τις προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος, το 2023 ο ρυθμός ανάπτυξης αναμένεται να υποχωρήσει, εξαιτίας της αναμενόμενης επιβράδυνσης της οικονομικής δραστηριότητας στην ευρωζώνη και του γεγονότος ότι τόσο η δημοσιονομική πολιτική όσο και η νομισματική πολιτική αναμένεται να επιδράσουν συσταλτικά στην οικονομική δραστηριότητα το 2023.
Το 2022 η ελληνική οικονομία εν μέσω ενός δύσκολου μακροοικονομικού περιβάλλοντος, αναπτύχθηκε με ρυθμό 5,9% σε συνέχεια του επίσης πολύ υψηλού ρυθμού του 2021 (8,4%). Η ανάπτυξη στηρίχθηκε στην ιδιωτική κατανάλωση, στις επενδύσεις και στις εξαγωγές υπηρεσιών (τουρισμός και ναυτιλία), σύμφωνα με την κα Παπακωνσταντίνου.
Σημείωσε πως η σημαντικότερη επίπτωση της συνεχιζόμενης ενεργειακής κρίσης είναι η αύξηση του γενικού επιπέδου των τιμών, η οποία μειώνει το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών και υπονομεύει τις προοπτικές της οικονομίας, αναφέροντας πως το 2022 ο πληθωρισμός σημείωσε σημαντική αύξηση το 2022 και διαμορφώθηκε σε 9,3% κατά μέσο όρο, αντανακλώντας τις πολύ υψηλές αυξήσεις τιμών στην ενέργεια και τα είδη διατροφής.
«Επιπλέον, η επιδείνωση των διεθνών νομισματικών και χρηματοπιστωτικών συνθηκών κατά τη διάρκεια του 2022 επηρέασε αυξητικά το κόστος δανεισμού του Ελληνικού Δημοσίου και των ελληνικών μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων. Μάλιστα, οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων εμφάνισαν μεγαλύτερη ευαισθησία στη διεθνή μεταβλητότητα σε σύγκριση με τους αντίστοιχους τίτλους άλλων ευρωπαϊκών χωρών, λόγω της χαμηλότερης πιστοληπτικής τους διαβάθμισης, αλλά και του περιορισμένου βάθους της αγοράς των ελληνικών τίτλων», ανέφερε η κα Παπακωνσταντίνου.
Ωστόσο, με βάση τα πιο πρόσφατα στοιχεία για το ΑΕΠ και τους, έως τώρα, διαθέσιμους πρόδρομους δείκτες οικονομικής δραστηριότητας και προσδοκιών, η ελληνική οικονομία (όπως και η οικονομία της ΕΕ) αναπτύσσεται με ταχύτερους ρυθμούς από ό,τι αναμενόταν το προηγούμενο διάστημα.
Όπως ανέφερε η υποδιοικήτρια της ΤτΕ, ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας αναμένεται να ανακάμψει το 2024 και το 2025. Οι επιδόσεις αυτές μπορούν να επιτευχθούν υπό την προϋπόθεση ότι αφενός η γεωπολιτική κρίση θα έχει αποκλιμακωθεί και θα έχουν μειωθεί οι τιμές της ενέργειας και αφετέρου ότι η ελληνική οικονομία θα συνεχίσει να ενισχύεται σημαντικά από το διεθνή τουρισμό, καθώς και την καλή πορεία υλοποίησης των επενδυτικών σχεδίων με τη αποτελεσματική αξιοποίηση των πόρων του μακροπρόθεσμου προϋπολογισμού της ΕΕ 2021-2027 και του ευρωπαϊκού μέσου ανάκαμψης NextGenerationEU.
Για τον πληθωρισμό εκτίμηση ότι σταδιακά θα αποκλιμακωθεί το 2023 και περαιτέρω το 2024, κυρίως λόγω της αναμενόμενης κάμψης των τιμών της ενέργειας και της αρνητικής επίδρασης της βάσης σύγκρισης. Όσον αφορά το πρωτογενές έλλειμμα, η κα Παπακωνσταντίνου εκτιμά πως μειώθηκε το 2022 σε επίπεδα καλύτερα των αρχικών εκτιμήσεων, ενώ για το 2023 προβλέπεται επιστροφή σε πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 0,7% του ΑΕΠ. «Παράλληλα, το χρέος της γενικής κυβέρνησης προβλέπεται να συνεχίσει την ταχεία αποκλιμάκωσή του το 2023, πρωτίστως λόγω της εκτιμώμενης αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ και δευτερευόντως λόγω της αποκατάστασης της δημοσιονομικής ισορροπίας».
Η κα. Παπακωνσταντίνου σημείωσε ότι οι θετικές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας αντανακλώνται στη σημαντική αύξηση των ξένων άμεσων επενδύσεων που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια, στην αδιάλειπτη και με αποδεκτό κόστος πρόσβαση του Ελληνικού Δημοσίου στις διεθνείς αγορές, καθώς και στις διαδοχικές αναβαθμίσεις του αξιόχρεου της ελληνικής οικονομίας από τους οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης.
Τόνισε ότι η Ελλάδα απέχει μόλις μία βαθμίδα από την ανάκτηση της επενδυτικής κατηγορίας, στόχος που είναι εφικτό να επιτευχθεί στη διάρκεια του τρέχοντος έτους, ιδίως μετά την πρόσφατη αναβάθμιση των προοπτικών της οικονομίας από τον οίκο Moody’s. Μια τέτοια εξέλιξη είναι καίριας σημασίας για την απρόσκοπτη χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας εν μέσω της αυστηροποίησης των νομισματικών και χρηματοπιστωτικών συνθηκών, καθώς και της επιδείνωσης του επενδυτικού κλίματος και της αναζήτησης ασφαλέστερων τοποθετήσεων.