Μέσα σε ένα επιβαρυμένο σκηνικό για τις αγορές λόγω της Credit Suisse, σήμερα το βράδυ είναι προγραμματισμένη η αξιολόγηση του ελληνικού αξιόχρεου από τη Moody's.
Είναι ο μοναδικός από τους τέσσερις επιλέξιμους οίκους αξιολόγησης από τη ΕΚΤ που μας κατατάσσει τρεις βαθμίδες μακριά από την επενδυτική βαθμίδα (investment grade), ενώ οι άλλοι τρεις έχουν βαθμολογήσει την Ελλάδα μόλις ένα σκαλοπάτι κάτω από την επενδυτική βαθμίδα.
Σε ένα περιβάλλον ανόδου των επιτοκίων, επαπειλούμενης ύφεσης στην Ευρώπη, πανικού από τις περιπέτειες της ελβετικής τράπεζας και ενόψει της εκλογικής αναμέτρησης στο εσωτερικό κάποιος θα στοιχημάτιζε ότι η Moody's δύσκολα θα προχωρούσε σε μια αναβάθμιση των ελληνικών ομολόγων.
Από την άλλη πλευρά δεν είναι λίγοι αυτοί που υποστηρίζουν πως η Moody΄s δεν έχει κάποιο σοβαρό λόγο να μην προχωρήσει σε αναβάθμιση της Ελλάδας και εξηγούν: «Η τελευταία της αναβάθμιση ήταν το Νοέμβριο του 2020 όταν μας είχε βαθμολογήσει με Ba3, τρεις βαθμίδες μακριά από την επενδυτική βαθμίδα με σταθερό outlook. Από τότε όμως οι άλλοι τρεις οίκοι αξιολόγησης (Fitch, S&P και DBRS) έχουν προχωρήσει σε αλλεπάλληλες αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας αξιολογώντας την πρόοδο της οικονομίας φέρνοντας την Ελλάδα μόλις ένα σκαλοπάτι μακριά από την επενδυτική βαθμίδα. Αυτή την πρόοδο δεν μπορεί να την αγνοεί η Moody's που κινδυνεύει να χαρακτηριστεί εμμονική με την Ελλάδα. Άλλωστε με τυχόν αναβάθμιση πάλι θα απέχουμε δύο σκαλοπάτια από την επενδυτική βαθμίδα στην δική της κλίμακα αξιολόγησης. Το να δώσει ένας οίκος σε μια χώρα επενδυτική βαθμίδα σε μια τέτοια περίοδο είναι πολύ δύσκολο, αλλά δεν ζητεί κανείς κάτι τέτοιο από τη Moody's».
Σημειώνεται πως η Moody’s είναι «κουμπωμένη» με την Ελλάδα καθώς το 2010, όταν όλα τα στοιχεία έδειχναν χρεοκοπία, μας είχε σε υψηλά ratings και στη συνέχεια όπως ήταν εύλογο κατηγορήθηκε για αυτό. Εξού και η διστακτικότητα με τη χώρα.
Στην τελευταία της αξιολόγηση η Moody's στις 16 Σεπτεμβρίου 2022 όταν διατήρησε τη βαθμολογία Ba3 για την Ελλάδα με σταθερές προοπτικές επισήμανε τη βελτίωση των θεμελιωδών πιστωτικών μεγεθών της Ελλάδας τα τελευταία δύο χρόνια.
Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά: «Οι ελληνικές αρχές, έχουν σημειώσει πρόοδο όσον αφορά τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) των τραπεζών, γεγονός που τις απελευθερώνει να χορηγούν δάνεια και να στηρίζουν την οικονομία. Επιπλέον, η ελληνική οικονομία ανέκαμψε γρήγορα από το οικονομικό σοκ που σχετίζεται με την πανδημία και οι προοπτικές είναι καλές για την αύξηση των επενδύσεων υπό το πρίσμα των μεγάλων κεφαλαίων της ΕΕ και των άμεσων ξένων επενδύσεων (ΑΞΕ), που στηρίζουν την οικονομική ισχύ της Ελλάδας».
Έτσι, αναλυτές εκτιμούν ότι η Moody΄s έχει περιθώριο για μια αναβάθμιση της Ελλάδας που θα ανταμείψει τις δημοσιονομικές επιδόσεις και θα δώσει τον απαραίτητο «αέρα» στις επόμενες εκδόσεις χρέους της ελληνικής δημοκρατίας. Επίσης, θα βοηθήσει τις ελληνικές επιχειρήσεις στην αναζήτηση δανεισμού με χαμηλές τιμολογήσεις, και θα δώσει περισσότερη αξία στις καλύψεις του «Ηρακλή».
Επισημαίνουν δε την καλή πορεία των φορολογικών εσόδων και το πρώτο δίμηνο του έτους που έδωσε πρωτογενές πλεόνασμα 4,2 δισ. ευρώ, αυξημένο κατά 2,36 δισ. έναντι του στόχου, το ευνοϊκό προφίλ του ελληνικού χρέους, τα υψηλά ταμειακά διαθέσιμα, τη στήριξη της ΕΚΤ στα ελληνικά ομόλογα, τη βελτίωση της θέσης των ελληνικών τραπεζών που μείωσαν τα κόκκινα δάνεια και δημιουργούν ξανά κεφάλαια, τον υψηλό ρυθμό ανάπτυξης της Ελλάδας και το 2023 σε σχέση με την ευρωζώνη και τις υψηλές επιδόσεις του τουρισμού και την ναυτιλίας.
Οι επόμενες αξιολογήσεις από τους άλλους επενδυτικούς οίκους είναι στις 21 Απριλίου από την S&P (τελευταία αξιολόγηση στις 21 Οκτωβρίου 2022 με διατήρηση στο ΒΒ+ με σταθερή προοπτική), στις 9 Ιουλίου από τη Fitch (τελευταία αξιολόγηση στις 27 Ιανουαρίου 2023 με αναβάθμιση σε ΒΒ+ με σταθερό outlook) και στις 8 Σεπτεμβρίου από την DBRS (τελευταία αξιολόγηση στις 10 Μαρτίου 2023 με διατήρηση στο ΒΒ High με σταθερές προοπτικές).
Αν όχι από την αξιολόγηση της S&P, αλλά από τις άλλες δύο όταν θα έχουν τελειώσει οι εκλογές εκτιμάται ότι η Ελλάδα θα «πιάσει» την επενδυτική βαθμίδα που έχει απολέσει από το 2010, ώστε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να εξισώσει τα ελληνικά ομόλογα με όλα τα υπόλοιπα για να μπορούν να συμμετέχουν στα προγράμματα χρηματοδότησης της ΕΚΤ, χωρίς να χρειάζονται ειδικές αναφορές και ξεχωριστές δράσεις.