Οι ελληνικές εξαγωγές σπάνε το ένα ιστορικό ρεκόρ μετά το άλλο, αφού το 2022 έφτασαν τα 55 δισ. ευρώ και βάζουν νέο φιλόδοξο στόχο τα 70 δισ. ευρώ. Σύμφωνα μάλιστα με την ΕΛΣΤΑΤ τον Ιανουάριο του 2023 σε σύγκριση με τον αντίστοιχο περυσινό αυξήθηκαν κατά 30,2% από 3,43 στα 4,46 δισ. ευρώ, επισημαίνει σε άρθρο του ο πρόεδρος του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιά Β. Κορκίδης.
Ωστόσο, στο πεδίο του «εξαγωγικού ανταγωνισμού» δεν υπάρχει η πολυτέλεια του εφησυχασμού και της συνέχισης των μέχρι σήμερα δοκιμασμένων πρακτικών, αλλά προβάλει αδήριτη αναγκαιότητα καλλιέργειας μιας νέας κουλτούρας ικανής να προσδώσει δυναμική, ώστε να ανοίξει την «βεντάλια» των εξαγώγιμων προϊόντων. Όπως σημειώνει, η καλλιέργεια, λοιπόν, αυτής της νέας κουλτούρας πρέπει να είναι το επίκεντρο δράσεων που πρέπει να αναπτύξει άμεσα η Επιμελητηριακή κοινότητα αξιοποιώντας τη συσσωρευμένη γνώση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών των εξαγωγικών επιχειρήσεων που έχει υπό την ομπρέλα της, προτάσσοντας τα θετικά στοιχεία, αλλά και αναδεικνύοντας άλλα στοιχεία, που μπορεί να οδηγήσουν σε συνέργειες εξαγωγικού χαρακτήρα μεταξύ επιχειρήσεων στην Ελλάδα, και όχι μόνο.
Τα Επιμελητήρια οφείλουν και μπορούν να απαλείψουν τα «φοβικά σύνδρομα» τα οποία ενδεχομένως υπάρχουν και λειτουργούν ανασχετικά στη διάθεση συνεργασίας, κυρίως με «ξένες», εκτός Ελλάδος, επιχειρήσεις, για την από κοινού ανάπτυξη εξαγωγικών δράσεων. Ένα καλό ελληνικό προϊόν μπορεί να «κουμπώσει» με ένα άλλο προϊόν και να δημιουργηθεί μια νέα υπεραξία. Δεν πρέπει να σκεφτόμαστε «μονοδιάστατα» στις εξαγωγές. Γνωρίζουμε πολύ καλά ότι η πρόσβαση σε διεθνείς σύγχρονες πρακτικές διασφαλίζει τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεών μας και οφείλουμε να επεκταθούμε σε ξένες αγορές και να σφυρηλατήσουμε νέες εμπορικές σχέσεις. Η πραγματοποίηση αυτού του στόχου αποτελεί μονόδρομο ανάπτυξης και απαιτεί συντονισμένες προσπάθειες, υπομονή, επιμονή, συνέπεια και, κυρίως, καλή γνώση του μεταβαλλόμενου οικονομικού περιβάλλοντος, τόσο στη χώρα μας, όσο και σε πολλές άλλες χώρες. Η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας επιβάλει στην επιχειρηματική κουλτούρα να ενυπάρχουν εξαγωγικές δραστηριότητες. Τα ελληνικά προϊόντα δεν στερούνται ποιοτικών χαρακτηριστικών σε σύγκριση με ομοειδή «ανταγωνιστικά» τους ενώ, σε πολλές των περιπτώσεων, είναι και υπέρτερα.
Ωστόσο, η εξαγωγική κουλτούρα, για μία σειρά λόγους που σχετίζονται με το περιβάλλον της ελληνικής οικονομίας, δεν καλλιεργήθηκε όσο θα έπρεπε. Ούτε εμπεδώθηκαν στις διεθνείς αγορές τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των ελληνικών προϊόντων, ώστε να αυξηθεί η ζήτηση και αντίστοιχα η παραγωγή τους. Σήμερα, οφείλουμε να κατανοήσουμε ότι η καινοτομία και η υψηλή ποιότητα είναι στοιχεία που πρέπει να χαρακτηρίζουν οριζόντια το σύνολο της εξωστρεφούς ελληνικής οικονομίας. Εξωστρέφεια, ποιότητα και καινοτομία είναι τα «όπλα στη μάχη» της μείωσης του εμπορικού ελλείμματος, που κυρίως λόγω των «ακριβών εισαγωγών» 93 δισ. ευρώ κατέγραψε ρεκόρ 14 ετών.
Η διεύρυνση του εμπορικού ελλείμματος το 2022 στα 38,4 δισ. ευρώ με ρυθμούς 50,7% αποτελεί αιτία προβληματισμού με στόχο τη μείωσή του. Παραταύτα, οι ελληνικές εξαγωγές διατήρησαν το θετικό τους πρόσημο και αυτή η δύναμη των αριθμών είναι εκείνη που πρέπει να μας σπρώξει σε μία νέα δυναμική εξαγωγική πολιτική υπό την προϋπόθεση ενός σταθερού πολιτικού και οικονομικού περιβάλλοντος, που απαιτείται, ώστε οι ελληνικές εξαγωγές να μπορέσουν να συνεχίσουν να συμβάλουν στη σταθεροποίηση και ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας. Μάλιστα τα τελευταία στοιχεία για τον Ιανουάριο του 2023 δείχνουν σε σύγκριση με τον αντίστοιχο περυσινό μείωση του μηνιαίου εμπορικού ελλείμματος κατά 20,9% στα -2,36 δισ. ευρώ.
Πρόσφατα, γνωστός Έλληνας επιχειρηματίας που έχει επενδύσει στον υπό αναζωογόνηση ναυπηγικό τομέα της χώρας, αναφερόμενος στις συνέργειες, τόνισε χαρακτηριστικά ότι «ένα και ένα, δεν κάνουν δύο, αλλά τρία» καθιστώντας έτσι σαφή τον στόχο της ανάπτυξης των συνεργειών, ώστε να είναι κερδοφόρα και αποδοτική η όποια προσπάθεια. Τονίζω λοιπόν την σημασία της επαναλειτουργίας των μεγάλων ελληνικών ναυπηγείων που αποτελούν ένα νέο εξαγωγικό προορισμό. Τα ελληνικά ναυπηγεία μπορούν να αυξήσουν τον πρώτο χρόνο επαναλειτουργίας τους κατά 1,35 δισ. ευρώ τις ελληνικές εξαγωγές σε εξοπλισμό πλοίων. Η ανανέωση του ακτοπλοϊκού στόλου μέχρι το 2030 απαιτεί επενδύσεις άνω των 4,5 δισ. ευρώ και μεγάλο μέρος αυτών των επενδύσεων πρέπει να γίνουν σε ελληνικά ναυπηγεία. Με απλά λόγια η ελληνική ναυπηγική βιομηχανία με τη παγκόσμια εμβέλεια που διαθέτει μπορεί να μας δώσει τη δυνατότητα να κάνουμε «εξαγωγές στην αυλή μας».
Το ΕΒΕΠ έχει προτάξει στην πολιτική ενίσχυσης των εξαγωγικών δραστηριοτήτων τα στοιχεία της ποιότητας αλλά και της καινοτομίας, της με την καλή έννοια του όρου «πατέντα», αλλά και των συνεργειών που μπορούν να δημιουργηθούν μεταξύ επιχειρήσεων. Εδώ έρχεται και η εξωστρέφεια την οποία, επίσης, το Επιμελητήριο έχει προτάξει ως πολιτική, καθώς υποστηρίζει ότι η ανταγωνιστικότητα, αποτελεί παράγοντα ζωτικής σημασίας σε ό,τι αφορά τη χάραξη αναπτυξιακής στρατηγικής για τις επιχειρήσεις που θέλουν να διαφυλάξουν τη βιωσιμότητά τους. Η εξωστρέφεια είναι ένα μεγάλο κεφάλαιο, το οποίο πιστεύω ότι θα πρέπει να καλλιεργηθεί περισσότερο με τους νέους επιχειρηματίες να είναι «μπροστάρηδες» σε μία προσπάθεια τόσο εκπαίδευσης για τους νέους στο επιχειρείν, όσο και μετεκπαίδευσης για τους παλαιότερους επιχειρηματίες.
Στην καλλιέργεια της εξαγωγικής κουλτούρας θα πρέπει επίσης να ενυπάρχει και το ψηφιακό στοιχείο. Οι ελληνικές επιχειρήσεις, ανεξαρτήτως μεγέθους, θα πρέπει να καταστήσουν ορατή την παρουσία τους στο διαδίκτυο και τις ψηφιακές πλατφόρμες. Να παρουσιάσουν τις δεξιότητές τους, αλλά και τα προϊόντα τους, μη φοβούμενες να «εκτεθούν» σε ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον. Κατά συνέπεια, η ψηφιοποίηση είναι ο «ακρογωνιαίος λίθος» του εξαγωγικού πυλώνα στον οποίο θα πρέπει να στηριχθεί η ελληνική επιχείρηση. Η Επιμελητηριακή κοινότητα έχει την εμπειρία στο να δώσει έναν νέο βηματισμό στις εξαγωγές. Και αυτή εμπειρία είναι πολύτιμη, εάν βεβαίως αξιοποιηθεί σωστά και άμεσα.