Πολύ κοντά στην ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας βρίσκεται η ελληνική οικονομία, όπως σημείωσε σε συνέντευξή του στους Financial Times, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, κ. Γιάννης Στουρνάρας.
Παράλληλα, όμως, κάλεσε την επόμενη κυβέρνηση να διατηρήσει μία συνετή δημοσιονομική πολιτική. Όπως τόνισε οι οίκοι αξιολόγησης θα αναβαθμίσουν την ελληνική οικονομία στο επίπεδο των επενδυτικής βαθμίδας υπό την αίρεση ότι το πολιτικό προσωπικό της χώρας θα στείλει το μήνυμα ότι θα διατηρήσει το μεταρρυθμιστικό έργο και θα χρησιμοποιήσουν το «παράθυρο ευκαιρίας» ώστε να υπάρξει περαιτέρω μείωση του ελληνικού χρέους.
«Θεωρούμε ότι το 2023 θα είναι το έτος που θα ανακτηθεί η επενδυτική βαθμίδα», σημείωσε, ενώ εκτίμησε ότι η ανάκτηση μπορεί να συμβεί μετά την ολοκλήρωση της εκλογικής διαδικασίας, αν και δεν απόκλεισε να έρθει νωρίτερα. «Πριν από λίγα χρόνια πολλοί λίγοι άνθρωποι περίμεναν ότι η Ελλάδα θα παρέμενε στην ευρωζώνη. Σήμερα όχι μόνο είναι στη ζώνη του ευρώ αλλά ακολουθεί πορεία καλύτερη του μέσου όρου της περιοχής», σημείωσε ο κ. Στουρνάρας.
Κάλεσε την κυβέρνηση να προχωρήσει στις απαραίτητες επενδύσεις στις προβληματικές υποδομές της χώρας, στον απόηχο και του τραγικού δυστυχήματος στα Τέμπη. «Η Ελλάδα έχει κατορθώσει να διορθώσει τις μακροοικονομικές της ανισορροπίες και να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητα σε επίπεδο τιμών και μισθών, αλλά η ανταγωνιστικότητα στον τομέα των υποδομών παραμένει χαμηλή εάν συγκριθεί με τα άλλα κράτη-μέλη της ευρωζώνης. Οι υποδομές της χώρας αλλά και ο εκσυγχρονισμός του δημοσίου τομέα παραμένουν ένα βασικό θέμα», προσέθεσε ο διοικητής της ΤτΕ.
Σημείωσε ακόμη ότι «έχουμε μία ευκαιρία που δεν πρέπει να χαθεί. Οφείλουμε να μειώσουμε το χρέος ώστε μετά από εννέα έτη με στόχο οι πληρωμές τόκων, μετά την περίοδο χάριτος, να μην αποτελέσουν νέο πρόβλημα για το χρέος της χώρας». Η ανάπτυξη θα είναι χαμηλότερη φέτος λόγω και των υψηλότερων επιτοκίων που εκτιμάται ότι θα μειώσουν τη ζήτηση. «Μία σταθερή δημοσιονομική στήριξη θα είναι απαραίτητη», ενώ δεν θα είναι εύκολο για την κυβέρνηση να περάσει από ένα μικρό πρωτογενές έλλειμμα σε δημοσιονομικό πλεόνασμα έως το 2024.
Αναφερόμενος στη νομισματική πολιτική επανέλαβε τη θέση του ότι οι αυξήσεις θα πρέπει να είναι προσεκτικές, ούτως ώστε να μην υπάρξει και σύγχυση στις αγορές για τις προθέσεις της ΕΚΤ.