Ασφαλής ενεργειακά και για τον επόμενο χειμώνα φαίνεται πως είναι η Ευρώπη, που αναμένεται να βγει από τον φετινό χειμώνα με αυξημένα επίπεδα αποθήκευσης φυσικού αερίου. Η χαμηλή κατανάλωση τον χειμώνα που διανύουμε οδηγεί την Ευρωπαϊκή Ένωση με ασφάλεια στην επόμενη περίοδο εφοδιασμού φυσικού αερίου, την ώρα που οι τιμές παραμένουν σε επίπεδα προ της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Επικαιροποιημένη ανάλυση της UBS αναφορικά με την ενεργειακή ασφάλεια της Ευρώπης αναμένει πως οι αποθήκες της Ένωσης θα βρεθούν με αυξημένα αποθέματα συγκριτικά με τις προηγούμενες χρονιές χάρη στις χαμηλές καταναλώσεις που σημειώθηκαν τους τελευταίους μήνες. Ειδικότερα, η UBS βλέπει ότι τα ευρωπαϊκά επίπεδα αποθήκευσης θα βρίσκονται πάνω από το 50% στο τέλος του χειμώνα ξεπερνώντας τις προηγούμενες προβλέψεις ως αποτέλεσμα, σε μεγάλο βαθμό, της χαμηλότερης κατανάλωσης κατά 20% του φυσικού αερίου.
Έτσι, η Ευρώπη θα βρεθεί στην επόμενη χειμερινή σεζόν με γεμάτες αποθήκες που θα φθάσουν στο 50% της δυναμικότητας τους τον Μάρτιο του 2024, υποθέτοντας πως δε θα υπάρξουν ακραίες για την εποχή συνθήκες. Η πρόβλεψη αυτή βασίζεται στο γεγονός πως η συνολική ζήτηση φυσικού αερίου που παραμένει αδύναμη φέτος (μειωμένη κατά περίπου 1% σε ετήσια βάση), αλλά θα αυξηθεί συγκριτικά με ό,τι παρατηρήθηκε τον Ιανουάριο, καθώς η ζήτηση πρόκειται να αυξηθεί ως αποτέλεσμα των χαμηλότερων τιμών ενώ οι ποσότητες σε αποθέματα υγροποιημένου φυσικού αερίου θα παραμείνουν συγκρίσιμες με τα επίπεδα του 2022.
Η ανάλυση σημειώνει ότι θα χρειαστεί να συντρέξουν πολλές διαφορετικές συνθήκες ταυτόχρονα προκειμένου τα επίπεδα αποθήκευσης σε φυσικό αέριο της ΕΕ να πέσουν κάτω από τα κρίσιμα επίπεδα του 15% τον επόμενο χειμώνα. Οι αβεβαιότητες στο σενάριο αυτό αφορούν στον ανταγωνισμό για προμήθειες σε LNG, η οι καιρικές συνθήκες και οι ρωσικές ροές. Με την επιστροφή της Κίνας στην «κανονικότητα» ο ρυθμός αύξησης της κινεζικής ζήτησης αποτελεί την βασική αβεβαιότητα στην παγκόσμια αγορά υγροποιημένου φυσικού αερίου με την UBS να αναμένει επιστροφή στο 50% της προηγούμενης ζήτησης λόγω των οικονομικών προκλήσεων, της υψηλής ζήτησης άνθρακα και των μεγαλύτερων ροών φυσικού αερίου μέσω αγωγών από τη Ρωσία. Αλλά αν η Ασία επιταχύνει τις εισαγωγές ΥΦΑ στα επίπεδα του 2021, αυτό συνεπάγεται ότι περίπου 10bcm LNG θα εκτραπούν προς την Ασία το 2023.
Υπό αυτές συνθήκες, οι ευρωπαϊκές αποθήκες φυσικού αερίου θα έπεφταν κάτω από το 40% μέχρι το τέλος του επόμενου χειμώνα, αλλά θα εξακολουθούσαν να είναι πάνω από το μέσο όρο 10 ετών (33%). Παράλληλα με την υψηλότερη ασιατική ζήτηση, ο συνδυασμός ενός ψυχρού χειμώνα και περαιτέρω διαταραχών στις ρωσικών ροές θα κόστιζε επιπλέον 35 δισ. κυβικά μέτρα στο ισοζύγιο, τα οποία θα έφερναν αποθέματα σε κρίσιμο επίπεδο (<15% γεμάτα) μέχρι το τέλος Μαρτίου 2024.
Σε ό,τι αφορά στις τιμές του φυσικού αερίου η ανάλυση θέτει τη μέση τιμή για το 2023 στα 80 €/MWh. Αναμένει, ωστόσο, σημαντική μεταβλητότητα εντός του 2023. Όπως σημειώνει, καθώς οι ανησυχίες σχετικά για την ενεργειακή ασφάλεια υποχώρησαν, οι τιμές έχουν μειωθεί περαιτέρω και είναι επί του παρόντος ελαφρώς κάτω από τα 60 €/MWh. Προβλέπει χαμηλότερες ακόμα τιμές εφόσον τα αποθέματα φυσικού αερίου γεμίσουν ταχύτερα από το αναμενόμενο, ασκώντας πίεση στις τις τιμές ενόψει της εποχικής ανάκαμψης της ζήτησης τον ερχόμενο Νοέμβριο. Παράλληλα, εξακολουθεί να υπάρχει κίνδυνος για ανοδική πορεία των τιμών για τον επόμενο χειμώνα, αν και όχι στον ίδιο βαθμό με αυτόν που είδαμε πέρυσι, που θα μπορούσαν να φθάσουν έως το επίπεδο των 100 €/MWh.
Η τιμή του φυσικού αερίου στην Ολλανδία
Στο περιβάλλον αυτό, με τις τιμές του φυσικού αερίου να παραμένουν σε χαμηλότερα επίπεδα από αυτά που παρατηρήθηκαν τους τελευταίους δώδεκα μήνες και τα αυξημένα ποσοστά αποθεμάτων φυσικού αερίου, η ΕΕ απομακρύνεται από τη λογική των επιδοτήσεων. Ήδη το ζήτημα αυτό θα απασχολήσει το Eurogroup την ερχόμενη Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου 2023 όπου έχει τεθεί ως κεντρικό ζήτημα στην ατζέντα η πορεία της αγοράς ενέργειας και η αναπροσαρμογή της δημοσιονομικής πολιτικής στη ζώνη του ευρώ.
Ανάγκη μείωσης κατανάλωσης του φυσικού αερίου ως 20%
Μείωση της κατανάλωσης του φυσικού αερίου κατά επιπλέον 20% θα πρέπει να καταφέρει η Ευρωπαϊκή Ένωση προκειμένου να ανταπεξέλθει στον επόμενο χειμώνα, τονίζει το Ινστιτούτο Bruegel που υποστηρίζει ότι η ΕΕ θα πρέπει να «τραβήξει» έως και τους σχεδιασμούς για τη μείωση της ζήτησης του φυσικού αερίου έως και τον επόμενο Οκτώβριο, παρατείνοντας τον στόχο από εκείνον που ισχύει σήμερα, δηλαδή, έως τον Μάρτιο.
Όπως σημειώνουν οι συντάκτες της ανάλυσης, η ΕΕ κατάφερε να διαχειριστεί επιτυχημένα τις προκλήσεις που δημιούργησε η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία πριν από σχεδόν ένα χρόνο διασφαλίζοντας την ενεργειακή της επάρκεια για τον φετινό χειμώνα. Ωστόσο, όπως τονίζει η ανάλυση για τον χειμώνα 2023-24 ακόμα και στο σενάριο σύμφωνα με το οποίο θα συνεχιστούν οι περιορισμένες ρωσικές εξαγωγές και ότι οι καιρικές συνθήκες δε θα παρουσιάσουν ακραίες μεταβολές από τα συνηθισμένα για την εποχή επίπεδα, η ζήτηση έως τη 1η Οκτωβρίου 2023 πρέπει να παραμείνει 13% χαμηλότερη από τον μέσο όρο της τελευταίας πενταετίας.
«Ως εκ τούτου, η ΕΕ θα πρέπει να παρατείνει τον στόχο μείωσης της ζήτησης, ο οποίος επί του παρόντος λήγει στις 31 Μαρτίου 2023. Δύο μεταβλητές θα καθορίσουν πόσο εύκολα μπορεί να επιτευχθεί ο στόχος: 1) η προσφορά υγροποιημένου φυσικού αερίου (ΥΦΑ) και 2) η φύση της μείωσης της ζήτησης. Τα σχέδια για ταχεία ανάπτυξη μονάδων επαναεριοποίησης θα αμβλύνουν τις ανησυχίες σχετικά με την ικανότητα υποδομών εισαγωγής ΥΦΑ. Ωστόσο, η ΕΕ θα συνεχίσει να ανταγωνίζεται διεθνώς για φορτία ΥΦΑ και θα παραμείνει ευάλωτη στην παγκόσμια δυναμική. Η ισχυρή οικονομική ανάπτυξη στην Κίνα, για παράδειγμα, θα μπορούσε να περιορίσει περαιτέρω τις αγορές», σημειώνει το Bruegel.
Το Bruegel διαπιστώνει πως η Ευρώπη «τα πήγε καλά» στην αντιμετώπιση της κρίσιμης αυτής συνθήκης και κατάφερε να έχει τις αποθήκες της σήμερα ασυνήθιστα γεμάτες ενώ θεωρείται απίθανο οι προμήθειές της να εξαντληθούν πλήρως μέχρι το τέλος του χειμώνα. Παράλληλα, η Ένωση κατάφερε να σημειώσει ρεκόρ στην αύξηση των ΑΠΕ μέσα στη χρονιά ενώ πολλά νοικοκυριά στράφηκαν αντλίες θερμότητας σπάζοντας προηγούμενα ρεκόρ σχετικής ζήτησης. Είναι ενδεικτικό ότι οι με τάσεις της αγοράς υποδηλώνουν ότι ο αριθμός ρεκόρ εγκαταστάσεων των 2,2 εκατ. μονάδων θέρμανσης το 2021 θα ξεπεραστεί κατά πολύ το 2022. Για παράδειγμα, η πολωνική αγορά αντλιών θερμότητας αυξήθηκε κατά 121% σε ετήσια βάση τα τρία πρώτα τρίμηνα του 2022, ενώ η αύξηση στη Γερμανία έφθασε στο 53%. Παράλληλα, δεν υπήρξαν σημαντικά προβλήματα παραγωγής στους μεγάλους ενεργοβόρους καταναλωτές, στη βιομηχανία.
Αυτά, σε συνδυασμό με τις υψηλές για την εποχή θερμοκρασίες, την επαναλειτουργία των γαλλικών πυρηνικών εργοστασίων, αδύναμη ζήτηση από την Κίνα και απουσία αρνητικών εκπλήξεων στις παγκόσμιες αγορές LNG θα μπορούσαν να θέσουν την Ευρώπη εκτός σημαντικών κινδύνων. Ωστόσο, οι τιμές του φυσικού αερίου, αν και σημειώνουν αποκλιμάκωση, παραμένουν τρεις ή τέσσερις φορές υψηλότερες από τον μέσο όρο της τελευταίας δεκαετίας.
Για να καταλήξει στα συμπεράσματά του το Bruegel εξέτασε 3 σενάρια:
- Ένα βασικό σενάριο στο οποίο οι ροές ρωσικού αερίου από αγωγούς παραμένουν περίπου στα σημερινά επίπεδα.
- Ένα σενάριο στο οποίο σταματούν μόνο οι ροές διαμετακόμισης από την Ουκρανία, αλλά συνεχίζονται οι ροές Turkstream.
- Ένα σενάριο χωρίς καθόλου ρωσικό αέριο από αγωγούς.
Με βάση τα σενάρια αυτά, ανεξάρτητα από τις ροές από τη Μόσχα, η ΕΕ θα πρέπει να συνεχίσει να μειώνει τη ζήτηση φυσικού αερίου μέχρι τον Οκτώβριο του 2023 κατά 14% έως 20%, ανάλογα με τις ρωσικές εισαγωγές από αγωγούς και τις καιρικές συνθήκες. «Επιπλέον, θα πρέπει να συνεχιστούν οι προσπάθειες ώστε η μείωση της ζήτησης να είναι διαρθρωτική και να συνοδεύεται από την ελάχιστη δυνατή οικονομική ζημία. Η ταχεία ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, ο εξηλεκτρισμός της θέρμανσης και η ενεργειακή απόδοση μπορούν να επιταχυνθούν για να μειωθεί το βάρος της μείωσης της ζήτησης το οποίο πέφτει στη βιομηχανία. Οι κυβερνήσεις θα πρέπει να συνεχίσουν να ενημερώνουν τους πολίτες για τη σημασία της εξοικονόμησης ενέργειας και για το πώς μπορεί να γίνει αυτό με όσο το δυνατόν μικρότερο αντίκτυπο στην ευημερία των νοικοκυριών» τονίζει η ανάλυση που σημειώνει πως οι κυβερνήσεις θα πρέπει να καταργήσουν σταδιακά τις επιδοτήσεις για την κατανάλωση φυσικού αερίου με συντονισμένο τρόπο, ο οποίος θα αντικατασταθεί από συμφωνίες σε επίπεδο ΕΕ, εάν είναι απαραίτητο. Σημειώνει, επίσης, ότι χρειάζεται συντονισμός και μία πιο αποτελεσματική προσέγγιση με βάση την αγορά για την πλήρωση των αποθηκών της.
Ενδιαφέρον προκαλεί, τέλος, η επισήμανση των πολιτικών κινδύνων που μπορεί να υπάρξουν στην «μάχη» αυτή για το φυσικό αέριο. Όπως σημειώνει το Bruegel «Παραμένει ο κίνδυνος ότι η Ρωσία, αφού είδε ότι το ευρύ εμπάργκο της δεν είχε το επιθυμητό αποτέλεσμα, θα προσπαθήσει να αυξήσει επιλεκτικά τις ροές φυσικού αερίου προς ορισμένες χώρες με αντάλλαγμα πολιτικές χάρες. Πολλά μακροπρόθεσμα συμβόλαια εξακολουθούν να ισχύουν για να το διευκολύνουν αυτό. Η ενεργειακή “οπλοποίηση” μπορεί να λειτουργήσει αμφίδρομα: όχι μόνο να μειώσει τη ζήτηση, αλλά και να στείλει φθηνή ενέργεια σε “φίλους”. Ένα τέτοιο σενάριο μπορεί να φαίνεται τραβηγμένο, αλλά παραμένει νομικά εφικτό. Παρά την πρόσφατη πτώση των τιμών του φυσικού αερίου, η κατάσταση της ΕΕ όσον αφορά το φυσικό αέριο παραμένει δύσκολη και η κατάσταση θα μπορούσε να επιδεινωθεί γρήγορα, ανάλογα με τα γεγονότα. Οι προμήθειες φυσικού αερίου μέσω του αγωγού Nord Stream και του αγωγού Yamal φαίνονται απίθανες, αλλά υπάρχει δυνατότητα αύξησης μέσω της διαμετακόμισης από την Ουκρανία και του Turkstream. Συνεπώς, η ΕΕ πρέπει να εφαρμόσει γρήγορα ένα κοινό εργαλείο πολιτικής, όπως κυρώσεις ή κοινές αγορές, για να εκτονώσει αυτόν τον κίνδυνο και να προλάβει οποιαδήποτε μελλοντική ρωσική κίνηση».