Σημαντικό είναι το κόστος της ενεργειακής και κλιματικής κρίσης φέρνοντας σοβαρές προκλήσεις για την παγκόσμια οικονομία και το χρηματοπιστωτικό σύστημα αναφέρει η υποδιοικήτρια της Τράπεζας της Ελλάδος Χ. Παπακωνσταντίνου που επισημαίνει ότι η ενεργειακή κρίση επιδεινώθηκε μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία το 2022 και οδήγησε στην απότομη άνοδο του πληθωρισμού.
Στην παρουσίαση του βιβλίου του Ορέστη Ομρά, η κα Παπακωνσταντίνου επισήμανε ότι «η αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης είναι η νέα πρόκληση για τα κράτη-μέλη της ΕΕ που καλούνται να λάβουν μέτρα για την αντιμετώπιση των βραχυπρόθεσμων επιπτώσεων που αυτή έχει επιφέρει στις οικονομίες τους και βέβαια να σχεδιάσουν μακροπρόθεσμη στρατηγική για την επίτευξη ενεργειακής αυτονομίας. Η επιδίωξη αυτή δεν μπορεί να γίνει παρά ταυτόχρονα με την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, αξιοποιώντας πλήρως όλες τις δυνατότητες για συνέργειες πολιτικής. Την παραδοχή αυτή ενστερνίζεται και αναδεικνύει με σαφήνεια ο συγγραφέας».
Για την ενεργειακή μετάβαση και τη χρηματοδότηση της τόνισε πως «το μεγαλύτερο μέρος των επενδύσεων θα πρέπει να χρηματοδοτηθεί από την άντληση ιδιωτικών κεφαλαίων. Για το σκοπό αυτό, είναι καθοριστική η συμβολή του χρηματοπιστωτικού συστήματος για την κινητοποίηση των διαθέσιμων ιδιωτικών κεφαλαίων και την διοχέτευσή τους για την κάλυψη των επενδυτικών αναγκών των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών που συνδέονται με την ενεργειακή μετάβαση και την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή. Επιπλέον, η συμβολή του χρηματοπιστωτικού τομέα είναι σημαντική για τη χρηματοδότηση της έρευνας και της καινοτομίας στον τομέα της πράσινης ενέργειας».
Ωστόσο η κα Παπακωνσταντίνου επισημαίνει τον κίνδυνο ότι η «περιοριστική κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής σήμερα ενδεχομένως να δυσχεράνει την χρηματοδότηση της ενεργειακής μετάβασης. Και αυτό γιατί τα υψηλότερα επιτόκια διεθνώς συμβάλλουν στην επιδείνωση των συνθηκών χρηματοδότησης, καθιστώντας ακριβότερη την υλοποίηση νέων επενδυτικών σχεδίων που σχετίζονται με την πράσινη ενέργεια και τις βιώσιμες δραστηριότητες. Απαιτείται κατά συνέπεια συνδυαστική δράση της ενεργειακής, της δημοσιονομικής και της νομισματικής πολιτικής, ώστε να αποκατασταθούν οι απαραίτητες συνθήκες προκειμένου οι πράσινες επενδύσεις να μπορέσουν να ευδοκιμήσουν στο εγγύς μέλλον».
Η κα Παπακωνσταντίνου σημείωσε ότι για να επιτελέσει αυτόν τον ρόλο, το χρηματοπιστωτικό σύστημα πρέπει να ενσωματώσει ολοένα και περισσότερο τα θέματα βιωσιμότητας στην στρατηγική του, στις πρακτικές του, στις υπηρεσίες και στα επενδυτικά ή ασφαλιστικά προϊόντα που προσφέρει. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, συμβάλλει στην πράσινη μετάβαση και ταυτόχρονα μειώνει την έκθεσή του στους κινδύνους της κλιματικής αλλαγής και στους κινδύνους που συνδέονται με τη μετάβαση, γιατί επιτυγχάνεται η έγκαιρη προσαρμογή του σε αλλαγές της νομοθεσίας, σε εξελίξεις στην τεχνολογία και σε διαφοροποιημένες καταναλωτικές προτιμήσεις.
Σύμφωνα με την υποδιοικήτρια της ΤτΕ, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει αναλάβει σημαντικές πρωτοβουλίες για την διασφάλιση της βιωσιμότητας, όπως η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία και η δέσμη μέτρων «Fit for 55». Το σχέδιο δράσης «REPowerEU», που αποφασίστηκε το Μάρτιο του 2022 για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης, συμβάλλει στην ίδια κατεύθυνση. Μάλιστα, προκειμένου το «REPowerEU» να είναι αποτελεσματικό, προϋποθέτει την υλοποίηση όλων των μέτρων «Fit for 55».
Επισήμανε επίσης ότι «παράλληλα, είναι απαραίτητο να εξελίσσεται και το νομοθετικό και ρυθμιστικό πλαίσιο για να διευκολύνει το διαμεσολαβητικό ρόλο του χρηματοπιστωτικού συστήματος όσον αφορά την πράσινη μετάβαση. Πρωτοβουλίες πολιτικής σε ευρωπαϊκό επίπεδο, όπως οι κανόνες ταξινομίας των βιώσιμων δραστηριοτήτων (EU Taxonomy) ή ο προτεινόμενος κανονισμός για ένα ευρωπαϊκό πρότυπο «πράσινων ομολόγων» (EU Green Bonds - EUGB), είναι προς την επιθυμητή κατεύθυνση. Μάλιστα, το βιβλίο αφιερώνει ξεχωριστή ενότητα στα πράσινα ομόλογα, δεδομένης της αυξανόμενης σημασίας τους για τη χρηματοδότηση πράσινων επενδύσεων».
Σημαντικός είναι και ο ρόλος των διαθέσιμων ευρωπαϊκών πόρων σύμφωνα με την κα Παπακωνσταντίνου που αναφέρει ότι ο «Μηχανισμός Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, συνολικού ύψους 672,5 δισ, ευρώ, προβλέπει ότι τουλάχιστον 37% των πόρων του θα χρηματοδοτήσει επενδύσεις και μεταρρυθμίσεις για τη μετάβαση των επιμέρους κρατών-μελών της ΕΕ σε μία οικονομία χαμηλών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Επιπρόσθετα, θα συμβάλει στην επίτευξη των στόχων του «REPowerEU», παρέχοντας πρόσθετη χρηματοδότηση για διασυνοριακές και εθνικές υποδομές, ενεργειακά έργα και μεταρρυθμίσεις. Σε κάθε περίπτωση, οι δημόσιοι πόροι αναμένεται να προσελκύσουν πρόσθετα ιδιωτικά κεφάλαια».
Θα ήθελα να επισημάνω ότι οι κεντρικές τράπεζες διαδραματίζουν ήδη σημαντικό ρόλο στην επίτευξη των στόχων της βιωσιμότητας και της πράσινης μετάβασης, εντός των ορίων της εντολής τους. Το 2021 η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα συμπεριέλαβε τα ζητήματα της κλιματικής αλλαγής και της βιωσιμότητας σε ένα ολοκληρωμένο σχέδιο δράσης που καλύπτει θέματα νομισματικής πολιτικής και εποπτείας του χρηματοπιστωτικού συστήματος, αλλά αφορά και τις επιχειρησιακές λειτουργίες της ίδιας της ΕΚΤ.
Στην παρούσα συγκυρία, οι επιδιώξεις της ΕΕ σε σχέση αφενός με την κλιματική αλλαγή και αφετέρου με την απεξάρτηση από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο ευθυγραμμίζονται μεταξύ τους. Κατ’ αντιστοιχία, οι πολιτικές που προανέφερα βρίσκονται σε πλήρη αλληλεξάρτηση και συνέργεια και το γεγονός αυτό δημιουργεί τις κατάλληλες προϋποθέσεις για την ταχύτερη και αποτελεσματικότερη υλοποίησή τους. Όπως αναφέρει και ο συγγραφέας, η συνειδητοποίηση αυτή από τις ηγεσίες των κρατών-μελών της ΕΕ μπορεί να μετατρέψει τις τρέχουσες προκλήσεις σε μία σημαντική ευκαιρία για την απαραίτητη ενεργειακή μετάβαση.
Αναγκαία είναι και η συνεργασία και η συνάφεια μεταξύ των ευρωπαϊκών και εθνικών πολιτικών. Το νέο προτεινόμενο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα κινείται σε αυτή την κατεύθυνση, καθώς συμβάλλει στην επίτευξη των στόχων που έχουν τεθεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Για την υλοποίησή του θα χρειαστεί να πραγματοποιηθεί ένα σημαντικό ύψος επενδύσεων καθώς επίσης να ενταθεί ο συντονισμός μεταξύ των εμπλεκόμενων εθνικών φορέων πολιτικής και αρχών. Αυτός ο εσωτερικός συντονισμός συχνά είναι ένα δύσκολο εγχείρημα στην πράξη για το οποίο θα απαιτηθεί να καταβάλλουμε, ως χώρα, σημαντική προσπάθεια.
Εν τέλει, το ενεργειακό μέλλον της χώρας μας είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το ενεργειακό μέλλον της Ευρώπης. Μένει να διαπιστώσουμε αν η εγγενής σχέση μεταξύ της σημερινής ενεργειακής κρίσης και της εξάρτησης της Ευρώπης από τις εισαγωγές ορυκτών καυσίμων θα οδηγήσει στον μετασχηματισμό των ενεργειακών συστημάτων όχι μόνο για λόγους προστασίας του περιβάλλοντος, αλλά και για λόγους ενεργειακής αυτονομίας και ασφάλειας. Μέσω της έγκαιρης υλοποίησης των σχετικών δεσμεύσεων από όλα τα κράτη-μέλη και της μεταξύ τους συνεργασίας θα μπορούσαν να υπερκεραστούν οι προκλήσεις της ενεργειακής κρίσης και της κλιματικής αλλαγής και να επιτευχθεί η μετάβαση σε ένα μοντέλο βιώσιμης ανάπτυξης και ενεργειακής ασφάλειας τόσο για την Ευρώπη όσο και για την Ελλάδα. Και αυτό, όπως εύστοχα επισημαίνει ο συγγραφέας, είναι ένα στοίχημα που πρέπει να κερδηθεί για πολλούς λόγους, και για να εμπεδωθεί η εμπιστοσύνη στο ενωσιακό οικοδόμημα.