Εννέα πολυεθνικοί όμιλοι ελέγχονται από το υπουργείο Υγείας για την αναστάτωση που έχει προκληθεί ιδιαίτερα στη διάρκεια των τελευταίων εβδομάδων στην αγορά των φαρμάκων. Σύμφωνα με έγκυρες πληροφορίες του BD, μεταξύ αυτών που βρίσκονται υπό έλεγχο περιλαμβάνονται η Glaxo, η Astrazeneca, η Merck, η Sanofi, η Νovartis και η Servier.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι εννέα πολυεθνικοί όμιλοι ελέγχουν περί το 70% της ελληνικής αγοράς φαρμάκων. Οι σχετικές καταγγελίες που έχουν διατυπωθεί προσφάτως προς το υπουργείο Υγείας και το τελευταίο αναγκάστηκε να διατάξει τον σχετικό έλεγχο, αφορούν:
- πρώτον, στο γεγονός ότι στη διάρκεια των τελευταίων χρόνων η ελληνική αγορά είναι υπο-εφοδιασμένη, όπως λέγεται, από τις αναγκαίες ποσότητες φαρμάκων, ενώ αντιθέτως οι ποσότητες θα έπρεπε να αυξάνονται 10% ετησίως,
- δεύτερον, βάσει της ισχύουσας νομοθεσίας οι εταιρείες πρέπει να διατηρούν αποθέματα τριών μηνών για να αντιμετωπίζονται, εφόσον προκύψουν, έκτακτες ανάγκες.
Σύμφωνα με τις καταγγελίες που έχουν γίνει από σοβαρούς επιχειρηματικούς φορείς, οι ελεγχόμενες εταιρείες δεν τηρούν καμία από τις δύο προαναφερόμενες υποχρεώσεις τους. Όπως εξηγούσαν πηγές της αγοράς, ο υπο-εφοδιασμός οφείλεται στο γεγονός ότι οι μητρικοί όμιλοι στέλνουν περιορισμένες ποσότητες στην Ελλάδα, διότι οι τιμές είναι χαμηλές και δεν τους συμφέρει να την εφοδιάζουν επαρκώς, εν αντιθέσει με ότι συμβαίνει στην Βόρεια Ευρώπη. Όπως έλεγε μάλιστα αρμόδια πηγή, αναφερόμενη σε εισπνεόμενο φάρμακο υψηλής ζήτησης αυτή την περίοδο, «ζητάμε 5.000 Aerolin και μας δίνουν 500».
Ο υπο-εφοδιασμός από τους πολυεθνικούς ομίλους είναι ο πρώτος και βασικός λόγος της αναστάτωσης που έχει προκληθεί στον τομέα των φαρμάκων, ο δεύτερος λόγος είναι οι παράνομες παράλληλες εξαγωγές –οι νόμιμες ελέγχονται και παρακολουθούνται από τον ΕΟΦ- που γίνονται από ορισμένες φαρμακαποθήκες σε συνεργασία με έναν αριθμό φαρμακείων. Δηλαδή, ενώ η αγορά είναι πλημμελώς εφοδιασμένη εξάγονται με «γκρίζο τρόπο» -αν όχι με «μαύρο»- και ποσότητες φαρμάκων, που σύμφωνα με τις υπάρχουσες εκτιμήσεις αγγίζουν τα 200 εκατ. ευρώ.