Παρέμβαση στη δημόσια συζήτηση για τις τράπεζες κάνει ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, εξηγώντας τους τεχνικούς περιορισμούς που δεν επιτρέπουν γενικές ρυθμίσεις στήριξης των δανειοληπτών και τονίζοντας ότι αυτό που εξετάζεται τώρα είναι η λήψη μέτρων από τις τράπεζες σε εθελοντική βάση, τα οποία δεν θα πλήξουν την κουλτούρα πληρωμών και δεν θα υπονομεύσουν την εμπιστοσύνη των επενδυτών στο τραπεζικό σύστημα.
Ο κ. Στουρνάρας (σε συνέντευξη στα «Νέα Σαββατοκύριακο») αναγνωρίζει ότι το θέμα των κόκκινων δανείων αποτελεί ένα σημαντικό κοινωνικό θέμα που δεν μπορεί να αφήσει ανεπηρέαστη την πολιτική, όπως δεν αφήνει τις εποπτικές αρχές, αλλά και τις ίδιες τις τράπεζες. Όπως τονίζει, «κανείς δεν θέλει κόκκινα δάνεια, ούτε οι τράπεζες, και κάνουν ό,τι μπορούν για να τα περιορίσουν». Σπεύδει να σημειώσει, όμως, ότι «υπάρχουν όρια εντός των οποίων οι τράπεζες μπορούν να κινηθούν. Τα όρια αυτά καθορίζονται από τους ενιαίους εποπτικούς κανόνες του Ευρωσυστήματος».
Όσον αφορά τις δυνατότητες για παρεμβάσεις εκ μέρους των κυβερνήσεων στις λειτουργίες των τραπεζών, με την επιβολή «επιδότησης» δανείων, ο διοικητής της ΤτΕ τονίζει ότι η εκάστοτε κυβέρνηση και οι πολιτικοί εισπράττουν μηνύματα από την κοινωνία και είναι θεμιτό ότι θέλουν να ανταποκρίνονται, αλλά πρέπει και να λαμβάνουν σοβαρά υπόψη τους αντικειμενικούς περιορισμούς.
Μπορούν οι πολιτικοί να ζητούν από τις τράπεζες, για παράδειγμα, να «κουρέψουν» τις δόσεις των δανείων ή να μειώσουν τα επιτόκια ή να επιμηκύνουν τη διάρκειά τους. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι μπορούν να το επιβάλουν. Δεν μπορεί να υπάρξουν τέτοιου είδους υποχρεωτικές ρυθμίσεις, σημειώνει ο κ. Στουρνάρας. Αυτόματα αυτό θα οδηγούσε σε αναταξινόμηση των δανείων σε «κόκκινα». Και βεβαίως θα έπληττε την κουλτούρα πληρωμών. Και θα προκαλούσε πτώση των τιμών των μετοχών των τραπεζών στο χρηματιστήριο.
Υπάρχουν ενιαίοι ευρωπαϊκοί εποπτικοί κανόνες και τεχνικές λεπτομέρειες, τις οποίες δεν είναι υποχρεωμένοι να γνωρίζουν οι πολιτικοί, αναφέρει ο κ. Στουρνάρας, σημειώνοντας ορισμένα παραδείγματα: μια τροποποίηση της σύμβασης των στεγαστικών δανείων για να περιοριστεί η αρνητική επίπτωση από την αύξηση των βασικών επιτοκίων, η οποία τροποποίηση μειώνει την καθαρή παρούσα αξία του δανείου πέραν ενός (μικρού) ποσοστού, μπορεί να μετατρέψει το δάνειο σε μη εξυπηρετούμενο, χωρίς να υπάρχει αθέτηση πληρωμής. Δηλαδή προκαλείται το πρόβλημα που προσπαθείς να αποφύγεις. Επίσης, οι συνεχείς ρυθμίσεις ή η κάλυψη της αύξησης της δόσης ενός συνεπούς δανειολήπτη μπορεί να εκληφθεί ως μελλοντική αδυναμία εξυπηρέτησης, γεγονός που θα κατατάξει το δάνειο στην ομάδα υψηλού κινδύνου ή ακόμα και στα κόκκινα.
Η σύσταση του διοικητή της ΤτΕ σε κυβέρνηση και τράπεζες είναι να ρίξουν τους τόνους, διότι η ένταση δεν βοηθά καμία πλευρά, όπως λέει. Όσον αφορά τις παρεμβάσεις που μπορούν να γίνουν για τη στήριξη δανειοληπτών, υπογραμμίζει ότι αυτή τη στιγμή, η Τράπεζα της Ελλάδος και οι τράπεζες επεξεργάζονται μια πρόταση για τη στήριξη συνεπών αλλά ευάλωτων δανειοληπτών που ενδεχομένως να πληγούν από την άνοδο των επιτοκίων. Αυτή η πρόταση θα περάσει για έγκριση από τον Ευρωπαϊκό Εποπτικό Μηχανισμό. Η εκτίμηση είναι ότι δεν υπάρχουν μεγάλα περιθώρια για μαζικές στηρίξεις δανείων. Αυτά τα περιθώρια έχουν ήδη εξαντληθεί. Τώρα εξετάζεται μήπως υπάρχει κάτι που μπορεί να γίνει σε εθελοντική βάση, χωρίς να δημιουργήσει μεγάλες ανάγκες σε νέες προβλέψεις των τραπεζών.
Σε ό,τι αφορά την κερδοφορία των τραπεζών και τα σενάρια επιβολής έκτακτου φόρου, ο διοικητής της ΤτΕ ξεκαθαρίζει ότι οι τράπεζες δεν έχουν υπερκέρδη και επισημαίνει τα εμπόδια που θέτει η ύπαρξη αναβαλλόμενου φόρους στους τραπεζικούς ισολογισμούς στην επιβολή ενός έκτακτου φόρου.
«Δυστυχώς, δεν είναι καθόλου έτσι», τονίζει, σε ό,τι αφορά τις αιτιάσεις για υπερκέρδη των τραπεζών. «Έχουν μάλιστα λιγότερα κέρδη από το επιθυμητό, σύμφωνα με τον δείκτη απόδοσης ενεργητικού ή τον δείκτη απόδοσης του κεφαλαίου, όταν συγκρίνεται με τις υπόλοιπες τράπεζες στην Ευρώπη. Εξάλλου πολλά από τα κέρδη των τραπεζών στο εννεάμηνο του 2022 ήταν εφάπαξ, δηλαδή μη επαναλαμβανόμενα. Μπορεί η κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών να έχει βελτιωθεί σημαντικά, αλλά χρειάζεται ακόμα δρόμος». Υπογραμμίζει, μάλιστα, ότι θα ήταν εξαιρετικά επιζήμια η επιβολή έκτακτου φόρου: «Όχι ότι δεν μπορεί να το αποφασίσει μια κυβέρνηση. Μπορεί. Αλλά πού θα βάλει φόρο, ειδικά στην Ελλάδα; Σε τράπεζες, όπου τα μισά τους κεφάλαια είναι αναβαλλόμενος φόρος;».