Σκληρή φαίνεται ότι θα είναι η αντιπαράθεση στην επόμενη συνεδρίαση του συμβουλίου της ΕΚΤ για τη νομισματική πολιτική, στις 15 Δεκεμβρίου, με τις απόψεις των δύο παρατάξεων -«γεράκια» και «περιστέρια»- να διχάζονται σχετικά με τη... δοσολογία του φαρμάκου, καθώς οι πιο αυστηροί τραπεζίτες δείχνουν να τάσσονται υπέρ μιας ακόμη μεγάλης αύξησης, κατά 0,75%.
Πριν μιλήσουν, αργότερα σήμερα, η πρόεδρος της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ (στις 16.00, στο Ευρωκοινοβούλιο) και ο επικεφαλής της Bundesbank, Χόακιμ Νάγκελ, ο διοικητής της ολλανδικής κεντρικής τράπεζας, Κλας Νοτ, που θεωρείται ως ο πλέον αυστηρός τραπεζίτης στο συμβούλιο της ΕΚΤ, εκφράσθηκε υπέρ μιας ακόμη πιο αυστηρής νομισματικής πολιτικής, υπογραμμίζοντας ότι σήμερα ο μεγαλύτερος κίνδυνος για την ΕΚΤ είναι να μην σφίξει αρκετά την πολιτική για να αντιμετωπίσει τον πληθωρισμό.
Μπροστά σε αυτή την προτεραιότητα, την ΕΚΤ δεν πρέπει να απασχολούν ιδιαίτερα οι επιδράσεις στην οικονομική δραστηριότητα από την αύξηση των επιτοκίων: όπως τόνισε ο Νοτ, στην πραγματικότητα απαιτείται μια οικονομική ύφεση για να επιβραδυνθεί η αύξηση των τιμών.
Όπως υπογράμμισε χαρακτηριστικά ο Ολλανδός κεντρικός τραπεζίτης, «η ανησυχία μου εξακολουθεί να είναι ο πληθωρισμός, ο πληθωρισμός, ο πληθωρισμός». Πρόσθεσε ότι «όσο οι κίνδυνοι για τις προοπτικές του πληθωρισμού κλίνουν τόσο ξεκάθαρα προς τα πάνω, νομίζω ότι ο κίνδυνος να κάνουμε πολύ λίγα είναι σαφώς πιο έντονος από το να κάνουμε πάρα πολλά. Δεν πρέπει να τα παρατήσουμε πολύ νωρίς και δεν πρέπει να πανηγυρίσουμε νίκη πολύ νωρίς».
Παρά τις αυξήσεις επιτοκίων κατά 2% από τον Ιούλιο, ο Νοτ εκτίμησε ότι η νομισματική πολιτική παραμένει διευκολυντική και το επόμενο βήμα θα πρέπει να είναι να μπει η νομισματική πολιτική σε έδαφος όπου θα λειτουργεί περιοριστικά για την οικονομική ανάπτυξη. Συνέστησε επίσης προσοχή σχετικά με τις προβλέψεις της ΕΚΤ, αμφισβητώντας εμμέσως ότι θα επιβεβαιωθούν οι προβλέψεις της για ταχεία μείωση του πληθωρισμού τα επόμενα χρόνια και σημειώνοντας ότι τέτοια μείωση δεν έχει προηγούμενο.
Υποβαθμίζοντας τον κίνδυνο ύφεσης, ο Νοτ είπε ότι ορισμένοι πρόσφατοι δείκτες ήταν εκπληκτικά καλοί και ότι απαιτείται οικονομική επιβράδυνση για τον έλεγχο των τιμών. «Αν κοιτάξετε τη Γερμανία, όπου στην πραγματικότητα η οικονομία πηγαίνει καλύτερα από ό,τι φοβόμασταν τότε, δεν είναι δεδομένο ότι θα έχουμε ύφεση», δήλωσε ο Ολλανδός κεντρικός τραπεζίτης. «Θα έχουμε ασθενέστερη ανάπτυξη, αυτό είναι σίγουρο. Αλλά χρειαζόμαστε την ασθενέστερη ανάπτυξη για να επαναφέρουμε τον πληθωρισμό στον στόχο», τόνισε.
Μετά την αυστηρή τοποθέτηση του Νοτ, που «δείχνει» προς μια ακόμη μεγάλη αύξηση επιτοκίων τον Δεκέμβριο, οι αγορές προσπαθούν να καταλάβουν πώς ακριβώς διαμορφώνονται οι συσχετισμοί στο επόμενο συμβούλιο. Δεδομένο είναι ότι τα «περιστέρια» θα πιέσουν για αύξηση κατά 0,50%, αλλά δεν είναι σαφές αν θα διαμορφωθεί πλειοψηφία υπέρ της άποψης αυτής.
Ο επικεφαλής οικονομολόγος της ΕΚΤ, Φίλιπ Λέιν, στέλεχος με μεγάλη βαρύτητα στη χάραξη πολιτικής και η Ίσαμπελ Σνάμπελ, μέλος του πενταμελούς εκτελεστικού συμβουλίου της ΕΚΤ, διατύπωσαν την περασμένη εβδομάδα αντικρουόμενες απόψεις για τα επιτόκια, αλλά και για τον τρόπο μέτρησης του πληθωρισμού.
Ο Λέιν, η άποψη του οποίου είναι ότι η αύξηση ρεκόρ των τιμών θα αρχίσει να υποχωρεί το επόμενο έτος, δήλωσε ότι «δεν υπάρχουν πλέον» πολλά από τα επιχειρήματα που θα δικαιολογούσαν μια νέα αύξηση των επιτοκίων κατά 75 μονάδες βάσης. Όπως είπε, τα διαδοχικά οικονομικά σοκ της πανδημίας και η άνοδος των τιμών της ενέργειας σημαίνουν ότι οι τρέχουσες μετρήσεις του πληθωρισμού θα πρέπει να μην λαμβάνονται σοβαρά υπόψη, ενώ οι προβλέψεις δείχνουν ταχεία πτώση. Η Σνάμπελ, όμως, αντέκρουσε την ιδέα των μικρότερων αυξήσεων επιτοκίων και αναφέρθηκε στις οικονομικές προβλέψεις, τονίζοντας ότι όσο περισσότερο επιτρέπεται να παραμένει υψηλός ο πληθωρισμός, τόσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος να ριζώσει.
Τα δύο κορυφαία στελέχη της ΕΚΤ διαφώνησαν επίσης για την προοπτική των μισθών, καθώς ο Λέιν είπε μόνο ότι θα πρέπει να «παρακολουθείται στενά» για οποιαδήποτε ένδειξη αδικαιολόγητης επιτάχυνσης, ενώ η Σνάμπελ ήταν πολύ αυστηρότερη, καλώντας την κεντρική τράπεζα να «αποτρέψει ένα σπιράλ αυξήσεων τιμών και μισθών» πριν καν συμβεί, υπογραμμίζοντας ότι οι μισθοί αυξάνονται «σχετικά γρήγορα».
Σημειώνεται ότι οι αγορές δυσκολεύονται να στοιχηματίσουν υπέρ ενός από τα δύο σενάρια. «Είναι εξαιρετικά συναρπαστικό. Η πρόβλεψη της επόμενης κίνησης της ΕΚΤ από έναν συμμετέχοντα στην αγορά έχει καταστεί αδύνατη», τόνισε ο Κάρστεν Μπρεζέσκι, κορυφαίος οικονομικός αναλυτής της ING. Δεδομένου ότι η ΕΚΤ έχει δηλώσει ότι θα λαμβάνει τις επόμενες αποφάσεις με βάση τα οικονομικά στοιχεία, οι περισσότεροι πιστεύουν ότι πολλά θα κριθούν από τα στοιχεία για τον πληθωρισμό -και ιδιαίτερα για τον δομικό πληθωρισμό- που θα δημοσιευθούν στις 30 Νοεμβρίου.