Ο φόβος για «εδραίωση» του πληθωρισμού στα τρέχοντα υψηλά επίπεδα αλλά και η εκτίμηση ότι η ύφεση στην ευρωζώνη θα είναι «ρηχή» αποτέλεσαν τις δύο βασικές αιτίες για τη λήψη της απόφασης για αύξηση επιτοκίων κατά 0,75% στην τελευταία συνεδρίαση της ΕΚΤ, όπως δείχνουν τα πρακτικά που δημοσιοποίησε η τράπεζα.
Παράλληλα λίγα ήταν τα μέλη της διοίκησης που τάχθηκαν υπέρ μίας μείωση κατά 0,50% , ενώ ένα από τα μείζονα θέματα ήταν η ανάγκη να υπάρξει μείωση του υπερβολικού ισολογισμού.
«Ήταν επίσης σαφές ότι τα επιτόκια θα πρέπει να αυξηθούν περαιτέρω για να φθάσουν σε ένα επίπεδο που θα επιτύχει τον μεσοπρόθεσμο στόχο της ΕΚΤ για το 2%», σημειώνεται στα πρακτικά, ενώ μέλη της διοίκησης εξέφρασαν την άποψη ότι «η νομισματική σύσφιξη θα πρέπει πιθανώς να συνεχιστεί μετά την ομαλοποίηση της κατεύθυνσης της νομισματικής πολιτικής και τη μετακίνησή της σε γενικές γραμμές ουδέτερο έδαφος».
Ενώ η ΕΚΤ δεσμεύτηκε σταθερά για περαιτέρω αυξήσεις των επιτοκίων, οι αγορές αναμένουν τώρα μια πιο μετριοπαθή κίνηση 50 μονάδων βάσης στις 15 Δεκεμβρίου, καθώς μια σειρά από υπεύθυνους χάραξης πολιτικής πρότειναν ότι μια επιβράδυνση μετά από διαδοχικές αυξήσεις 75 μονάδων βάσης ήταν σκόπιμη.
Ένας πιθανός συμβιβασμός μπορεί να είναι ότι μια μικρότερη αύξηση των επιτοκίων θα συνδυαστεί με μια πρώιμη έναρξη της μείωσης του χαρτοφυλακίου ομολόγων που αγοράζονται στο πλαίσιο του προγράμματος αγοράς περιουσιακών στοιχείων της ΕΚΤ ύψους 3,3 τρισεκατομμυρίων ευρώ, σε μια διαδικασία γνωστή ως ποσοτική σύσφιξη.
Ακόμα και αν η ΕΚΤ επιβραδύνει, οι αγορές βλέπουν το επιτόκιο καταθέσεων να διπλασιάζεται στο 3% το επόμενο έτος, καθώς ο πληθωρισμός, που τώρα βρίσκεται στο 10,6%, θα χρειαστεί χρόνια, ενδεχομένως μέχρι το 2025, για να υποχωρήσει στον στόχο του 2% που έχει θέσει η ΕΚΤ.