Ένα «δώρο», που ισοδυναμεί με το κόστος δύο επιδομάτων θέρμανσης σε ετήσια βάση, προσφέρει η ΕΚΤ στην ελληνική κυβέρνηση, με την απόφαση που έλαβε την Πέμπτη η κεντρική τράπεζα να πληρώνει στο εξής τόκους για τις καταθέσεις των κρατών της ευρωζώνης.
Μπορεί τα νέα δάνεια του Ελληνικού Δημοσίου να γίνονται στο εξής πιο ακριβά, μετά τις δύο, διαδοχικές αποφάσεις της ΕΚΤ για την αύξηση των τριών, βασικών της επιτοκίων κατά 1,25% συνολικά (0,50% + 0,75%), όμως με την ιδιότητα του καταθέτη στο Ευρωσύστημα το ελληνικό κράτος θα εισπράττει στο εξής τόκους για τα διαθέσιμα που έχει τοποθετήσει σε καταθέσεις.
Όπως εξηγούν τραπεζικές πηγές με καλή γνώση της λειτουργίας του Ευρωσυστήματος και της διαχείρισης των διαθεσίμων του Δημοσίου, την Πέμπτη το συμβούλιο της ΕΚΤ, μαζί με την απόφαση για την αύξηση επιτοκίων κατά 0,75% αποφάσισε να καταργήσει προηγούμενη απόφαση, με την οποία και οι κυβερνήσεις, όπως συνέβαινε με τις εμπορικές τράπεζες, επιβαρύνονταν με αρνητικό επιτόκιο για τις καταθέσεις τους.
Ως γνωστόν, η ΕΚΤ είχε εφαρμόσει τα τελευταία χρόνια, σε μια προσπάθεια να υποστηρίξει την ευρωπαϊκή οικονομία και να ανεβάσει τον πολύ χαμηλό -στο παρελθόν- πληθωρισμό μια πολιτική αρνητικών επιτοκίων για τις καταθέσεις των εμπορικών τραπεζών, ώστε να τους δώσει κίνητρο να αξιοποιούν προς όφελος της οικονομίας τη ρευστότητά τους, αντί να την αφήνουν να «λιμνάζει» στην κεντρική τράπεζα.
«Παράπλευρη απώλεια» αυτής της πολιτικής ήταν τα κράτη και οι οργανισμοί τους, καθώς πλήρωναν «φύλακτρα» στην ΕΚΤ (αρνητικό επιτόκιο), αντί να λαμβάνουν τόκους. Μέχρι την Πέμπτη, και μετά την αύξηση του επιτοκίου αποδοχής καταθέσεων από το -0,50% στο μηδέν, η ΕΚΤ είχε θέσει ανώτατο όριο το μηδέν για επιτόκια που πλήρωνε στα κράτη της ευρωζώνης.
Με τη νέα απόφαση, το μηδενικό πλαφόν καταργήθηκε (προσωρινά, όπως διευκρίνισε η ΕΚΤ), δεδομένου ότι το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων αυξήθηκε στο 0,75% και ορίσθηκε ότι το επιτόκιο για τα κράτη θα είναι ίσο με το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων που ισχύει για τις εμπορικές τράπεζες (0,75%) ή με το βασικό διατραπεζικό επιτόκιο της ευρωζώνης (Short Term Rate - STR), όποιο από τα δύο είναι μικρότερο.
Η απόφαση αυτή ήταν επιβεβλημένη, καθώς υπήρχε ο κίνδυνος ενός ντόμινο που θα επηρέαζε αρνητικά τις αγορές: αν τα κράτη αποφάσιζαν, λόγω του μηδενικού επιτοκίου, να αποσύρουν καταθέσεις από την ΕΚΤ και να τις τοποθετήσουν στην αγορά ομολόγων, τα πλέον ποιοτικά ομόλογα, που χρησιμοποιούνται ως εξασφαλίσεις σε συναλλαγές στην αγορά, θα κινδύνευαν να γίνουν… είδος εν ανεπαρκεία. Σημειωτέον ότι οι καταθέσεις των κυβερνήσεων στο Ευρωσύστημα υπολογίζεται ότι ξεπερνούν τα 600 δισ. ευρώ.
Πώς επηρεάζουν, όμως, οι νέες αποφάσεις την Ελλάδα; Όπως εξηγούν ενημερωμένες πηγές,
- Η ελληνική κυβέρνηση διατηρεί στην Τράπεζα της Ελλάδος, δηλαδή στο Ευρωσύστημα, καταθέσεις ύψους 33,5 δισ. ευρώ με βάση τα τελευταία στοιχεία (Ιούλιος 2022).
- Οι περισσότερες από αυτές τις καταθέσεις αποτελούν το γνωστό «μαξιλάρι», που δημιουργήθηκε στο τέλος του τρίτου μνημονίου με ευρωπαϊκά δάνεια, ως μηχανισμός προστασίας της χώρας από ενδεχόμενες δυσκολίες δανεισμού από την αγορά. Ειδικά για αυτές τις καταθέσεις, επειδή προέρχονται από ευρωπαϊκά δάνεια, είχε γίνει δεκτό ότι δεν θα επιβαρύνονται με αρνητικό επιτόκιο, αλλά το επιτόκιο ήταν μηδενικό.
- Στο εξής, όμως, και για όσο θα ισχύει η απόφαση της Πέμπτης, για αυτά τα 33,5 δισ. ευρώ καταθέσεων το Δημόσιο θα λαμβάνει τόκους με επιτόκιο 0,75%, που είναι το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων για τις εμπορικές τράπεζες, ή με βάση το STR, αν αυτό είναι μικρότερο.
- Χονδρικά αυτό σημαίνει ότι σε ένα 12μηνο οι τόκοι των καταθέσεων του Δημοσίου θα μπορούσαν να ξεπεράσουν τα 300 εκατ. ευρώ. Πρόκειται για ένα διόλου αμελητέο ποσό για τον κρατικό προϋπολογισμό, που αντιστοιχεί, για παράδειγμα, σχεδόν στο διπλάσιο της περυσινής δαπάνης για το επίδομα θέρμανσης.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η απόφαση της ΕΚΤ έγινε δεκτή με ικανοποίηση από τις κυβερνήσεις του Βορρά που διατηρούν τις μεγαλύτερες καταθέσεις στην κεντρική τράπεζα. Χθες, η γερμανική και η ολλανδική κυβέρνηση ανακοίνωσαν ότι δεν θα διαφοροποιήσουν την πολιτική τους για τη διαχείριση των διαθεσίμων τους, αλλά θα τα κρατήσουν στην ΕΚΤ μέχρι νεωτέρας, δηλαδή μέχρι να επανεξετάσει το θέμα η ΕΚΤ, τον Απρίλιο του 2023.
Αναλυτές εκτιμούν ότι, παρά το γεγονός ότι η ΕΚΤ κάνει λόγο για προσωρινή απόφαση πληρωμής τόκων στις κυβερνήσεις, στο ορατό μέλλον αυτή η απόφαση πολύ δύσκολα θα μπορούσε να ανακληθεί. Δεδομένου ότι έχουμε μπροστά μας άλλες τρεις με τέσσερις αυξήσεις επιτοκίων, σύμφωνα με όσα δήλωσε η Κριστίν Λαγκάρντ, αν η ΕΚΤ σταματήσει να πληρώνει τόκους στις κυβερνήσεις, ή επιχειρήσει να καθιερώσει επιτόκιο χαμηλότερο από το εκάστοτε επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων, οι κυβερνήσεις θεωρείται βέβαιο θα απέσυραν καταθέσεις και θα προκαλούνταν κραδασμοί στις αγορές.