Τάσεις αποκλιμάκωσης παρατηρούνται το τελευταίο διάστημα στις χρηματιστηριακές τιμές του μαλακού σίτου, που όμως δεν είναι ικανές να πυροδοτήσουν ένα καθοδικό σπιράλ στις χονδρικές και λιανικές τιμές των αλεύρων. Και τούτο διότι πρώτον, η πτώση των τιμών – τουλάχιστον προς το παρόν – είναι περιορισμένη και δεύτερον, είναι ένας δυσάρεστος αστάθμητος παράγοντας που προκαλεί σοβαρή κοστολογική επιβάρυνση.
Πηγές της αγοράς και του κλάδου της αλευροβιομηχανίας μιλώντας προς το Business Daily και θέλοντας να δείξουν το μέγεθος του προβλήματος που υπάρχει ανέφεραν πως στο αντίστοιχο περσινό διάστημα τα συμβόλαια του μαλακού σίτου κόστιζαν 217 ευρώ τον τόνο, στις 19 Μαΐου η τιμή τους ανήλθε στα 422 ευρώ και τα τωρινά συμβόλαια του Σεπτεμβρίου κοστίζουν 317,75 ευρώ τον τόνο. Το κλίμα βελτιώθηκε διεθνώς μετά από την συμφωνία μεταξύ της Ρωσίας και της Ουκρανίας για την μεταφορά των «μπλοκαρισμένων» ποσοτήτων μαλακού σίτου στα σιλό της Μαύρης Θάλασσας.
Ωστόσο και προς το παρόν την μείωση των τιμών την αντιλαμβάνονται μόνο οι αλευροβιομηχανίες και δεν είναι δυνατή η μετακύλισή της διότι υπάρχει ο αστάθμητος παράγοντας του ενεργειακού κόστους.
Παράλληλα είναι σταθερά μειωμένη τόσο η βιομηχανική όσο και η λιανική αγορά, γεγονός που σε ένα βαθμό οφείλεται στον «πανικό» που επικράτησε τον περασμένο Μάρτιο με τους καταναλωτές να «στοκάρουν» κάθε είδους τρόφιμο που μπορεί να διατηρηθεί επί μακρόν. Έτσι πχ οι μπισκοτοποιίες παρουσίασαν ένα πολύ καλό πρώτο εξάμηνο, λόγω της υπερβάλλουσας κατανάλωσης του Μαρτίου. Επίσης πολύ χαμηλά κινούνται και οι πωλήσεις αλεύρων από τα σούπερ μάρκετ για τον ίδιο ακριβώς λόγο, ήταν από τα προϊόντα που αποθηκεύτηκαν για τις πιθανές δύσκολες ημέρες.
Αντιθέτως στη διάρκεια του τελευταίου διμήνου θετικό πρόσημο παρουσιάζουν οι βιοτεχνίες και οι βιομηχανίες που παρασκευάζουν πίτες για τα ψητοπωλεία. Πηγές τις αγοράς αποδίδουν το φαινόμενο στην τουριστική κίνηση. Και πράγματι μία βόλτα στο τουριστικό κέντρο της Αθήνας μπορεί να το επιβεβαιώσει.
Κατά τα άλλα οι διοικήσεις των επιχειρήσεων προετοιμάζονται για ένα δύσκολο χειμώνα. Και οι προγνώσεις για τους μικρού και ενδεχομένως αδύναμους οικονομικά δεν είναι ευοίωνες. Όπως έλεγαν πηγές της αγοράς μεσαίου μεγέθους και μεγάλες επιχειρήσεις που έχουν την οικονομική ευχέρεια να περάσουν από μία κερδοφόρα ακόμη και σε μία ζημιογόνα χρήση, μπορεί να περάσουν «δύσκολες ώρες» αλλά δεν θα κινδυνεύσουν.
Στον κλάδο της αλευροβιομηχανίας άλλες πηγές έλεγαν ότι μία ασφαλής διέλευση μέσα από τις δυσχέρειες που επιφυλάσσουν οι αναστατώσεις του ευρωπαϊκού και κατά συνέπεια του εθνικού περιβάλλοντος, προϋποθέτει την ύπαρξη αναγκαίων αποθεμάτων τόσο σε πρώτες όσο και σε βοηθητικές ύλες ακόμη κι αν αυτές έχουν υψηλό κόστος ή εν πάση περιπτώσει υψηλότερο από το τρέχον. Το βασικό στην προκειμένη περίπτωση έλεγαν οι εταιρείες πρέπει να κάνουν συντήρηση πάση θυσία και σε καμία περίπτωση να περιοριστεί η παρουσία τους στην αγορά, δηλαδή να μην χάσουν μερίδια αγορά, έστω κι αν χρειαστεί στο «κάτω μέρος του ισολογισμού» να εμφανιστεί αρνητικό πρόσημο. Εφόσον βεβαίως έχουν την δυνατότητα.