Με το ηλεκτρονικό εμπόριο να ανθεί σημειώνοντας διψήφιους ρυθμούς ανάπτυξης, οι ελληνικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις βρίσκονται μπροστά σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι που μπορεί να κρίνει την επόμενη ημέρα και την μακροπρόθεσμη επιβίωσή τους.
Αν και οι ηλεκτρονικές πωλήσεις των μικρομεσαίων στην Ελλάδα ξεπερνούν τον μέσο όρο των ευρωπαϊκών, ωστόσο προκαλεί προβληματισμό το γεγονός ότι υστερούν σημαντικά στη ψηφιακή ετοιμότητα δηλαδή την ευρύτερη ικανότητά τους στην υιοθέτηση και χρήση σημαντικών ψηφιακών εφαρμογών και υποδομών, όσον αφορά στην ψηφιακή παρουσία και επικοινωνία, τις ψηφιακές συναλλαγές και προωθήσεις, τα διοικητικά συστήματα διαχείρισης πόρων και τις ψηφιακές υποδομές.
Σύμφωνα με τα όσα αναφέρει η έκθεση DESI της Κομισιόν για την ψηφιακή ετοιμότητα των κρατών μελών, η Ελλάδα βρίσκεται πάνω από τον μέσο της ΕΕ στις πωλήσεις που πραγματοποιούν μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις μέσω διαδικτύου με το ποσοστό αυτό να είναι στο 20% έναντι 18%.
Παράλληλα η χώρα έχει σημειώσει επίσης πρόοδο όσον αφορά τον πληθυσμό που διαθέτει τουλάχιστον βασικές ψηφιακές δεξιότητες και με ποσοστό 52% πλησιάζει πολύ κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο που είναι στο 54%.
Ωστόσο μόλις το 39% των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στην Ελλάδα παρουσιάζουν τουλάχιστον βασικό επίπεδο ψηφιακής έντασης έναντι 55% που είναι ο ευρωπαϊκός μέσος όρος, ενώ την ίδια στιγμή αυξάνονται οι ηλεκτρονικές πωλήσεις εκτός συνόρων για τις ευρωπαϊκές μικρομεσαίες.
Η έλλειψη ενημέρωσης και εκπαίδευσης, πόρων και δεξιοτήτων φαίνεται να είναι τα βασικά εμπόδια στην αξιοποίηση των ψηφιακών τεχνολογιών για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Πάντως οι ελληνικές μικρομεσαίες έχουν την ευκαιρία να καλύψουν το ψηφιακό χάσμα που τις χωρίζει με τους μεγάλους παίκτες μέσω των κονδυλίων από τις δράσεις του Ταμείου Ανάκαμψης για την ψηφιακή μετάβαση που θα φτάσουν τα 445 εκατ. ευρώ.
Διψήφια πορεία ανάπτυξης σημειώνει το ηλεκτρονικό εμπόριο
Εκτός από την αύξηση των ηλεκτρονικών καταστημάτων, καταγράφεται και σημαντική άνοδος στον τζίρο των ηλεκτρονικών καταστημάτων, σύμφωνα με στοιχεία έρευνας που δημοσίευσε πρόσφατα η Generation Y.
Στην έκθεση αναφέρεται πως στο τρίμηνο Μαΐου- Αυγούστου ο συνολικός τζίρος σε αθλητικά είδη, μόδα, και ηλεκτρονικά φαρμακεία, ενισχύθηκε σε σύγκριση με το ίδιο διάστημα, από το 2019 έως το 2021. Ειδικότερα τον Ιούλιο καταγράφεται αύξηση της τάξης 10%-25%, με τον τζίρο να φτάνει σε ιστορικό υψηλό σημειώνοντας 34% αύξηση σε σχέση με τον περυσινό Ιούλιο και 20% άνοδο από τον Μάιο του 2022.
Έχοντας κλείσει με ιδιαίτερα ενθαρρυντικό τρόπο τον Ιούλιο, οι προσδοκίες για τον Αύγουστο είναι ακόμα υψηλότερες, ενώ η αγορά του ηλεκτρονικού εμπορίου προβλέπεται πως θα αυξηθεί με ετήσιο ρυθμό άνω του 12% στην πενταετία 2022-2027 με τον αριθμό των χρηστών έως το 2025 να έχει φτάσει τα 6 εκατ. άτομα, με τους καταναλωτές να δίνουν μεγαλύτερη βαρύτητα στην ταχύτητα και ποιότητα των συναλλαγών.
Οι ηλεκτρονικές σελίδες πώλησης (e-shop) έχουν ξεπεράσει τις 18.000 στην Ελλάδα με τον τζίρο το 2021 να ξεπερνά τα 14 δισ. ευρώ, σύμφωνα με στοιχεία έρευνας του ELTRUN.
Γιατί είναι απαραίτητος ο ψηφιακός μετασχηματισμός των μικρομεσαίων
Παρά την πρόοδο που έχει καταγράψει η χώρα όσον αφορά τον πληθυσμό που διαθέτει βασικές ψηφιακές δεξιότητες, σύμφωνα με τα στοιχεία της έκθεσης DESI, οι Έλληνες μικρομεσαίοι επιχειρηματίες μένουν πίσω στην ενσωμάτωση των ψηφιακών τεχνολογιών. Μόλις το 39% των ΜμΕ παρουσιάζουν τουλάχιστον βασικό επίπεδο ψηφιακής έντασης.
Κάτι που είχε υποδείξει και η έρευνα του ELTRUN, αναφέροντας ότι καταγράφονται μεν αυξητικές τάσεις στην ψηφιακή ωριμότητα των μικρομεσαίων με μόλις το 19% να βρίσκεται σε υψηλό επίπεδο, με την πρόοδο να είναι αρκετά χαμηλότερη από αυτή που προβλεπόταν πριν από τα δύο χρόνια της πανδημίας.
Η έλλειψη ενημέρωσης και εκπαίδευσης, πόρων και δεξιοτήτων φαίνεται να είναι τα βασικά εμπόδια στην αξιοποίηση των ψηφιακών τεχνολογιών για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, με την έκθεση να επισημαίνει ότι οι ψηφιακά πιο ώριμες εταιρείες ήταν σε ευνοϊκότερη θέση για να ξεπεράσουν τα προβλήματα που προκάλεσε ο COVID, καθώς χρησιμοποίησαν περισσότερο -και συνδυαστικά- τις διαθέσιμες τεχνολογίες. Έτσι, επανήλθαν πιο εύκολα στην προγενέστερη κατάσταση και επηρεάστηκαν λιγότερο αρνητικά.
Η έρευνα σημείωνε πως το 78% των μικρομεσαίων διαθέτουν ηλεκτρονική σελίδα, με την ανάπτυξη των eshop να υπάρχει αλλά να είναι μικρή καθώς από το 17% του 2020 είχε ανέλθει στο 24%, με το 7% να βρίσκεται σε ηλεκτρονικό marketplace. Ανησυχητικό γεγονός αποτελεί ωστόσο πως το 70% των μικρομεσαίων δεν σχεδιάζουν καν την δημιουργία e-shop ενώ μόλις το 6% δεν αποκλείει αυτή την πιθανότητα.
Επιπλέον 7 στις 10 είχαν αναφέρει πως θα συνεχίσουν να χρησιμοποιούν τις ψηφιακές τεχνολογίες που αξιοποίησαν για να ξεπεράσουν τις δυσκολίες της πανδημίας. Το 75% των επιχειρήσεων παρατήρησαν αύξηση στην κίνηση του ηλεκτρονικού τους καταστήματος, ενώ αυξημένα είναι επίσης τα ποσοστά στις τηλεφωνικές πωλήσεις (53%), στις ψηφιακές προωθητικές ενέργειες (66%), την τηλεργασία (52%) και τις τηλεδιασκέψεις (88%).
Αναπτύσσεται το ηλεκτρονικό εμπόριο των μικρομεσαίων στην ΕΕ
Όπως αναφέρει η Κομισιόν στην έκθεση DESI, περίπου μία στις πέντε μικρομεσαίες επιχειρήσεις της ΕΕ πραγματοποίησε ηλεκτρονικές πωλήσεις το 2021, οι οποίες αντιστοιχούν στο 12% του συνολικού κύκλου εργασιών. Μεταξύ του 2015 και του 2021, το ποσοστό των ΜμΕ που πωλούν μέσω διαδικτύου αυξήθηκε κατά 3% και ο κύκλος εργασιών αυτών των επιχειρήσεων που επιτυγχάνεται από τις διαδικτυακές πωλήσεις αυξήθηκε κατά 2%.
Σημειώνει πως οι επιχειρήσεις επωφελούνται από το διασυνοριακό ηλεκτρονικό εμπόριο αξιοποιώντας τις οικονομίες κλίμακος που μειώνουν το κόστος, αυξάνουν την ανταγωνιστικότητα και βελτιώνουν την παραγωγικότητα. Επισημαίνει πως το οι πωλήσεις εκτός συνόρων είναι πολύ σημαντικές για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, ιδιαίτερα για όσες περιορίζονται σε μικρή εγχώρια αγορά.
Ωστόσο, μόνο το 9% των μικρομεσαίων επιχειρήσεων πραγματοποίησε διαδικτυακές πωλήσεις σε πελάτες σε άλλες χώρες της ΕΕ το 2021, με την Αυστρία να κατέχει την πρώτη θέση στις διασυνοριακές διαδικτυακές πωλήσεις (το 16% των αυστριακών επιχειρήσεων έχουν διαδικτυακές πωλήσεις διασυνοριακά σε άλλες χώρες της ΕΕ), ακολουθούμενη από το Βέλγιο, τη Δανία, τη Μάλτα και τη Σλοβενία (όλες πάνω από 13%).
Συνολικά οι μικρομεσαίες σε Δανία, τη Σουηδία, την Ιρλανδία, τη Λιθουανία και το Βέλγιο έχουν το μεγαλύτερο ποσοστό διαδικτυακών πωλήσεων (30% ή περισσότερο).
Η έκθεση αναφέρει επίσης πως η πλειονότητα (56%) των μικρομεσαίων επιχειρήσεων με διαδικτυακές πωλήσεις σε άλλες χώρες της ΕΕ δεν αντιμετωπίζει δυσκολίες κατά την διαδικασία πώλησης εκτός συνόρων.
Από την άλλη πλευρά, το 43% αναφέρει τουλάχιστον ένα εμπόδιο που σχετίζεται κυρίως με οικονομικούς παράγοντες (π.χ. υψηλό κόστος παράδοσης ή επιστροφής προϊόντων, πρόβλημα που αναφέρει το 28% των ΜμΕ). Τα προβλήματα που σχετίζονται με την επίλυση παραπόνων και διαφορών (13%) και η έλλειψη γνώσης ξένων γλωσσών (10%) επισημαίνονται επίσης ως δυσκολίες από τις ΜΜΕ που πωλούν μέσω διαδικτύου σε άλλες χώρες της ΕΕ.