Ολοένα και περισσότερο ενισχύεται η αμερικανική παρουσία στην ελληνική οικονομία με σειρά από επενδύσεις και στρατηγικές συμφωνίες, με τον υπ. Ανάπτυξης και Επενδύσεων Αδ. Γεωργιάδη να σημειώνει το γεγονός ότι η Ελλάδα έχει γίνει πλέον ένας πιο επιθυμητός επενδυτικός προορισμός.
Όπως αναφέρεται σε σημερινή ανακοίνωση του Ελληνο-Αμερικανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου, η συζήτηση με τίτλο: "Challenges and Opportunities of the U.S. Incoming Tourism and Investment for Greece. Building a Stronger Future Ahead", επικεντρώθηκε στη σημασία του αυξημένου αριθμού απευθείας πτήσεων ΗΠΑ - Ελλάδας και της βιομηχανίας της κρουαζιέρας, στις επενδυτικές προοπτικές των ΗΠΑ στην ελληνική ταξιδιωτική και τουριστική βιομηχανία και στις υπηρεσίες και τουριστικές υποδομές που παρέχει η χώρα μας.
O υπουργός Τουρισμού Βασίλης Κικίλιας, μίλησε για τη στρατηγική σχέση Ελλάδας-ΗΠΑ στον τομέα του τουρισμού και στις πρωτοβουλίες που οδηγούν στην αναβάθμιση του τουριστικού προϊόντος της χώρας. «Τα τελευταία χρόνια υπάρχει αξιοσημείωτη αναβάθμιση των σχέσεων Ελλάδας-ΗΠΑ στον τουρισμό, μετά από μια σειρά στρατηγικών συμφωνιών με σημαντικότερη αυτή που επιτεύχθηκε με τις αμερικανικές αερογραμμές για 63 απευθείας πτήσεις την εβδομάδα από τις ΗΠΑ στο «Ελ. Βενιζέλος». Το αποτέλεσμα είναι να επισκέπτονται την Αθήνα και τους τουριστικούς προορισμούς της χώρας μας πλήθος high spenders ταξιδιωτών, οι οποίοι ενισχύουν σημαντικά την οικονομία της χώρας, τον τουριστικό κλάδο, την εστίαση, το εμπόριο και τελικά το εισόδημα της μέσης ελληνικής οικογένειας».
Ο υπουργός Ανάπτυξης και Επενδύσεων, Άδωνις Γεωργιάδης, ανέφερε: «Τα τελευταία τρία χρόνια έχει υπάρξει σημαντική πρόοδος της αμερικανικής παρουσίας στην Ελλάδα. Στην αρχή της θητείας μου ως υπουργός δεν μπορούσα να φανταστώ όλα αυτά που έχουν ήδη πραγματοποιηθεί. Η αλήθεια είναι ότι η αμερικανική παρουσία είναι πολύ ισχυρή. Από την πλευρά μας, δουλεύουμε και συνεργαζόμαστε στενά με την αμερικανική κυβέρνηση για να μπορέσουμε να πετύχουμε τους κοινούς μας στόχους. Προχωρήσαμε σε συμφωνία με την κυβέρνηση των ΗΠΑ, ώστε να ενθαρρύνουμε αμερικανικές επιχειρήσεις να επενδύσουν στην χώρα μας. Το αποτέλεσμα ήταν, όπως όλοι ξέρουμε, αμερικανικοί κολοσσοί τελικά να εμπιστευτούν την Ελλάδα και να επενδύσουν σε αυτήν. Το ευχάριστο είναι πως οι επενδυτές είναι ικανοποιημένοι από την απόφασή τους, διαπιστώνοντας ότι υπάρχει πολιτική σταθερότητα και εργατικό δυναμικό το οποίο είναι εξειδικευμένο και ανταποκρίνεται στις ανάγκες».
Από την πλευρά του, ο πρέσβης των ΗΠΑ στην Αθήνα, Τζορτζ Τσούνις, αναφέρθηκε στις προοπτικές της χώρας στον κλάδο του τουρισμού, λέγοντας χαρακτηριστικά: «Η τουριστική περίοδος έχει ξεκινήσει εξαιρετικά. Ανυπομονώ για άλλη μία χρονιά που θα σπάσει όλα τα προηγούμενα ρεκόρ, καθώς προοδευτικά οι Αμερικανοί και οι αμερικανικές εταιρείες επενδύουν ολοένα και περισσότερο στην Ελλάδα, ανακαλύπτοντας όλα όσα έχει να προσφέρει».
Ο πρόεδρος του Ελληνο-Αμερικανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου, Νικόλαος Μπακατσέλος, δήλωσε: «Εξερχόμενη από τις πιο σκοτεινές μέρες της πανδημίας, η χώρα μας φέτος άνοιξε νωρίς την τουριστική της σεζόν και αξιοποίησε την αυξανόμενη ζήτηση για διακοπές στην Ευρώπη, καταγράφοντας εντυπωσιακή ανάκαμψη παρά τις συνεχιζόμενες προκλήσεις και τα υψηλά επίπεδα αβεβαιότητας. Πράγματι, οποιαδήποτε συζήτηση για την κατάσταση και το μέλλον της ταξιδιωτικής και τουριστικής βιομηχανίας σήμερα πρέπει να ξεκινήσει με μια ειλικρινή αναγνώριση δύο βασικών παραγόντων που διαμορφώνουν αυτήν τη στιγμή τις εξελίξεις.
Τις συνεχιζόμενες επιπτώσεις της πανδημίας Covid-19 και τον αντίκτυπο της αύξησης των τιμών της ενέργειας. Ωστόσο, η Ελλάδα, παρά τις δυσκολίες που υπάρχουν σε παγκόσμιο επίπεδο, εξακολουθεί να είναι κορυφαίο τουριστικό brand. Έχει καθιερωθεί ως προορισμός τουριστικών επενδύσεων, με περισσότερα από 16.000 χιλιόμετρα ακτογραμμής, τεράστια φυσική ομορφιά και γεωγραφική ποικιλομορφία, πλούσια πολιτιστική κληρονομιά και μια καλά ανεπτυγμένη τουριστική βιομηχανία. Η αύξηση της πολιτικής σταθερότητας, η επιτυχής αντιμετώπιση της πανδημίας του Covid-19 και μια σειρά στοχευμένων μεταρρυθμίσεων τα τελευταία χρόνια συνέβαλαν περαιτέρω στη δημιουργία ενός ευνοϊκού επενδυτικού περιβάλλοντος στη χώρα».