Μπαράζ δυσάρεστων μηνυμάτων από στελέχη της ΕΚΤ αλλά και τη Morgan Stanley για την οικονομία της ευρωζώνης, τις αυξήσεις επιτοκίων και το μέλλον πληθωρισμού και ανάπτυξης.
Σε συνέντευξή του στο CNBC, ο Φίλιπ Λέιν, επικεφαλής των οικονομολόγων της ΕΚΤ τόνισε ότι η τράπεζα θα πρέπει να παραμείνει σε επαγρύπνηση τους επόμενους μήνες, καθώς οι προοπτικές δείχνουν ότι ο πληθωρισμός τους επόμενους μήνες θα κινηθεί ακόμη υψηλότερα, ενώ υπάρχουν φόβοι για υποχώρηση της ανάπτυξης λόγω μείωσης των καταναλωτικών δαπανών.
«Υπάρχει αβεβαιότητα και έχουμε να διαχειριστούμε δύο κινδύνους. Στη μία πλευρά το γεγονός ότι υπάρχουν «δυνάμεις» που μπορούν να οδηγήσουν υψηλότερα τον πληθωρισμό και μάλιστα υψηλότερα των εκτιμήσεων αλλά και για μεγαλύτερο διάστημα. Στην άλλη πλευρά υπάρχει ο κίνδυνος χαλάρωσης της οικονομίας, κάτι το οποίο μπορεί να περιορίσει τις πληθωριστικές πιέσεις.
Ως εκ τούτου θα πρέπει να έχουμε ξεκάθαρη εικόνα στις επόμενες συναντήσεις της ΕΚΤ, ώστε να ξεφύγουμε από τα πολύ χαμηλά επιτόκια των τελευταίων δεκαετιών αλλά και να εξετάζουμε με πολύ προσοχή τα θεμελιώδη δεδομένα. Και να καθορίζουμε την πολιτική μας βάσει αυτών», σημείωσε χαρακτηριστικά.
«Μπορείς άραγε να αυξάνεις τα επιτόκια εάν υπάρχει ύφεση αλλά ο πληθωρισμός είναι υψηλός; Πρόκειται για μία μάλλον ασυνήθιστη τακτική», εκτίμησε ο Έρικ Νίλσεν, οικονομολόγος της UniCredit.
Υπενθυμίζεται ότι η ΕΚΤ έχει προαναγγείλει αύξηση επιτοκίων κατά 25 μονάδες βάσης την 21η Ιουλίου, ενώ έρχεται και μία ακόμη τον Σεπτέμβριο, με το ερωτηματικό να είναι εάν θα είναι 25 ή 50 μονάδες βάσης.
Πιο επιθετικός, κάτι που δεν είναι ασυνήθιστο, στις απόψεις του ήταν ο διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας της Αυστρίας, Ρόμπερτ Χόλτζμαν, ο οποίος έδειξε ότι τάσσεται υπέρ περαιτέρω αυξήσεων επιτοκίων μετά από αυτές Ιουλίου και Σεπτεμβρίου.
«Θα πρέπει να εξετάσουμε τις οικονομικές εξελίξεις αλλά και την πορεία του πληθωρισμού και κατόπιν διαθέτουμε περιθώρια για μάλιστα διευρυμένα για αυξήσεις 0,25% ή και 0,5% ανάλογα με το ποιο επίπεδο θεωρούμε ορθό», σημείωσε ο Χόλτζμαν.
Στις παραπάνω δηλώσεις έρχεται να προστεθεί και δυσοίωνη εκτίμηση της Morgan Stanley, οι αναλυτές της οποίας εκτιμούν ότι η ευρωζώνη θα διολισθήσει σε ύφεση κατά το δ’ τρίμηνο του 2022, κυρίως λόγω των ενεργειακών προβλημάτων και τη μείωση της ροής προμηθειών από τη Ρωσία.
«Τα ρίσκα αναφορικά με τις προοπτικές της ευρωζώνης έχουν δυσχεράνει», τονίζεται στην έκθεση της τράπεζας, η οποία, μάλιστα, προβλέπει ότι η ΕΚΤ θα ξεκινήσει να αυξάνει τα επιτόκια από τον Ιούλιο και θα το πράττει σε κάθε συνεδρίασή της, με αποτέλεσμα οι συνολικές αυξήσεις διαμορφωθούν στις 75 μονάδες βάσης έως τον Δεκέμβριο του 2022.
Σε ομιλία της στο συνέδριο της ΕΚΤ στην Πορτογαλία κάτι παραπάνω από ξεκάθαρη ήταν και η Κριστίν Λαγκάρντ, η οποία παραδέχθηκε ότι η ΕΚΤ δεν τα κατάφερε και τόσο καλά στις εκτιμήσεις της για τον πληθωρισμό, ενώ άφησε να εννοηθεί ότι θα υπάρξουν συνεχείς αυξήσεις επιτοκίων αρχής γενομένης από τα τέλη Ιουλίου.
Το μήνυμα της κας Λαγκάρντ ήταν σαφές: «Θα συνεχίσουμε σε αυτή την πορεία εξομάλυνσης (σ.σ.: της νομισματικής πολιτικής) - και θα προχωρήσουμε όσο χρειάζεται για να διασφαλίσουμε ότι ο πληθωρισμός θα σταθεροποιηθεί στο στόχο μας του 2% μεσοπρόθεσμα». Φρόντισε, μάλιστα, να ντύσει τη δήλωσή της και ένα απόφθεγμα που αποδίδεται στον Βίκτορ Ουγκώ, σύμφωνα με το οποίο «η επιμονή είναι το μυστικό όλων των θριάμβων».
Επανέλαβε ότι η ΕΚΤ διαθέτει ευελιξία αναφορικά με τις παρεμβάσεις της στην αγορά ομολόγων, μέσω επαναεπενδύσεων των ομολόγων του ΡΕΡΡ που λήγουν αλλά και μέσω του περίφημου νέου εργαλείου που θα δημιουργηθεί. Ως προς αυτό, πάντως, παρέμεινε «σφίγγα», επαναλαμβάνοντας απλά μία παράγραφο της τελευταίας ανακοίνωσης της ΕΚΤ μετά τη συνεδρίασή της στα μέσα Ιουνίου.
Ένα ακόμη μήνυμα που έστειλε η κα Λαγκάρντ, έστω και έμμεσα, ήταν ότι δεν θα πρέπει να γίνεται σύγκριση με την οικονομία της ευρωζώνης και αυτής των ΗΠΑ, σημειώνοντας ότι η ευρωζώνη είναι μία «ατελής ένωση» 19 χωρών. «η ζώνη του ευρώ διαθέτει ένα μοναδικό θεσμικό πλαίσιο, το οποίο βασίζεται σε 19 όχι ακόμη πλήρως ενοποιημένες εθνικές χρηματοπιστωτικές αγορές και 19 εθνικές δημοσιονομικές πολιτικές, με περιορισμένο συντονισμό. Αυτό ενέχει τον κίνδυνο η κατεύθυνση της νομισματικής μας πολιτικής να μεταδίδεται άνισα σε ολόκληρη την Ένωση», σημείωσε.