Κατά μία θέση σε σχέση με πέρυσι υποχώρησε η Ελλάδα στην παγκόσμια κατάταξη ανταγωνιστικότητας του Διεθνούς Ινστιτούτου Ανάπτυξης του Μάρκετινγκ (IMD) της Ελβετίας, με αποτέλεσμα να κατατάσσεται πλέον 46η μεταξύ 63 χωρών, έχοντας πάντως βελτιώσει την εικόνα της κατά 10 θέσεις από το 2018 ώς σήμερα και έχοντας αντέξει στους κραδασμούς της υγειονομικής κρίσης.
Όπως επισημαίνεται σε σχετική ανακοίνωση του Συνδέσμου Βιομηχανιών Ελλάδος (ΣΒΕ), «παρά τη σφοδρή υγειονομική κρίση, η Ελλάδα υποχωρεί οριακά, μόλις κατά μία θέση στη διεθνή κατάταξη ανταγωνιστικότητας. Παράλληλα, όμως, και παρά την οριακή πτώση της χώρας στην παγκόσμια κατάταξη, η συνολική βαθμολογία της χώρας έχει βελτιωθεί», και υπογραμμίζει πως η τρέχουσα αξιολόγηση προκύπτει από την υποχώρησή της στις τρεις από τις τέσσερις κατηγορίες δεικτών της μεθοδολογίας της Παγκόσμιας Επετηρίδας Ανταγωνιστικότητας του IMD.
Ειδικότερα, η χώρα παρουσιάζει υποχώρηση τριών θέσεων στην κατηγορία δεικτών της «Κυβερνητικής Αποτελεσματικότητας» (55η) και δύο θέσεων σε καθεμία από εκείνες της «Επιχειρηματικής Αποτελεσματικότητας» (46η) και των «Υποδομών». Στην κατηγορία δεικτών της «Οικονομικής Αποδοτικότητας», η Ελλάδα βελτίωσε τη κατάταξή της κατά μία θέση (κατατάσσεται 51η), κυρίως χάρη στη βελτίωση των επιδόσεων στους επιμέρους δείκτες που αφορούν στο «Διεθνές Εμπόριο».
Οι απειλές για την ανταγωνιστικότητα και η ανάγκη για συμμαχίες
«Η ισχυρή διαφοροποίηση που εμφανίζει η χώρα τόσο σε όρους αγορών, όσο και σε όρους προϊόντων, καθώς και η σημαντική αύξηση που σημείωσαν οι εξαγωγές προϊόντων, τροφοδοτούν κατά μεγάλο βαθμό την άνοδο της χώρας κατά 22 θέσεις (από την 39 η το 2021, στην 17 η το 2022) στην υποκατηγορία δεικτών "Διεθνές Εμπόριο". Το γεγονός αυτό τονίζει τη δυναμική που μπορεί να προσφέρει στην ανάπτυξη της χώρας η έμπρακτη υποστήριξη της μεταποίησης και της βιομηχανίας για την παραγωγή διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας», υπογραμμίζεται στην ανακοίνωση του ΣΒΕ.
Σχολιάζοντας τα φετινά αποτελέσματα της Παγκόσμιας Επετηρίδας Ανταγωνιστικότητας του IMD, ο πρόεδρος του ΣΒΕ Αθανάσιος Σαββάκης δήλωσε: «Η αντιμετώπιση των πληθωριστικών πιέσεων που δέχεται η χώρα είναι ο καθοριστικός παράγοντας για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητάς της τα επόμενα χρόνια, αφού το κύριο κριτήριο ανταγωνισμού των ελληνικών προϊόντων στις ξένες αγορές είναι το κόστος. Επίσης, η αναβίωση γεωπολιτικών εντάσεων καθιστά επιτακτική τη δημιουργία σημαντικών συμμαχιών σε εθνικό και σε επιχειρηματικό επίπεδο, για την θωράκιση της χώρας από μελλοντικές απειλές κάθε είδους. Σε αυτό το αβέβαιο παγκόσμιο περιβάλλον, η ελληνική κυβέρνηση έχει ανταποκριθεί θετικά στην αντιμετώπιση την πολυεπίπεδων κρίσεων της τελευταίας τριετίας. Αυτό αντανακλάται στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας κατά 10 θέσεις από το 2018 έως το 2022».
Κατά τον ΣΒΕ, για την περαιτέρω βελτίωση της θέσης της χώρας μας στη διεθνή κατάταξη ανταγωνιστικότητας, βασική προϋπόθεση αποτελεί η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων στην οικονομία και η επαναφορά της μεταποίησης στην προτεραιότητα υποστήριξης από μέρους της πολιτείας. Στο πλαίσιο αυτό προτείνει δράσεις για: πρώτον, την εισαγωγή ειδικών προγραμμάτων για την προσαρμογή της εγχώριας βιομηχανικής βάσης ούτως ώστε ν' αντιμετωπίσει με επιτυχία τις προκλήσεις που θα προκύψουν από την 4η βιομηχανική επανάσταση.
Δεύτερον, την ανάπτυξη μεσαίων στελεχών για τη βιομηχανία και επαγγελματιών με τεχνικές δεξιότητες. Τρίτον, την προσαρμογή των τοπικών βιομηχανικών οικοσυστημάτων στις αρχές της ενεργειακής αποδοτικότητας και της κυκλικής οικονομίας, τέταρτον την εισαγωγή εκπαιδευτικών προγραμμάτων που θα υποστηρίζουν την προσαρμογή της ελληνικής οικονομίας στην ψηφιακή και την πράσινη μετάβαση, και, πέμπτον, την προσέλκυση Άμεσων Ξένων Επενδύσεων.
Δεύτερη η Ελλάδα στον δείκτη συγκέντρωσης εξαγωγών
Οι δύο δείκτες που παρουσίασαν σημαντική βελτίωση και αποτελούν «δυνατά σημεία» για τη χώρα είναι, σύμφωνα με τον ΣΒΕ, η υψηλή διαφοροποίηση των εξαγωγικών αγορών, όπως αποτυπώνεται στον δείκτη «Συγκέντρωση των Εξαγωγών», όπου η Ελλάδα κατατάσσεται δεύτερη μεταξύ 63 χωρών και η επίδοσή της στη «Μακροχρόνια ανάπτυξη της απασχόλησης», όπου βρίσκεται στην τέταρτη θέση. Αντίθετα, οι δύο δείκτες οι οποίοι χρήζουν αντιμετώπισης για την περαιτέρω ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας είναι η «Ανεργία των νέων» (στην 61 η θέση μεταξύ 63 οικονομιών) και το εμπορικό ισοζύγιο (60ή μεταξύ 63 οικονομιών).
Για το 2022, στην πρώτη θέση της παγκόσμιας κατάταξης βρίσκεται η Δανία (υψηλότερα κατά δυο θέσεις, σε σχέση με πέρυσι). Η επιτυχία της Δανίας οφείλεται στην προσέλκυση ξένων επενδύσεων, στην εξαιρετική αποτελεσματικότητα στη λειτουργία των επιχειρήσεων, καθώς και στη λειτουργία του δημόσιου τομέα.
Η Ελβετία, περυσινή «πρωταθλήτρια» στην παγκόσμια κατάταξη ανταγωνιστικότητας, υποχώρησε κατά μία θέση, λόγω μείωσης των ξένων επενδύσεων και της απασχόλησης. Η Σιγκαπούρη επανέρχεται στην πρώτη τριάδα, κερδίζοντας δύο θέσεις το 2022 σε σχέση με το προηγούμενο έτος, χάρη στην ισχυρή επίδοση της συγκεκριμένης οικονομίας, στα υψηλά επίπεδα απασχόλησης και στην αποτελεσματική διαχείριση των δημόσιων οικονομικών.
Στην πρώτη δεκάδα των πλέον ανταγωνιστικών οικονομιών, κυριαρχούν «μικρές» οικονομίες. Πέραν της πρώτης τριάδας -Δανία, Ελβετία, Σιγκαπούρη- τη δεκάδα συμπληρώνουν η Σουηδία στην 4η θέση (έχοντας χάσει δύο θέσεις σε σχέση με πέρυσι), το Χονγκ-Κονγκ στην 5η (υψηλότερα κατά δύο θέσεις), η Ολλανδία στην 6η (-2), η Ταΐβάν στην 7η (+1), η Φιλανδία στην 8η, μπαίνοντας για πρώτη φορά στην πρώτη δεκάδα, η Νορβηγία στην 9η (-3) και οι ΗΠΑ στη 10η θέση, όπως και πέρυσι.
Αναλύοντας τις επιδόσεις των χωρών που βρίσκονται στις υψηλότερες θέσεις στην παγκόσμια κατάταξη ανταγωνιστικότητας αναδεικνύεται το γεγονός ότι οι θεμελιώδεις αρχές της ανταγωνιστικότητας παραμένουν σταθερές: η ορθή λειτουργία του θεσμικού πλαισίου, το κράτος δικαίου, οι υποδομές και η εκπαίδευση.