Σε σημαντική υποβάθμιση της εκτίμησής του για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας το 2022 προχωρά σε έκθεσή του ο ΟΟΣΑ καθώς τοποθετεί τον ρυθμό στο 2,8% από 4,8% που ανέμενε τον Δεκέμβριο. Για το 2023 ο διεθνής οργανισμός «βλέπει» ανάπτυξη 2,5% (από 2,9% τον Δεκέμβριο).
Αρκετά υψηλά θα διατηρηθεί και ο εναρμονισμένος δείκτης τιμών καταναλωτή, καθώς θα φθάσει φέτος στο 5,4%, ενώ θα υποχωρήσει στο 3,8% το επόμενο έτος.
Όπως τονίζεται στην έκθεση του διεθνούς οργανισμού η ανάκαμψη αναμένεται να επιβραδυνθεί το 2022. Η άνοδος των παγκόσμιων τιμών, η αυξημένη αβεβαιότητα και η σύσφιξη των νομισματικών συνθηκών θα αντισταθμιστούν εν μέρει από τις εκταμιεύσεις του σχεδίου ανάκαμψης και ανθεκτικότητας της Ελλάδας, τη δημοσιονομική στήριξη των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων και την αύξηση των εξαγωγών και των επενδύσεων.
Η αύξηση της απασχόλησης αναμένεται να σταματήσει προσωρινά, καθώς οι εργοδότες αντιμετωπίζουν μεγαλύτερη αβεβαιότητα, δυσκολίες στην πρόσληψη εργαζομένων με τις κατάλληλες δεξιότητες και αύξηση των μισθών. Ενώ οι πιέσεις στην προσφορά έχουν αυξηθεί, η εναπομένουσα πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα θα μετριάσει τις πιέσεις στις τιμές.
Οι εκτιμήσεις του ΟΟΣΑ για την ελληνική οικονομία
Τα κρατικά έσοδα που ενισχύονται από την άνοδο των τιμών και την ανάκαμψη θα βοηθήσουν την κυβέρνηση να επαναφέρει τον προϋπολογισμό σε πρωτογενές πλεόνασμα το 2023. Η χρήση μη προγραμματισμένων εσόδων και αποταμιεύσεων για την αποκατάσταση του δημοσιονομικού πλεονάσματος και η διασφάλιση ότι τα μέτρα στήριξης είναι προσωρινά και στοχεύουν στο εισόδημα των ευάλωτων νοικοκυριών και όχι στην επιδότηση των τιμών, θα βελτιώσει περαιτέρω τη δημοσιονομική βιωσιμότητα.
Η μεγαλύτερη δημοσιονομική βιωσιμότητα, σε συνδυασμό με την επίλυση των εναπομεινάντων μη εξυπηρετούμενων δανείων των τραπεζών, θα στήριζε την επίτευξη από την Ελλάδα αξιολόγησης του δημόσιου χρέους σε επενδυτική βαθμίδα, βελτιώνοντας την πρόσβαση στη χρηματοδότηση. Ενώ η Ελλάδα μετατοπίζει τον ενεργειακό της εφοδιασμό από τη Ρωσία, η βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης και η ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας θα στήριζε τη μακροπρόθεσμη ενεργειακή ασφάλεια και βιωσιμότητα.
Η άνοδος των τιμών επιβραδύνει την ανάκαμψη
Η οικονομία της Ελλάδας ανέκαμψε έντονα από την κρίση του COVID το 2021 και οι περισσότεροι εναπομείναντες υγειονομικοί περιορισμοί που σχετίζονται με το COVID καταργήθηκαν από την 1η Μαΐου 2022. Η άνοδος των εξαγωγών και των επενδύσεων και το τέλος των προγραμμάτων βραχυχρόνιας εργασίας συνέβαλαν στην αύξηση της απασχόλησης. Οι εργοδότες ανέφεραν αυξανόμενες δυσκολίες στην πλήρωση κενών θέσεων εργασίας. Οι τάσεις αυτές επιβραδύνθηκαν με την άνοδο των τιμών της ενέργειας και τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Ο πληθωρισμός έφτασε σε υψηλό 25ετίας και οι πιέσεις στις τιμές διευρύνονται, ανεβάζοντας τον υποκείμενο πληθωρισμό. Η κυβέρνηση αύξησε τον κατώτατο μισθό κατά 2% τον Ιανουάριο και κατά 7% τον Μάιο του 2022, πριν από την άνοδο των τιμών. Η Ελλάδα είναι κυρίως εκτεθειμένη στον πόλεμο στην Ουκρανία μέσω των εισαγωγών ενέργειας από τη Ρωσία, που αντιστοιχούν στο 30% της συνολικής κατανάλωσης ενέργειας. Οι υψηλότερες διεθνείς τιμές μετακυλίονται στις εγχώριες τιμές ενέργειας, όπως η αύξηση κατά 79% των λιανικών τιμών ηλεκτρικής ενέργειας σε ετήσια βάση έως τον Απρίλιο του 2022.
Κατά τα άλλα, η Ρωσία και η Ουκρανία είναι δευτερεύοντες εμπορικοί εταίροι. Οι Ρώσοι τουρίστες απέφεραν το 1,1% των τουριστικών εισπράξεων της Ελλάδας το 2021. Ο τομέας των ναυτιλιακών υπηρεσιών, ο οποίος αποτέλεσε το 20% των συνολικών εξαγωγών το 2019, επωφελείται από την υψηλή παγκόσμια ναυτιλιακή ζήτηση και τις υψηλές τιμές. Η Ελλάδα παρέχει επίσης ειδική υποστήριξη σε περίπου 20 000 Ουκρανούς, οι οποίοι προστίθενται στους 32 000 πρόσφυγες που είχαν προσφύγει πριν από την έναρξη του πολέμου.
Η δημοσιονομική στήριξη συνεχίζεται
Η κυβέρνηση σχεδιάζει να επιτύχει ένα μέτριο πρωτογενές πλεόνασμα το 2023, αν και προβλέπει βραδύτερη δημοσιονομική εξυγίανση από ό,τι στα τέλη του 2021. Έχει μειώσει τους συντελεστές φορολογίας και εισφορών κοινωνικής ασφάλισης και τον ΕΝΦΙΑ. Ανακοινώνει επεκτατικά μέτρα που ανταποκρίνονται στην εκτίναξη των τιμών της ενέργειας. Το συνολικό κόστος για το 2022 ήταν 5,4 δισεκατομμύρια ευρώ (2,7% του ΑΕΠ) έως τον Μάιο, ενώ προγραμματίζονται υψηλότερες δαπάνες, οι οποίες χρηματοδοτούνται εν μέρει από τα έσοδα του συστήματος εμπορίας εκπομπών.
Τα μέτρα αυτά διευρύνουν την πρόσβαση και αυξάνουν το επίπεδο των επιδοτήσεων για την τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας και των καυσίμων για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, παρέχουν έκπτωση στο κόστος των καυσίμων με γενναιόδωρα κριτήρια επιλεξιμότητας και συμπληρώνουν τις κοινωνικές μεταβιβάσεις για νοικοκυριά με χαμηλό εισόδημα.
Αντισταθμίζοντας εν μέρει αυτά τα μέτρα, οι νομισματικές συνθήκες αυστηροποιούνται στην Ελλάδα περισσότερο από ό,τι σε άλλες χώρες της ζώνης του ευρώ, μέσω της διεύρυνσης των περιθωρίων των αποδόσεων των κρατικών και εταιρικών ομολόγων, καθώς η αξιολόγηση του ελληνικού δημοσίου που δεν είναι επενδυτικής βαθμίδας την αποκλείει από τα συνήθη προγράμματα αγοράς περιουσιακών στοιχείων της ΕΚΤ. Η ΕΚΤ έχει δεσμευτεί να παράσχει έκτακτη στήριξη για να διασφαλίσει ότι οι νομισματικές συνθήκες στην Ελλάδα δεν θα αποκλίνουν σημαντικά από τις υπόλοιπες περιοχές της ζώνης του ευρώ σε περίπτωση νέου κατακερματισμού της αγοράς που σχετίζεται με την πανδημία.
Οι συνέπειες των υψηλότερων τιμών ενέργειας
Οι αυξημένες τιμές της ενέργειας, οι οποίες ενδέχεται να επεκταθούν έως το 2023 μετά το εμπάργκο στις εισαγωγές πετρελαίου από τη Ρωσία, οι αυστηρότερες νομισματικές συνθήκες και οι διαταραχές στο παγκόσμιο εμπόριο αναμένεται να επιβραδύνουν σημαντικά την ανάκαμψη.
Οι πληθωριστικές πιέσεις και η ανανεωμένη αβεβαιότητα αποδυναμώνουν την ιδιωτική κατανάλωση και αποδυναμώνουν την επιχειρηματική εμπιστοσύνη, τις επενδύσεις και τη δημιουργία θέσεων εργασίας. Η κυβερνητική στήριξη και η εφαρμογή του σχεδίου ανάκαμψης και ανθεκτικότητας, ύψους 1,6% του ΑΕΠ ετησίως, θα παράσχει κάποια αντισταθμιστική στήριξη. Οι ενεργειακές επιδοτήσεις και, αργότερα το 2023, η αναμενόμενη υποχώρηση των ενεργειακών και άλλων διεθνών τιμών θα επιτρέψουν τη συγκράτηση του γενικού και, σταδιακά, του δομικού πληθωρισμού. Η μεγαλύτερη σταθερότητα της παγκόσμιας κατάστασης ασφαλείας και των τιμών της ενέργειας θα μειώσει την αβεβαιότητα και θα επιτρέψει στις ισχυρότερες επενδύσεις και στην καταναλωτική ζήτηση να τονώσουν την ανάπτυξη.
Πρόσθετες διαταραχές στον ενεργειακό εφοδιασμό, ιδίως του φυσικού αερίου, θα ενισχύσουν τις τρέχουσες υψηλές τιμές ενέργειας και θα ανατρέψουν τις βελτιώσεις στη δραστηριότητα, τις εξαγωγές και την ευημερία. Η αύξηση των μισθών περισσότερο από το αναμενόμενο θα κινδύνευε να εδραιώσει τον υψηλότερο πληθωρισμό, να ακυρώσει εν μέρει τη βελτιωμένη ανταγωνιστικότητα και να αποδυναμώσει τις επενδύσεις και τις εξαγωγές.
Η αύξηση του κόστους των υλικών και η έλλειψη δεξιοτήτων μπορεί να επιβαρύνει την υλοποίηση των δημόσιων επενδύσεων. Τα ανεπαρκώς στοχευμένα μέτρα στήριξης των τιμών της ενέργειας και οι επιδοτήσεις μπορεί να αποδυναμώσουν τη δημοσιονομική αξιοπιστία και την επιστροφή σε μια αξιολόγηση του δημόσιου χρέους με επενδυτική βαθμίδα. Η επιδείνωση των οικονομικών συνθηκών και η αύξηση των επιτοκίων κινδυνεύουν να ανακόψουν τη βελτίωση της υγείας των τραπεζών, δημιουργώντας νέα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και καθιστώντας πιο δύσκολη την τιτλοποίηση υφιστάμενων μη εξυπηρετούμενων δανείων ή την άντληση κεφαλαίων.
Προσεκτική δημοσιονομική πολιτική
Ο τερματισμός των τρεχόντων δημοσιονομικών μέτρων όπως έχει προγραμματιστεί και ο περιορισμός τυχόν περαιτέρω μέτρων σε καλά στοχευμένη προσωρινή στήριξη των ευάλωτων νοικοκυριών θα επιτρέψει στην κυβέρνηση να αποκαταστήσει το πρωτογενές πλεόνασμα του προϋπολογισμού της. Αυτό θα διατηρούσε τα αποθέματα της Ελλάδας για την κάλυψη ενδεχόμενων υποχρεώσεων, θα δημιουργούσε δημοσιονομικά αποθέματα και θα στήριζε τις προσπάθειες για την επίτευξη κρατικής αξιολόγησης επενδυτικής βαθμίδας.
Η ανάπτυξη του συστήματος καθορισμού των μισθών ώστε οι κοινωνικοί εταίροι να διαπραγματεύονται ευρείες συμφωνίες για τους όρους εργασίας που αντικατοπτρίζουν την παραγωγικότητα των εργαζομένων και τις συνθήκες της αγοράς, αντί να βασίζονται σε διοικητικές προσαρμογές του κατώτατου μισθού, θα βελτίωνε τις επιδόσεις της αγοράς εργασίας. Η επέκταση των σχεδίων ανακαίνισης κτιρίων θα επιταχύνει την αντιμετώπιση των υψηλών ποσοστών ενεργειακής φτώχειας και χαμηλής ενεργειακής απόδοσης, βελτιώνοντας την ενεργειακή ασφάλεια και μειώνοντας μακροπρόθεσμα τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου.