Τρεις μεγάλες προκλήσεις καλούνται να αντιμετωπίσουν οι ελληνικές τράπεζες, την ώρα που επιδεινώνεται το μακροοικονομικό περιβάλλον λόγω της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία: να συνεχίσουν τη μείωση των «κόκκινων» δανείων, να αυξήσουν την κερδοφορία τους και να ενισχύσουν την κεφαλαιακή επάρκεια.
Όπως τονίζει η Τράπεζα της Ελλάδος στη νέα έκθεσή της για τη Χρηματοπιστωτική Σταθερότητα, οι επιπτώσεις από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία έχουν επηρεάσει τις προοπτικές για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας και εντείνουν τις προκλήσεις για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
Κυριότερη, έμμεση επίδραση, που όμως δεν μπορεί να αξιολογηθεί επαρκώς σήμερα, είναι η επιδείνωση που αναπόφευκτα θα υπάρξει στην οικονομική θέση νοικοκυριών και επιχειρήσεων, με συνέπεια να επηρεασθεί η εξυπηρέτηση των τραπεζικών δανείων.
Η έκθεση του χρηματοπιστωτικού συστήματος και ειδικότερα του τραπεζικού τομέα στη Ρωσία και την Ουκρανία είναι αμελητέα, υπογραμμίζει η ΤτΕ, αλλά θα υπάρξουν δευτερογενείς επιδράσεις στην οικονομία μέσω των λοιπών διαύλων μετάδοσης της κρίσης, όπως: α) ένταση των πληθωριστικών πιέσεων με επίπτωση στο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών και στα περιθώρια κέρδους των επιχειρήσεων, β) μείωση των εμπορικών συναλλαγών και των τουριστικών ροών από τη Ρωσία και την Ουκρανία και γ) ενδεχόμενη δυσμενής μεταβολή του κλίματος εμπιστοσύνης στις χρηματοπιστωτικές αγορές διεθνώς.
Στο πλαίσιο αυτό, σημειώνει η ΤτΕ, οποιαδήποτε πρόβλεψη για την έκταση των τελικών επιδράσεων στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, δεδομένου ότι εμπεριέχεται υψηλός βαθμός αβεβαιότητας ως προς την έκβαση και τη διάρκεια του πολέμου, καθίσταται εξαιρετικά πρόωρη και επισφαλής.
Το 2021 ήταν έτος ραγδαίας εξυγίανσης των τραπεζικών χαρτοφυλακίων. Όπως αναφέρει η ΤτΕ, η υλοποίηση της στρατηγικής των τραπεζών για την οριστική απαλλαγή τους από το υφιστάμενο απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) συνέβαλε καθοριστικά αφενός στη βελτίωση της ποιότητας του χαρτοφυλακίου τους και αφετέρου στη διαμόρφωση του λειτουργικού τους αποτελέσματος και του επιπέδου κεφαλαιακής επάρκειάς τους. Επιπλέον, η δραστηριοποίηση των Εταιριών Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (ΕΔΑΔΠ) διευκόλυνε τη λειτουργία της δευτερογενούς αγοράς ΜΕΔ.
Η κεντρική τράπεζα, πάντως, απευθύνει εκ νέου παραινέσεις στις εταιρείες διαχείρισης για εντατικοποίηση των προσπαθειών παροχής βιώσιμων λύσεων αναδιάρθρωσης στους πιστούχους, που να διασφαλίζει υγιή χρηματοοικονομικά μεγέθη και να διευκολύνει με τον τρόπο αυτό την επανένταξη των δανείων τους, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, στους ισολογισμούς των πιστωτικών ιδρυμάτων.
Δεν υπάρχουν περιθώρια εφησυχασμού
Η Τράπεζα της Ελλάδος υπογραμμίζει ότι ο τραπεζικός τομέας καλείται να προσαρμοστεί σε ένα εξαιρετικά ευμετάβλητο περιβάλλον προκειμένου να διασφαλίσει την ομαλή χρηματοδότηση της οικονομίας. Η ανάγκη για αποτελεσματική διαχείριση των προκλήσεων που καλείται να αντιμετωπίσει δεν επιτρέπει περιθώρια εφησυχασμού.
Ειδικότερα, οι προκλήσεις που εντοπίζει η ΤτΕ είναι τρεις:
- Πρώτον, το υψηλό απόθεμα ΜΕΔ. Η αποκλιμάκωση του αποθέματος ΜΕΔ που έχει συντελεστεί στον τραπεζικό τομέα είναι ιδιαίτερα σημαντική, εντούτοις ο λόγος των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων (Δεκέμβριος 2021: 12,8%) παραμένει υψηλός και πολλαπλάσιος του ευρωπαϊκού μέσου όρου (Δεκέμβριος 2021: 2%). Η επίτευξη των επιχειρησιακών στόχων των τραπεζών θα οδηγήσει τον εν λόγω δείκτη σε μονοψήφιο ποσοστό μέχρι το τέλος του 2022 και θα σηματοδοτήσει σε μεγάλο βαθμό την επιτυχή ολοκλήρωση μίας πολύχρονης προσπάθειας. Ωστόσο, υπό το πρίσμα των γεωπολιτικών αναταραχών, με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και τη σοβούσα ενεργειακή κρίση να έχουν τροφοδοτήσει τις πληθωριστικές πιέσεις που εμφανίζονται πλέον σε όλο το φάσμα των αγαθών και υπηρεσιών, είναι σαφές ότι δευτερογενώς θα υπάρξουν επιδράσεις στην ποιότητα των στοιχείων του ενεργητικού του τραπεζικού τομέα. Η τελική επίδραση στη χρηματοοικονομική κατάσταση των νοικοκυριών και επιχειρήσεων στην παρούσα χρονική συγκυρία δεν μπορεί να εκτιμηθεί με ακρίβεια, αποτελεί όμως σαφώς πηγή ανησυχίας.
- Δεύτερον, η χαμηλή οργανική κερδοφορία. Η αύξηση της οργανικής κερδοφορίας και η συνακόλουθη δημιουργία εσωτερικού κεφαλαίου αποτελούν προϋπόθεση όχι μόνο για την ενίσχυση της κεφαλαιακής επάρκειας, αλλά και για τη συνολική ενδυνάμωση του τραπεζικού τομέα. Με δεδομένη την επίδραση στην κερδοφορία των τραπεζών λόγω των συνεχιζόμενων προσπαθειών εξυγίανσης των ισολογισμών τους, καθίσταται σαφές ότι η βελτίωσή της είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ενίσχυση της χρηματοδότησης. Η απόσυρση των έκτακτων διευκολυντικών μέτρων νομισματικής πολιτικής που ελήφθησαν από την ΕΚΤ για τον περιορισμό των επιπτώσεων της πανδημίας θα επιβαρύνει τα έξοδα τόκων, ενώ πρόσθετη επιβάρυνση θα προκύψει και από τις ανάγκες για την έκδοση ομολόγων (Additional Tier 1, Tier 2 και κυρίου χρέους) για την κάλυψη εποπτικών απαιτήσεων, συμπεριλαμβανομένων των ελάχιστων απαιτήσεων ιδίων κεφα-λαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων (MREL). Ενέργειες οι οποίες στοχεύουν στον περιορισμό του λειτουργικού κόστους, όπως η επιτάχυνση του ψηφιακού μετασχηματισμού των τραπεζών (digitalisation), θα αμβλύνουν την τελική επίδραση στο λειτουργικό αποτέλεσμα.
- Τρίτον, το ύψος της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών σε συνδυασμό με τη χαμηλή ποιότητα των εποπτικών τους κεφαλαίων. Η κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών βρίσκεται σε ικανοποιητικά επίπεδα, ωστόσο υφίστανται σημαντικές προκλήσεις οι οποίες σχετίζονται με το κόστος υλοποίησης της στρατηγικής τους για τη μείωση των υφιστάμενων ΜΕΔ και το σχηματισμό επαρκών προβλέψεων για την κάλυψη του πιστωτικού κινδύνου από τυχόν νέα ΜΕΔ, καθώς και με τη σταδιακή εφαρμογή του ΔΠΧΑ 9 και την ανάγκη ενίσχυσης του διαμεσολαβητικού τους ρόλου μέσω της χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας. Στο πλαίσιο αυτό η υφιστάμενη συμμετοχή των οριστικών και εκκαθαρισμένων αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων (DTCs), που ήδη βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα, αναμένεται να ενισχυθεί.
Νέα δάνεια με ώθηση από το Ταμείο Ανάκαμψης
Σε ό,τι αφορά τις χορηγήσεις νέων δανείων, η ΤτΕ τονίζει ότι οι τράπεζες έχουν στηρίξει διαχρονικά την ελληνική οικονομία, ακόμα και σε περιόδους κρίσης, αξιοποιώντας τα μέτρα στήριξής τους, τόσο μέσω κρατικών κεφαλαιοποιήσεων όσο και κρατικών εγγυήσεων. Συνεπώς, οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης, σε συνδυασμό με την παροχή πρόσθετης χρηματοδότησης από τις τράπεζες, θα συμβάλουν στη στήριξη της οικονομίας και την επίτευξη διατηρήσιμων ρυθμών ανάπτυξης σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Καθίσταται σαφές ότι συνολικά η χρηματοδότηση θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό και από την ύπαρξη αξιόλογων επενδυτικών σχεδίων με βιώσιμα χαρακτηριστικά.
Κατά συνέπεια, οι τράπεζες οφείλουν να επιταχύνουν την υλοποίηση των επιχειρησιακών τους σχεδίων σχετικά με τη χρηματοδότηση υγιών επιχειρήσεων, σε συνδυασμό με το Ταμείο Ανάκαμψης, αλλά και νοικοκυριών, εφαρμόζοντας συνετά πιστοδοτικά κριτήρια. Παράλληλα, καλούνται να αναπτύξουν περαιτέρω εναλλακτικές πηγές εσόδων στο πλαίσιο της αποτελεσματικής διαχείρισης αποταμιευτικών πόρων. Στην κατεύθυνση αυτή μπορεί να συμβάλει η επιτάχυνση του ψηφιακού μετασχηματισμού των πιστωτικών ιδρυμάτων. Η ανάπτυξη ενός διατηρήσιμου επιχειρηματικού υποδείγματος που θα επιτρέπει την επίτευξη ενός ικανοποιητικού επιπέδου οργανικής κερδοφορίας θα ενισχύσει την ικανότητα του τραπεζικού τομέα να απορροφά τις επιπτώσεις ενδεχόμενων αναταράξεων (είτε ενδογενών, είτε εξωγενών) και θα συμβάλει στη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, υπογραμμίζει η Τράπεζα της Ελλάδος.