Σε υποβάθμιση της εκτίμησής του για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, εξαιτίας των συνεπειών από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και τις επακόλουθες κυρώσεις ενάντια στη Μόσχα, προχωρά με έκθεσή του ο οίκος αξιολόγησης, Moody’s Analytics.
Ο οίκος εξετάζει τρία σενάρια, ενώ σύμφωνα με το βασικό εξ αυτών η ανάπτυξη θα φθάσει φέτος στο 4,5% φέτος (από 5,3% προηγούμενη πρόβλεψη) και στο 2,8% για το 2023. Στο ευνοϊκό σενάριο η ανάπτυξη τοποθετείται για το 2022 στο 5,7% και στο 3,9% για το 2023, ενώ στο δυσμενές σενάριο η επέκταση του ΑΕΠ «προσγειώνεται» στο 1,9% για φέτος και στο 1,5% για το 2023.
Παράλληλα ο οίκος, αναφέρει ότι υπάρχει σημαντική ενίσχυση των επενδύσεων μία τάση που αναμένεται ότι θα συνεχιστεί, ενώ εξετάζοντας και το πολιτικό ρίσκο, λόγω των προγραμματισμένων εκλογών για το 2023, υπογραμμίζει ότι η Ελλάδα έχει ανάγκη σταθερών κυβερνήσεων.
Τα τρία σενάρια για την ανάπτυξη
Σύμφωνα με τον οίκο η πρώτη εκτίμηση του πληθωρισμού τον Μάρτιο δείχνει τη μεγαλύτερη ετήσια αύξηση από το 1996. Σύμφωνα με τη Eurostat, ο εναρμονισμένος δείκτης τιμών καταναλωτή αυξήθηκε κατά 8% μετά από αύξηση 6,3% σε ετήσια βάση τον Φεβρουάριο. Παρόλο που εξακολουθούν να ισχύουν οι επιδράσεις βάσης (υπήρξε αποπληθωρισμός 2% τον Μάρτιο του 2021), ο εναρμονισμένος δείκτης δείχνει πληθωρισμό - ρεκόρ. Σε μηνιαία βάση, οι τιμές αυξήθηκαν κατά 2,7% σε σύγκριση με τον Φεβρουάριο. Το άλμα στις τιμές της ενέργειας έρχεται να προστεθεί στην ήδη τεράστια αύξηση κατά τη διάρκεια του 2021, ενώ οι τιμές δεν πρόκειται να υποχωρήσουν σύντομα.
Η εισβολή στην Ουκρανία θα έχει τεράστιο αντίκτυπο στον ελληνικό πληθωρισμό και θα οδηγήσει σε μεγάλη μείωση το διαθέσιμο εισόδημα. Η διάρκεια και το μέγεθος των ενεργειακών κραδασμών σημαίνει ισχυρή μετακύλιση στις γενικές τιμές. Σε συνδυασμό με τις ανοδικές πιέσεις στις παγκόσμιες τιμές των τροφίμων, ο ετήσιος πληθωρισμός θα φθάσει σε τιμές άνω του 8% το δεύτερο και το τρίτο τρίμηνο. Οι μισθολογικές πιέσεις θα αλλάξουν τη δυναμική το 2023, καθώς οι εργαζόμενοι θα ασκήσουν πιέσεις προκειμένου να ενισχυθεί η αγοραστική τους δύναμη. Εκτιμάται ότι ο πληθωρισμός θα «κλείσει» στο επίπεδο – ρεκόρ του7% για το 2023 και θα ομαλοποιηθεί το 2023 υποχωρώντας στο 3% και κατόπιν θα ακολουθήσει πορεία σύγκλισης με τον στόχο της ΕΚΤ για πληθωρισμό κοντά στο 2%.
Στο βασικό σενάριο, η αύξηση του ελληνικού ΑΕΠ παραμένει πάνω από το δυνητικό επίπεδο μέχρι το 2024. Μετά από υπερθέρμανση για πέντε χρόνια, η ελληνική οικονομία βλέπει τον ετήσιο πληθωρισμό της γύρω από τον στόχο της ΕΚΤ μέχρι το 2026, ενώ η ανεργία φτάνει στο φυσικό της επίπεδο. Η ισχυρή ανάπτυξη και η εμπιστοσύνη των αγορών αντανακλώνται στις αποδόσεις των ομολόγων, επιτρέποντας στην κυβέρνηση να δανείζεται με χαμηλό επιτόκιο και να εξομαλύνει το χρέος της. Μέχρι το τέλος του 2024, ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ θα έχει μειωθεί κάτω από το 170% και το έλλειμμα θα συγκλίνει στο μηδέν. Το ΑΕΠ θα ενισχυθεί κατά 4,5% το 2022 και κατά 2,8% το 2023.
Στο αισιόδοξο σενάριο, η στρατιωτική σύγκρουση στην Ουκρανία επιλύεται πολύ ταχύτερα από ό,τι αναμενόταν. Ως αποτέλεσμα, οι γεωπολιτικές εντάσεις μειώνονται νωρίτερα από ό,τι αναμενόταν στο βασικό σενάριο. Οι κυρώσεις αίρονται γρήγορα, υποστηρίζοντας τις γραμμές εφοδιασμού βασικών εμπορευμάτων από τη Ρωσία. Η πλήρης εξασθένιση της πανδημίας και των γεωπολιτικών εντάσεων οδηγεί σε ισχυρή ανάκαμψη της ζήτησης, ιδίως στον τομέα των υπηρεσιών, με κινητήρια δύναμη τα νοικοκυριά που ξοδεύουν τις πλεονάζουσες αποταμιεύσεις τους. Σε αυτό το σενάριο, το ελληνικό ΑΕΠ διευρύνεται κατά 5,7% το 2022 και κατά 3,9% το 2023.
Στο αρνητικό σενάριο, η στρατιωτική σύγκρουση μεταξύ της Ρωσίας και της Ουκρανίας επιδεινώνεται σημαντικά και επιμένει για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από το αναμενόμενο. Η απειλή μιας σημαντικής διακοπής του παγκόσμιου εφοδιασμού με εμπορεύματα διατηρεί τις τιμές του πετρελαίου και του φυσικού αερίου σε υψηλά επίπεδα για την Ευρώπη, με αποτέλεσμα οι ρυθμοί πληθωρισμού να επιταχύνονται σημαντικά πάνω από τα βασικά επίπεδα. Μια άλλη παραλλαγή του COVID-19 εμφανίζεται τον χειμώνα και προκαλεί την επιστροφή σε μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης στο εσωτερικό και στο εξωτερικό. Η πολιτική αστάθεια προκαλεί πολλαπλούς γύρους εκλογών που πλήττουν την οικονομία το 2023 και αυξάνουν σημαντικά το κόστος του χρέους. Το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών συμπιέζεται- αντί να δαπανήσουν τις πλεονάζουσες αποταμιεύσεις, τα νοικοκυριά περιορίζουν σημαντικά τις δαπάνες τους. Οι αρνητικές επιπτώσεις του πλούτου από την πτώση των ευρωπαϊκών χρηματιστηρίων αποθαρρύνουν περαιτέρω τους Ευρωπαίους από τις δαπάνες. Σύμφωνα με αυτό το σενάριο, το ΑΕΠ αυξάνεται μόνο κατά 1,9% το 2022 και συρρικνώνεται κατά 1,5% το 2023.
Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και οι συνέπειες
Η Ελλάδα κατέγραψε εξαιρετικά ισχυρή ανάπτυξη το τέταρτο τρίμηνο του 2021, με το πραγματικό ΑΕΠ να αυξάνεται κατά 7,7% σε ετήσια βάση. Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, για το σύνολο του 2021 η χώρα κατέγραψε τον μεγαλύτερο ρυθμό ανάπτυξης στην ιστορία της, αυξημένο κατά 8,3% σε σχέση με το 2020 και πολύ κοντά στην πρόβλεψή μας για 8,2% που δημοσιεύθηκε τον Σεπτέμβριο του 2021.
Μετά από δύο χρόνια κρίσης COVID-19, το πραγματικό ΑΕΠ της Ελλάδας βρίσκεται οριακά πάνω από το προ της πανδημίας επίπεδό του και ενώ η οικονομία προσπαθεί να σταθεί στα πόδια της και να κινηθεί προς την επέκταση, μια άλλη διεθνής κρίση έχει φτάσει: Η εισβολή στην Ουκρανία αποτελεί σημαντική απειλή για την παγκόσμια οικονομία και ήδη πολώνει την ελληνική κοινή γνώμη.
Οι δημοσκοπήσεις που διεξήχθησαν τις πρώτες ημέρες της κρίσης στην Ουκρανία έδειξαν ότι οι Έλληνες ανησυχούν κυρίως για τις επίμονες πληθωριστικές πιέσεις. Η προσέγγιση της κυβέρνησης για παροχή στρατιωτικής υποστήριξης απορρίπτεται σε μεγάλο βαθμό από την κοινή γνώμη, η οποία ανησυχεί επίσης για πιθανές αρνητικές επιπτώσεις στις ελληνοτουρκικές διπλωματικές σχέσεις.
Σχεδόν τα δύο τρίτα απάντησαν ότι η απόφαση να σπάσει η ουδετερότητα και να σταλεί στρατιωτικός εξοπλισμός στην Ουκρανία θα μπορούσε να αποδειχθεί επικίνδυνη για την Ελλάδα και την οικονομία της. Μέχρι τις αρχές Απριλίου, λίγα πράγματα είχαν αλλάξει, καθώς οι δημοσκοπήσεις έδειχναν την ίδια αποστροφή προς τη στρατιωτική υποστήριξη.
Οι Έλληνες στη συντριπτική τους πλειοψηφία αντιτίθενται στις ενέργειες της Ρωσίας στην Ουκρανία και υποστηρίζουν τις οικονομικές κυρώσεις. Αυτό δημιουργεί ένα παράδοξο. Η υποστήριξη των οικονομικών κυρώσεων, οι οποίες αναπόφευκτα έχουν ως κόστος μια ασθενέστερη οικονομία, σηματοδοτεί ότι ο πληθυσμός είναι προετοιμασμένος για τις συνέπειες στο εισόδημά του. Αυτή η φαινομενική έγκριση της κυβερνητικής πολιτικής θα μπορούσε να αυξήσει την εμπιστοσύνη. Παρ' όλα αυτά, πρόσφατες εκλογικές δημοσκοπήσεις έδειξαν ότι το κυβερνών κόμμα έχει χάσει σημαντικό μέρος του προβαδίσματός του. Ενδεχομένως, η απόφαση να προσφερθεί στρατιωτική βοήθεια στην Ουκρανία εξόργισε το κοινό αρκετά ώστε να υπονομεύσει την εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση. Ένας άλλος παράγοντας θα μπορούσε να είναι ότι, παρόλο που οι πολίτες δήλωσαν ότι υποστηρίζουν τις κυρώσεις, μπορεί να εξακολουθούν να είναι δυσαρεστημένοι με τις άμεσες αρνητικές οικονομικές επιπτώσεις.
Ο πληθωρισμός έχει εκτοξευθεί στα ύψη εδώ και μήνες. Οι τιμές στα σούπερ μάρκετ δείχνουν διψήφιες αυξήσεις σε ετήσια βάση σε βασικά είδη όπως η ζάχαρη, το ψωμί και άλλα προϊόντα σιταριού. Ο πληθωρισμός φαίνεται πιο ήπιος στα γαλακτοκομικά προϊόντα και το κρέας. Σε αυτό το πληθωριστικό κλίμα, τα νοικοκυριά με χαμηλότερο εισόδημα αγωνίζονται περισσότερο για να αυξήσουν τους ονομαστικούς μισθούς τους.
Επιπλέον, η βενζίνη εκτινάχθηκε πάνω από τα 2 ευρώ ανά λίτρο και το φυσικό αέριο και το πετρέλαιο θέρμανσης έχουν φτάσει σε τιμές στρατόσφαιρας. Έτσι, το διαθέσιμο εισόδημα βρίσκεται υπό πίεση και οι προσδοκίες για το μέλλον είναι πολύ ζοφερές. Σε ολόκληρη τη ζώνη του ευρώ, το οικονομικό και επιχειρηματικό κλίμα έχει πέσει και οι άνθρωποι γενικά καθυστερούν την κατανάλωση. Αυτό αντανακλά τους καθοδικούς κινδύνους για την ελληνική τουριστική περίοδο του 2022.
Μετά από δύο χρόνια COVID-19, εμφανίστηκαν πληθωριστικές πιέσεις, οι οποίες επιδεινώθηκαν μετά την έναρξη της εισβολής στην Ουκρανία. Για να τονώσει το κλίμα, να μεταστρέψει την κοινή γνώμη και να προσπαθήσει να μετριάσει αυτές τις πιέσεις, η κυβέρνηση ανακοίνωσε κίνητρα άνω των 2 δισ. ευρώ στον προϋπολογισμό του 2022. Στόχος είναι η μείωση του συντελεστή φόρου προστιθέμενης αξίας στα τρόφιμα, την εστίαση και τις μεταφορές, ενώ άλλες φορολογικές περικοπές περιλαμβάνουν την εισφορά αλληλεγγύης, η οποία ισχύει για όλους τους φορολογούμενους, καθώς και τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών το 2023. Εκμεταλλευόμενη το περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων του 2021, η κυβέρνηση συσσώρευσε νέο, φθηνότερο χρέος που κατέστησε δυνατή την προπληρωμή των δανείων του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Η προπληρωμή σχεδόν 1,9 δισ. ευρώ που ήταν απαιτητή το 2024 θα πραγματοποιηθεί φέτος, σηματοδοτώντας το τέλος μιας εποχής ενισχυμένης εποπτείας και λιτότητας.
Θετική η πορεία των επενδύσεων
Η Ελλάδα έχει διανύσει μια επιτυχημένη διετία όσον αφορά τις πάγιες επενδύσεις και η τάση αυτή αναμένεται να συνεχιστεί και τα επόμενα χρόνια. Ο λόγος των επενδύσεων προς το ΑΕΠ ήταν περίπου 10% πριν από την πανδημία. Εκτιμάται ότι στο τέλος του 2021 θα έχει διαμορφωθεί στο 13%.
Παρά την ανοδική τάση, οι επενδύσεις εξακολουθούν να υστερούν σε σχέση με την ιστορία- πριν από τη χρηματοπιστωτική κρίση, ο λόγος των επενδύσεων προς το ΑΕΠ ήταν περίπου 20%. Αλλά η πρόσφατη θετική τάση φαίνεται να είναι διαρθρωτική, καθώς περισσότεροι επενδυτές συρρέουν στη χώρα. Η αναπτυξιακή στρατηγική περιστρέφεται γύρω από την πράσινη μετάβαση και τον ψηφιακό μετασχηματισμό, την έρευνα και την καινοτομία και την ενίσχυση των δεξιοτήτων απασχόλησης και θα παρέχει κίνητρα για επενδύσεις σε επιχειρήσεις όλων των μεγεθών.
Στις αρχές Απριλίου, η Ελλάδα έλαβε την πρώτη δόση των 3,6 δισ. ευρώ από τα ευρωπαϊκά κεφάλαια του Ταμείου Ανάκαμψης που αποσκοπούν στην ανάπτυξη υποδομών για την υποστήριξη του ψηφιακού μετασχηματισμού και των πράσινων επενδύσεων. Η πολιτική σταθερότητα θα αποτελέσει σημαντικό παράγοντα για την ανάπτυξη αυτή. Σε γενικές γραμμές, οι επενδυτές αντιμετωπίζουν αρνητικά τους υψηλούς κινδύνους. Η ενδεχόμενη υπαναχώρηση σε φιλικούς προς τις επενδύσεις νόμους υπέρ πιθανών λαϊκιστικών τάσεων που επικεντρώνονται στα εκλογικά αποτελέσματα θα μπορούσε πολύ γρήγορα να ανατρέψει την πρόοδο.
Οι εκλογές του 2023 και η επίδρασή τους
Από την αυγή της οικονομικής κρίσης, οι Έλληνες πολιτικοί είναι οπαδοί των πρόωρων εκλογών. Ένας καιροσκοπικός τρόπος για να αξιοποιήσουν τη δυναμική και να επηρεάσουν τα εκλογικά αποτελέσματα, οι πρόωρες εκλογές ήταν ωστόσο επιζήμιες για την οικονομία της χώρας, καθώς σηματοδοτούσαν πολιτική αστάθεια και είχαν σοβαρά αρνητικό αντίκτυπο στις επενδύσεις.
Πολλά συνέβησαν στην πρώτη θητεία της κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη. Μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, ο πρωθυπουργός ήρθε αντιμέτωπος με την προσφυγική κρίση στα ελληνοτουρκικά σύνορα. Αμέσως μετά, ήρθε η ύφεση του COVID-19. Και, μετά τα πρώτα σημάδια ανάκαμψης στα προ της πανδημίας επίπεδα στην Ευρώπη, ήρθε η ουκρανική κρίση και το ενδεχόμενο νέας ύφεσης. Εάν ο πρωθυπουργός ολοκληρώσει μια πλήρη τετραετή θητεία, θα είναι η πρώτη φορά στη Μεταπολίτευση (από την πτώση της ελληνικής στρατιωτικής χούντας και την αποκατάσταση της δημοκρατίας το 1974) που διαδοχικές κυβερνήσεις έχουν συμπληρώσει πλήρη θητεία -στην προκειμένη περίπτωση αυτές του κεντροαριστερού Αλέξη Τσίπρα και του κεντροδεξιού Κυριάκου Μητσοτάκη. Η πολιτική σταθερότητα, ειδικά όταν υπάρχει αλλαγή κυβέρνησης, είναι άγνωστη για περισσότερο από μια δεκαετία.
Πριν εγκαταλείψει την εξουσία, η κυβέρνηση Τσίπρα άλλαξε τον εκλογικό νόμο έτσι ώστε να μην υπάρχουν μπόνους έδρες για το κόμμα που κερδίζει τις εκλογές, καθιστώντας δυσκολότερο τον σχηματισμό μονοκομματικού κράτους και αναγκάζοντας τους νικητές να σχηματίζουν κυβερνήσεις συνασπισμού ή να αντιμετωπίζουν επαναλαμβανόμενες εκλογές μέχρι να σχηματιστεί κυβέρνηση. Ο Μητσοτάκης ανέτρεψε αυτόν τον νόμο, αλλά λόγω συνταγματικών περιορισμών η ανατροπή θα ισχύσει μόνο μετά τον επόμενο εκλογικό κύκλο.
Εάν ο Μητσοτάκης μπορέσει να σταθεροποιήσει ή και να αυξήσει τα ποσοστά του στις δημοσκοπήσεις, οι πρόωρες εκλογές θα μπορούσαν να αποφευχθούν και οι Έλληνες θα προσέλθουν στις κάλπες το 2023. Χωρίς τις μπόνους έδρες, ο νικητής των εκλογών αυτών θα πρέπει πιθανότατα να κερδίσει την υποστήριξη της αντιπολίτευσης για μια κυβέρνηση συνασπισμού ή να αντιμετωπίσει εκλογές δεύτερου ή ακόμη και τρίτου γύρου.
Εάν υπάρξει δεύτερος γύρος, υποθέτουμε ότι οι Έλληνες θα θέλουν να αποφύγουν τις αέναες εκλογές που θα πλήξουν περαιτέρω την οικονομία Ένας τρίτος γύρος είναι επομένως ένας κίνδυνος ουράς. Αν όμως υπάρξει τρίτος γύρος, οι οικονομικές προοπτικές για το 2023 θα αλλάξουν σημαντικά με καθοδικές πιέσεις στο ΑΕΠ λόγω της αβεβαιότητας, των υψηλότερων επιτοκίων και του δημόσιου χρέους.