Περιορισμένη έκθεση στις οικονομίες της Ρωσίας και της Ουκρανίας έχουν οι ελληνικές τράπεζες, με τις διοικήσεις τους να εμφανίζονται καθησυχαστικές όσον αφορά στις άμεσες επιπτώσεις από την τρέχουσα γεωπολιτική κρίση.
Η άμεση έκθεση των τραπεζών συνίσταται στις επενδυτικές θέσεις και, κυρίως, στα ομόλογα έκδοσης ρωσικού κράτους, καθώς και η δανειοδότηση επιχειρήσεων με δραστηριότητα ή παραγωγή στις δύο εμπλεκόμενες χώρες. Η έκθεση τόσο στα ρωσικά ομόλογα όσο και σε δάνεια προς επιχειρήσεις με ανοίγματα σε Ρωσία-Ουκρανία θεωρείται αμελητέα για το εγχώριο τραπεζικό σύστημα, διαβεβαιώνουν ανώτατες τραπεζικές πηγές σε δηλώσεις τους στο BD.
Υπενθυμίζεται ότι η ρωσική κεντρική τράπεζα απαγόρευσε τις πληρωμές τόκων σε ξένους επενδυτές για όλα τα νέα ομόλογα που θα εκδίδονται από την 1η Μαρτίου και μετά, ενώ για το υφιστάμενο χρέος ο οίκος Moody's εκτιμά ότι οι πληρωμές τόκων θα συνεχιστούν.
Καθησυχαστικός ως προς τις άμεσες επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία εμφανίστηκε ο σύμβουλος του πρωθυπουργού Άλεξ Πατέλης στη χθεσινή παρέμβασή του στο συνέδριο που συνδιοργάνωσαν η Τράπεζα της Ελλάδος με την Ευρωπαϊκή Αναπτυξιακή τράπεζα. Όπως ανέφερε, «η ελληνική οικονομία δεν είναι σημαντικά εξαρτημένη από τις εξαγωγές προς τη Ρωσία και την Ουκρανία. Οι εξαγωγές προϊόντων προς τη Ρωσία ανέρχονται σε 200 εκατ. ευρώ ετησίως, ενώ τα έσοδα από τον τουρισμό κυμαίνονται στα 400 εκατ. ευρώ ετησίως. Η πραγματική ευαισθησία έγκειται στις τιμές της ενέργειας και άλλων προϊόντων όπως τα σιτηρά».
Πράγματι, εντονότερη ανησυχία εμπνέουν οι έμμεσες επιπτώσεις που αναμένεται να έχει σε μεσοπρόθεσμο επίπεδο στην ελληνική οικονομία, συμπαρασύροντας και το τραπεζικό σύστημα. Ακαδημαϊκές πηγές εκτιμούν στο BD ότι ο αυξημένος πληθωρισμός και η ενεργειακή ακρίβεια είναι δύο φαινόμενα με διάρκεια τουλάχιστον εννέα μηνών. Κατά πόσο θα επιμείνουν και το 2023 θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από την εξέλιξη που θα έχει ο ρωσο-ουκρανικός πόλεμος.
Σε δηλώσεις της στο συνέδριο «FinForum» την Τετάρτη, η υποδιοικήτρια της ΤτΕ Χριστίνα Παπακωνσταντίνου εκτίμησε ότι η έκθεση των περισσότερων χωρών της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, στην περιοχή Ρωσίας-Ουκρανίας είναι σχετικά χαμηλή. «Παρ’ όλα αυτά, το διεθνές οικονομικό περιβάλλον, και κατά συνέπεια όλες οι χώρες της ΕΕ, ενδέχεται να επηρεαστούν αρνητικά λόγω αυξημένης αβεβαιότητας, ασθενέστερων επενδύσεων και μειωμένης κατανάλωσης», όπως είπε χαρακτηριστικά.
Οι δύο εστίες κινδύνου
Ο τραπεζικός κλάδος είναι πιθανό να δεχθεί έμμεσο πλήγμα σε δύο βασικά επίπεδα:
Τουρισμός: Το 2019 -έτος συγκρίσιμο με το φετινό- οι Ρώσοι και Ουκρανοί τουρίστες οριακά ξεπέρασαν το 1 εκατ. σε σύνολο 30 εκατ. ξένων επισκεπτών. Μετά τις κυρώσεις που επιβλήθηκαν το 2014 στη Μόσχα λόγω της ουκρανικής κρίσης, ο αριθμός των Ρώσων τουριστών έβαινε μειούμενος -σε αντίθεση με τους Ουκρανούς που αυξήθηκαν κατά 70% το 2019 στους 450.000.
Σε κάθε περίπτωση, τόσο σε επίπεδο επισκεπτών όσο και εσόδων, το έλλειμμα που δημιουργείται από τη διακοπή των οικονομικών συναλλαγών και των πτήσεων με τη Ρωσία δεν υπερβαίνει το 3%. «Ο φετινός βαθμός πληρότητας στα τουριστικά θέρετρα είναι τέτοιος που δεν εμπνέει κανέναν βαθμό ανησυχίας» αναφέρει υψηλόβαθμο τουριστικό στέλεχος με γνώση του τουριστικού κλάδου.
Περισσότερο επίφοβη θεωρείται η έκθεση των ελληνικών τραπεζών στην Κύπρο, η οποία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη ρωσική οικονομία. Ενδεικτικό είναι πως από τα 4 εκατ. τουριστών που επισκέφτηκαν το νησί το 2019, το 1,5 εκατ. ήταν Ρώσοι. Τα capital controls που έχουν επιβληθεί στη Ρωσία για εκροές κεφαλαίων και, αντίστροφα, στη Δύση για πληρωμές προς τη Μόσχα, καθώς και τα περιουσιακά στοιχεία που «πάγωσαν» στο πλαίσιο των δυτικών κυρώσεων δεν φαίνεται να εμπνέουν προς το παρόν ανησυχία.
Ενέργεια και πληθωρισμός: Η ενεργειακή ακρίβεια που σάρωνε ήδη τα ευρωπαϊκά κράτη τους τελευταίους μήνες εξαιτίας της μειωμένης προσφοράς ρωσικού αερίου έχει ήδη επιδεινωθεί και αναμένεται να επιδεινωθεί ακόμη περισσότερο εξαιτίας της ουκρανικής κρίσης. Την ημέρα της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία, η χονδρεμπορική τιμή του φυσικού αερίου αυξήθηκε κατά 34% στην ελληνική αγορά, αγγίζοντας τα υψηλά των 235 ευρώ/MWh. Αντίστοιχα εκτινάχθηκε και η τιμή του αργού, η οποία ξεπέρασε για πρώτη φορά από το 2014 τα 100 δολάρια/βαρέλι.
Όπως επισήμανε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας στην ίδια διοργάνωση, «η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία προκαλεί ένα ισχυρό σοκ στο σκέλος της προσφοράς, το οποίο επηρεάζει αρνητικά την παραγωγή και οδηγεί σε άνοδο ειδικά των τιμών ενέργειας. Είναι νωρίς ακόμη να εκτιμηθεί η επίδραση αυτή, η οποία πάντως θα εξαρτηθεί, μεταξύ άλλων, από τη δημοσιονομική και νομισματική απάντηση σε επίπεδο ευρωπαϊκών πολιτικών -οι οποίες δεν έχουν ακόμη προσδιοριστεί».
Το ενεργειακό κόστος αποτελεί βασικό συστατικό του πληθωρισμού που υπερέβη το 6% τον Φεβρουάριο στην Ελλάδα σύμφωνα με τελευταίες εκτιμήσεις της Eurostat. Αυτά τα επίπεδα του πληθωρισμού υπονομεύουν τις αναπτυξιακές προοπτικές της οικονομίας και μπορεί να επηρεάσουν ακόμα και την πιστωτική επέκταση, παρά τις συνθήκες πλεονάζουσας ρευστότητας που δημιουργεί το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.