Νέες σοβαρές αναταράξεις στην εγχώρια οικονομία και το τραπεζικό σύστημα προκαλεί ο πόλεμος στην Ουκρανία και η συνεπακόλουθη διεθνής αναταραχή, ανακόπτοντας την ισχυρή αναπτυξιακή δυναμική που σχηματίσθηκε το 2021.
Λίγες εβδομάδες πριν όλα έδειχναν ότι η αποκλιμάκωση της πίεσης από την πανδημία, με τη σημαντική αποσυμφόρηση στο σύστημα υγείας, άνοιγε το δρόμο για την πλήρη επιστροφή στην κανονικότητα με την οικονομία να ανεβάζει «στροφές», όντας, επιτέλους σε έναν ενάρετο κύκλο, μετά την πολυετή οικονομική κρίση και την μεγάλη περιπέτεια της πανδημίας.
Με μεγάλες επιχειρηματικές συμφωνίες (όπως η εξαγορά στρατηγικού πακέτου της Viva Wallet από την JP Morgan ή η απόκτηση της Accusonus από την Facebook), ισχυρή άνοδο στο Χρηματιστήριο (με τις μετοχές των τραπεζών να βρίσκονται στο επίκεντρο ξένων θεσμικών χαρτοφυλακίων), σημαντικές επενδύσεις (σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ οι επενδύσεις σε μηχανολογικό και μεταφορικό εξοπλισμό αυξήθηκαν το τέταρτο τρίμηνο του 2021 κατά 61%), την ώθηση του Ταμείου Ανάκαμψης, το εντυπωσιακό ριμπάουντ της εγχώριας οικονομίας το 2021 (που ξεπέρασε και τις πλέον αισιόδοξες εκτιμήσεις), ένα σταθερό πολιτικό περιβάλλον και τον χρόνο να μετρά αντίστροφα για την επάνοδο της Ελλάδας στην επενδυτική βαθμίδα, η χώρα μας αντιμετωπίζονταν ως ένα από τα πιο ελκυστικά investment cases παγκοσμίως.
Στο πλαίσιο αυτό, οι συστημικές τράπεζες που τις επόμενες ημέρες θα ανακοινώσουν τα αποτελέσματα για τη χρήση του 2021 προγραμμάτιζαν να παρουσιάσουν νέα business plan, τα οποία ενσωματώνουν τα νέα δεδομένα και τις μεγάλες προοπτικές ανάπτυξης που διαμορφώνονται τα επόμενα χρόνια για την εγχώρια οικονομία και το τραπεζικό σύστημα. Την αυλαία ανοίγει η Eurobank η οποία θα παρουσιάσει τα αποτελέσματα του 2021 μεθαύριο Πέμπτη 10 Μαρτίου, ενώ στη συνέχεια τη σκυτάλη λαμβάνουν η Alpha Bank που θα παρουσιάσει τις επιδόσεις της την επόμενη Δευτέρα 14 Μαρτίου, η Τράπεζα Πειραιώς την Τρίτη 15 Μαρτίου και η Εθνική Τράπεζα την Τετάρτη 15 Μαρτίου.
Τον σχεδιασμό των τραπεζών ωστόσο ανατρέπει η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και οι πολεμικές επιχειρήσεις που είναι σε εξέλιξη και οι οποίες έχουν οδηγήσει σε «βουτιά» τις αγορές και στα ύψη τις τιμές πετρελαίου - φυσικού αερίου. Η κρίση «παγώνει» την αισιοδοξία, ανατρέπει τους επιχειρηματικούς στόχους των τραπεζών λόγω της επιδείνωσης των μακροοικονομικών προοπτικών με την επενδυτική κοινότητα να είναι δέσμια της αβεβαιότητας για την εξέλιξη της σύγκρουσης και των επιπτώσεων στις οικονομίες.
Παρόλα αυτά στελέχη τραπεζών και επιχειρήσεων εμφανίζονται συγκρατημένα αισιόδοξα για την Ελλάδα εκτιμώντας ότι η κρίση δεν ακυρώνει, αλλά μεταθέτει το θετικό σενάριο για την οικονομία. Επιπλέον πρόκειται για διεθνή κρίση την οποία η Ελλάδα θα αντιμετωπίσει από κοινού με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες καθιστώντας τη χώρα μας ανθεκτικότερη στις προκλήσεις.
Όπως επισημαίνουν στο Business Daily, η σοβαρότατη διεθνής κρίση δεν πλήττει άμεσα την Ελλάδα και οι επιπτώσεις είναι κυρίως δευτερογενείς. Η έκθεση των τραπεζών σε Ουκρανία – Ρωσία είναι ασήμαντη, οι επιπτώσεις στον τουρισμό εκτιμάται ότι θα είναι περιορισμένες και το εμπορικό ισοζύγιο διαμορφώνεται σε χαμηλά επίπεδα. Στην αντίπερα όχθη η κύρια εστία ανησυχίας είναι το ενεργειακό κόστος και η επιδείνωση των πληθωριστικών πιέσεων, προβλήματα όμως που απασχολούν συνολικά την Ευρώπη.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η κρίση θα ψαλιδίσει, ίσως και στο μισό, τον ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ το 2022 κάτι που θα έχει επίπτωση στο ρυθμό πιστωτικής επέκτασης και την κερδοφορία των τραπεζών, ωστόσο, δεν εκτροχιάζει τις θετικές προοπτικές. Η ανάπτυξη στην Ελλάδα την εφετινή χρονιά εκτιμάται ότι θα είναι σημαντικά υψηλότερη σε σχέση με άλλες χώρες της ΕΕ.
Ο γρίφος του ενεργειακού κόστους
Προϋπόθεση για τη συγκρατημένη αισιοδοξία, τονίζουν οι ίδιες πηγές, είναι ότι δεν θα έχουμε κλιμάκωση του πολέμου ή, ακόμα χειρότερα, εμπλοκή και άλλων χωρών στη σύρραξη. Επιπλέον κομβικό σημείο, ευρύτερα για την ευρωπαϊκή οικονομία, αποτελεί το αν θα συνεχιστεί ο ενεργειακός ανεφοδιασμός της Ευρώπης με το φυσικό αέριο της Ρωσίας. Παρά τις σχετικές απειλές περί διακοπής των εισαγωγών ρωσικού πετρελαίου και φυσικού αερίου από τις ευρωπαϊκές χώρες, πρόκειται για ενδεχόμενο που δεν θεωρείται ρεαλιστικό κάτι που αναγνώρισε χθες δημόσια και ο καγκελάριος της Γερμανίας, Όλαφ Σολτς.
Αναλυτές επισημαίνουν στο BD ότι «είναι τόσο μεγάλη η εξάρτηση της Ευρώπης από το ρωσικό αέριο και τόσο μεγάλη η ανάγκη της Ρωσίας για ξένο συνάλλαγμα που καθιστά εξαιρετικά δύσκολο και επώδυνο για όλες τις πλευρές το ενδεχόμενο διακοπής του ενεργειακού ανεφοδιασμό της Ευρώπης από τη Ρωσία».
Στο πλαίσιο αυτό, αν η παραπάνω εκτίμηση επιβεβαιωθεί, αναμένεται ότι οι τιμές τόσο του πετρελαίου όσο και του φυσικού αερίου θα εξομαλυνθούν, εξομάλυνση που θα συνεχιστεί μόλις διακοπούν οι πολεμικές επιχειρήσεις της Ρωσίας, η διπλωματία αναλάβει την πρωτοβουλία των κινήσεων και η σύγκρουση μπει σε τροχιά επίλυσης. Εξομάλυνση της κατάστασης δεν σημαίνει βέβαια ότι θα επανέλθουμε στο προηγούμενο σημείο. Θα ακολουθήσει μακρά περίοδος προσαρμογής, με τον βασικό ενεργειακό προμηθευτή της Ευρώπης να παραμένει σε καθεστώς πρωτοφανών κυρώσεων.