Βασικός ανασταλτικός παράγοντας για τις προοπτικές οικονομικής μεγέθυνσης στην Ελλάδα, θεωρείται η μακροχρόνια ανεργία. Το στοιχείο αυτό καταγράφεται στον προϋπολογισμό που κατατέθηκε την Πέμπτη στη Βουλή, με την επισήμανση ότι σύμφωνα με την Έρευνα Εργατικού Δυναμικού της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, από το 2014 οι μακροχρόνια άνεργοι, δηλαδή όσοι παραμένουν περισσότερο από ένα χρόνο εκτός αγοράς εργασίας, αντιπροσωπεύουν άνω του 70% των ανέργων στην Ελλάδα.
Επίσης, το οικονομικό επιτελείο χαρακτηρίζει ως «ανησυχητικά υψηλή» την ανεργία των νέων και θεωρεί ότι είναι χαμηλή η συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας.
Επιπλέον, σε σχέση με το ποσοστό του πληθυσμού που συμμετέχει στο εργατικό δυναμικό (μεταξύ 15 και 64 ετών), το 2018 η χώρα είχε επίδοση σημαντικά χαμηλότερη από τον μέσο όρο της ευρωζώνης (68,2% έναντι 73,1%). Όλα αυτά, εν μέσω ταχείας γήρανσης του πληθυσμού και μεγάλων ροών μετανάστευσης των νέων με υψηλή εξειδίκευση εργασίας κατά τα έτη της οικονομικής κρίσης.
Δεδομένης και της υψηλής ανεργίας ως ποσοστό του εργατικού δυναμικού, το ποσοστό απασχόλησης του πληθυσμού μεταξύ 20 και 64 ετών στην Ελλάδα κινείται τα τελευταία έτη ακόμη δυσμενέστερα έναντι του μέσου όρου της ευρωζώνης, αντιστοιχώντας για το 2018 σε 59,5% (έναντι 72% στην Ευρωζώνη). Πάντως, ειδικά αυτό το ποσοστό κατέγραψε ιστορικό χαμηλό το 2013, με 52,9%. Άρα, για μια πενταετία, υπήρξε βελτίωση, όχι όμως τέτοια ώστε να προσεγγίσει τα επίπεδα του μέσου όρου που υπάρχει στην Ευρωζώνη.
Στο πλαίσιο της νέας εφαρμοζόμενης πολιτικής, η κυβέρνηση εστιάζει στην καταπολέμηση της αδήλωτης εργασίας και στην καλύτερη σύνδεση των μισθών με την παραγωγικότητα, μέτρα που αποτελούν εργαλεία για τη δημιουργία ευνοϊκών συνθηκών προς την ταχεία βελτίωση των ως άνω ποσοστών.