Υπερβολικές χαρακτηρίζονται οι ανησυχίες της αγοράς για ελλείψεις προσωπικού στην Ελλάδα, σύμφωνα με οικονομολόγους, καθώς στοιχεία από την Eurostat δείχνουν ότι το πρόβλημα στην εύρεση στελεχών στην χώρα μας περιορίζεται σε ελάχιστους χώρους.
Την στιγμή που παρατηρείται μεγάλη έλλειψη προσωπικού σε χώρες, όπως η Γερμανία και οι ΗΠΑ, αυξάνονται οι φωνές των επιχειρηματιών στην Ελλάδα ότι εμφανίζεται μια παρόμοια τάση, που επεκτείνεται, επίσης, σε έλλειμμα εργαζομένων με χαμηλές δεξιότητες, στον τουρισμό, στην μεταποίηση και στον κατασκευαστικό κλάδο.
Τα στοιχεία, ωστόσο, περιγράφουν μια άλλη εικόνα στην περίπτωση της Ελλάδας:
- Σε ό,τι έχει να κάνει με την ευρύτερη αγορά εργασίας, στοιχεία του α’ τριμήνου από την Eurostat δείχνουν ότι στην ευρωζώνη οι κενές θέσεις εργασίας ανέρχονται στο 2,1%. Στην κορυφή της λίστας βρίσκεται η Τσεχία (5%) και μετά ακολουθεί το Βέλγιο (3,5%) και η Ολλανδία (3%). Στην τελευταία θέση της κατάταξης βρίσκεται η Ελλάδα με ποσοστό 0,3%, ένας αριθμός που όχι μόνο δεν αυξήθηκε το τελευταίο διάστημα, αλλά μειώθηκε από το γ’ τρίμηνο του 2020, ενώ στην υπόλοιπη Ευρώπη κινείται αντίθετα και ανεβαίνει.
- Για το β’τρίμηνο, ο μέσος όρος των κενών θέσεων εργασίας της ευρωζώνης ανήλθε στο 2,3%, ωστόσο, για την Ελλάδα δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία για τη συγκεκριμένη περίοδο. Το επιχείρημα ότι η πανδημία και τα lockdown άλλαξαν συνήθειες πολλών που έμοιαζαν καλά εδραιωμένες, δεν ευσταθεί στην χώρα μας, υποστηρίζουν ειδικοί της αγοράς εργασίας.
Ο εργαζόμενος στην Ελλάδα δεν έχει την πολυτέλεια να γίνει πιο επιλεκτικός στην δουλειά που κάνει, όπως συμβαίνει αλλού στην Ευρώπη και στον κόσμο, επειδή έλαβε για λίγους μήνες μια κρατική επιδότηση. Σε μια οικονομία με ποσοστό ανεργίας που κυμαίνεται περίπου στο 15% και περιέχει και υψηλή «κρυμμένη» ανεργία, όπως η λύση της ημιαπασχόλησης όταν υπάρχει ανάγκη για πλήρη απασχόληση, απορροφάται σχετικά εύκολα η θέση εργασίας, αρκεί βέβαια να προσφέρονται ικανοποιητικές απολαβές και συνθήκες εργασίας.
Επίσης, ειδικοί αμφισβητούν την αξιοπιστία των στοιχείων που δείχνουν ότι οι υπάλληλοι στην Ελλάδα είναι δυσεύρετοι.
Ο χώρος της πληροφορικής αποτελεί σαφώς μια εξαίρεση. Ένα φαινόμενο που οφείλεται τόσο στη διαχρονικά ελλειμματική διασύνδεση των συστημάτων εκπαίδευσης και κατάρτισης με τις ανάγκες της πραγματικής οικονομίας, όσο και στην ισχυρή ζήτηση για αυτά τα άτομα από το εξωτερικό.
Στην περίπτωση που συνεχίσει να αναπτύσσεται η οικονομία με ισχυρούς ρυθμούς μεσοπρόθεσμα, ενδέχεται να παρουσιαστεί μια έλλειψη εργαζομένων στην Ελλάδα. Αλλά έως τότε, και με την τωρινή δομή της οικονομίας (δηλαδή, με ελάχιστο βάρος στη νέα οικονομία και τις νέες τεχνολογίες) θεωρείται απίθανο να αποτελέσουν απειλή στις επιχειρήσεις τα νέα ανοίγματα στην αγορά εργασίας, καταλήγουν οικονομολόγοι.
Προβλήματα στη Γερμανία
Αξίζει να σημειωθεί ότι το πρόβλημα αλλού, όπως στην Γερμανία, είναι σοβαρότατο. Έλλειψη εξειδικευμένου προσωπικού αναφέρουν δύο στις τρεις γερμανικές επιχειρήσεις, σύμφωνα με έρευνα του Ιδρύματος Bertelsmann. Τα περισσότερα κενά αφορούν νέους ασκούμενους, ενώ περιορισμένη είναι πλέον η ζήτηση πτυχιούχων.
Όπως επισημαίνει το Ίδρυμα, το 2020 το 54% των επιχειρήσεων που ερωτήθηκαν ανέφεραν ότι δεν βρίσκουν εξειδικευμένους υπαλλήλους, αλλά η κατάσταση επιδεινώθηκε ιδιαίτερα κατά το τρέχον έτος. Η κατάσταση διαφέρει από κλάδο σε κλάδο, αλλά είναι γενική διαπίστωση ότι υπάρχει έλλειψη ασκουμένων. Το 48% των επιχειρήσεων αναζητά τέτοιους εργαζόμενους, ενώ μόνο το 27% πτυχιούχους. Ιδιαίτερη ζήτηση πάντως εξακολουθεί να υπάρχει για εκπαιδευμένους νοσηλευτές και γενικότερα επαγγελματίες στον υγειονομικό κλάδο.
Σύμφωνα με το 67% των επιχειρήσεων της έρευνας, η κατάσταση αναμένεται να εξακολουθήσει να επιδεινώνεται, ενώ μόνο το 16% των επιχειρήσεων θεωρεί ότι οι ελλείψεις μπορούν να καλυφθούν από μετανάστες. Η βασικότερη αιτία είναι ότι συνήθως οι εργοδότες θεωρούν ότι η αντίστοιχη εκπαίδευση στο εξωτερικό δεν πληροί τις γερμανικές απαιτήσεις.