Στη διαβεβαίωση ότι τα επιτόκια της ευρωζώνης δεν πρόκειται να αυξηθούν το 2022 προχώρησε η επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), Κριστίν Λαγκάρντ, σε ομιλία της στην Πορτογαλία, σημειώνοντας ότι δεν πληρούνται οι όροι βάσει των οποίων η ΕΚΤ είναι υποχρεωμένη να προχωρήσει σε μία τέτοια κίνηση.
«Στη μελλοντική μας καθοδήγηση σχετικά με τα επιτόκια, έχουμε διατυπώσει ξεκάθαρα τις τρεις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται πριν αρχίσουν να αυξάνονται τα επιτόκια. Παρά την τρέχουσα άνοδο του πληθωρισμού, οι προοπτικές για τον πληθωρισμό μεσοπρόθεσμα παραμένουν συγκρατημένες και, ως εκ τούτου, αυτές οι τρεις προϋποθέσεις είναι πολύ απίθανο να ικανοποιηθούν το επόμενο έτος. Όσον αφορά τις αγορές περιουσιακών στοιχείων, προς το παρόν, συνεχίζουμε να χρησιμοποιούμε το PEPP για να διασφαλίσουμε ευνοϊκές συνθήκες χρηματοδότησης και να διασφαλίσουμε ότι το κόστος δανεισμού για όλους τους τομείς της οικονομίας δεν θα περιοριστεί αδικαιολόγητα. Μια αδικαιολόγητη αυστηροποίηση των όρων χρηματοδότησης δεν είναι επιθυμητή σε μια εποχή που η αγοραστική δύναμη συμπιέζεται ήδη από υψηλότερους λογαριασμούς ενέργειας και καυσίμων και θα αντιπροσώπευε έναν αδικαιολόγητο αντίθετο άνεμο για την ανάκαμψη», σημείωσε χαρακτηριστικά.
Αναφερόμενη στις μελλοντικές προθέσεις της ΕΚΤ για τα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης επανέλαβε ότι οι τελικές αποφάσεις θα ληφθούν στη συνεδρίαση του Δεκεμβρίου, υπογραμμίζοντας ότι η νομισματική πολιτική θα πρέπει πρώτ’ απ’ όλα «να υποστηρίζει την ανάκαμψη και τη βιώσιμη επιστροφή του πληθωρισμού στο στόχο μας του 2%».
Πρόκειται για μία στροφή από την επικεφαλής της ΕΚΤ, η οποία στη συνέντευξη Τύπου που ακολούθησε τη συνεδρίαση της τράπεζας στις 28 Οκτωβρίου, η οποία ουσιαστικά αρνήθηκε να δώσει απάντηση στα ερωτήματα των αγορών, οι οποίες έχουν προεξοφλήσει ότι η ΕΚΤ θα προχωρήσει σε αύξηση επιτοκίων πριν από το τέλος του 2022.
Μία στροφή που σε πλήρη αντίθεση με το τι συνέβη στις αγορές ομολόγων στις 28 και 29 Οκτωβρίου, στη σημερινή συνεδρίαση καταγράφεται μεγάλη αποκλιμάκωση των αποδόσεων και μάλιστα σε όλο το φάσμα των ομολόγων, τόσο βραχυπρόθεσμης όσο και μακροπρόθεσμης ωρίμανσης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το ιταλικό 5ετές με την απόδοσή του να υποχωρεί άνω του 16%, ενώ του 10ετούς αποδυναμώνεται υψηλότερα του 5%. Ανάλογη εικόνα και για τα ελληνικά ομόλογα, με την απόδοση του 5ετους να έχει πτώση 15,3% και του 10ετούς να αποκλιμακώνεται άνω του 5%.
Πάντως και στις 28 Οκτωβρίου η Λαγκάρντ είχε αναγνωρίσει ότι πληθωρισμός θα παραμείνει σε υψηλά επίπεδα για περισσότερο διάστημα από όσο ανέμενε αρχικά η ΕΚΤ, χωρίς όμως αυτό να αλλάζει τη βασική πρόβλεψη πως θα παραμείνει κάτω από τον στόχο μεσοπρόθεσμα. Σύμφωνα με τις προβλέψεις της ΕΚΤ, ο πληθωρισμός θα αυξηθεί σε 2,2% φέτος, δηλαδή πάνω από τον στόχο του 2%, κάτι που δεν δημιουργεί θέμα για τα επιτόκια, αφού πλέον είναι επιτρεπτή μια προσωρινή υπέρβαση του ορίου. Το 2022, όμως, θα αποκλιμακωθεί στο 1,7% και το 2023 θα υποχωρήσει στο 1,5%. Ο μόνος σοβαρός κίνδυνος που η Λαγκάρντ αναγνώρισε ότι είναι υπαρκτός και θα παρακολουθείται στενά από την κεντρική τράπεζα θα προερχόταν από ενδεχόμενες αυξήσεις των μισθών σε βαθμό που θα άνοιγαν έναν φαύλο κύκλο πληθωριστικών πιέσεων.
ING: Πώς ο πληθωρισμός θα επηρεάσει την ΕΚΤ
Σε πρόσφατο report της η ING υποστηρίζει ότι η συνεχιζόμενη ανάκαμψη του πληθωρισμού, ο οποίος παραμένει άνω του 3% και βρίσκεται σε υψηλό 13 ετών, ενώ εκτιμάται ότι θα υποχωρήσει κοντά στο 2% το 2022, μπορεί να οδηγήσει σε μία πιο επιθετική πολιτική εκ μέρους της τράπεζας.
«Αναμένουμε ότι το Πανδημικό Πρόγραμμα Έκτακτης Αγοράς (PEPP) θα λήξει έως τον Μάρτιο του 2022, μετά τον οποίο αναμένουμε ότι οι αγορές θα μειωθούν σε περίπου 50 δισεκατομμύρια ευρώ το μήνα το δεύτερο τρίμηνο. Αυτό αναμένεται να μειωθεί περαιτέρω σε περίπου 20-30 δισ. ευρώ στο τρίτο. Αυτό θα συνέβαινε στο πλαίσιο του παραδοσιακού Προγράμματος Αγοράς Περιουσιακών Στοιχείων (ΑΡΡ), αλλά θα μπορούσε επίσης να δημιουργηθεί ένα νέο μεταβατικό πρόγραμμα για την αντιμετώπιση ορισμένων συγκεκριμένων προβλημάτων που σχετίζονται με την πλήρη επιστροφή στην εφαρμογή APP. Πρόκειται για σημαντική μείωση στις αγορές περιουσιακών στοιχείων, που αντανακλά τη βελτίωση των οικονομικών συνθηκών και τις αυξημένες προσδοκίες για τον πληθωρισμό», σημειώνει η ING.