Αντιμέτωποι με έναν χειμώνα – φωτιά θα βρεθούν οι καταναλωτές σε διεθνές επίπεδο, καθώς η εκρηκτική πορεία των τιμών ενέργειας και τα προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα, αρχίζουν να φαίνονται και στο επονομαζόμενο «καλάθι της νοικοκυράς.
Η μία μετά την άλλη κορυφαίες εταιρείες παραγωγής τροφίμων αλλά και άλλων καταναλωτικών ειδών πρώτης ανάγκης, ξεκαθαρίζουν, στις ανακοινώσεις μεγεθών γ’ τριμήνου ότι προχώρησαν σε αυξήσεις τιμών και σκοπεύουν να συνεχίσουν αυτήν την πολιτική, καθώς το κόστος παραγωγής έχει εκτοξευθεί και ως εκ τούτου θα πρέπει να επιμεριστεί με τέτοιο τρόπο ώστε να μην πλήξει την κερδοφορία τους.
Μιλώντας στην τηλεόραση του Bloomberg, ο Alan Jope, διευθύνων σύμβουλος της Unilever τόνισε ότι ο όμιλος προχώρησε σε αύξηση τιμών άνω του 4% στο γ’ τρίμηνο, δηλαδή την υψηλότερη από το 2012, ενώ αυτή η τάση θα συνεχιστεί και για το 2022. Ανάλογες ανακοινώσεις έχουν εκδώσει οι Nestle, Procter & Gamble και Danone. «Αναμένουμε ότι οι πληθωριστικές πιέσεις θα διατηρηθούν και το επόμενο 12μηνο. Βρισκόμαστε σε ένα οξύ πληθωριστικό περιβάλλον για πρώτη φορά μετά από δύο δεκαετίες», σημείωσε ο Jope στη συνέντευξή του.
Με ταχύτητα αυξάνονται οι τιμές στα κράτη - μέλη του ΟΟΣΑ
Οι εταιρείες αντιμετωπίζουν ένα σύνθετο μείγμα προκλήσεων: προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα, υψηλό κόστος ενέργειας, πρώτων υλών αλλά και στην εφοδιαστική αλυσίδα, καθώς και υψηλότερο κόστος για την ενέργεια, τις πρώτες ύλες, τις θαλάσσιες μεταφορές προϊόντων.
Ταυτόχρονα οι περισσότεροι όμιλοι παραγωγής καταναλωτικών αγαθών ξεκαθαρίζουν ότι βασικός τους στόχος είναι να περιορίσουν το μακροπρόθεσμο πλήγμα στην κερδοφορία τους, γεγονός που μπορεί να «μεταφραστεί» ως μεταφορά του σημαντικού μέρους του αυξημένου κόστους στον τελικό καταναλωτή, ο οποίος, μάλλον θα κληθεί να πληρώσει ακριβότερα τις… γιορτές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς. Οι πληθωριστικές πιέσεις σε διεθνές επίπεδο είναι κάτι παραπάνω από ισχυρές, με τον αντίστοιχο δείκτη να διαμορφώνεται, κατά μέσο όρο, άνω του 4% στις ανεπτυγμένες οικονομίες.
Η επιστροφή της αυξητικής τιμολογιακής πολιτικής σηματοδοτεί μια ριζική αλλαγή στην παγκόσμια οικονομία και θέτει μια νέα πρόκληση για τις κεντρικές τράπεζες, οι οποίες καλούνται να αποφασίσουν εάν θα πρέπει να επισπεύσουν την άρση των προγραμμάτων στήριξης για τις οικονομίες που έχουν πληγεί από την πανδημία ή εάν θα πρέπει να τα διατηρήσουν, στηριζόμενοι στο επιχείρημα ότι η άνοδος του πληθωρισμού είναι ένα παροδικό και προσωρινό φαινόμενο.
«Η αύξηση των τιμών αποτελεί παγκόσμιο φαινόμενο. Και οι καταναλωτές θα πρέπει να το συνειδητοποιήσουν εγκαίρως», σπεύδει να τονίσει η Τζένιφερ Λι, οικονομολόγος στη BMO Capital Markets, η οποία εκτιμά ότι οι αυξήσεις τιμών στα προϊόντα θα διατηρηθούν και το επόμενο έτος, τουλάχιστον κατά τους πρώτους μήνες, καθώς δεν αναμένεται να λυθούν γρήγορα τα προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα.
Η πολιτική αύξησης των τιμών
Παραδοσιακά οι εταιρείες προχωρούν σε μία σταδιακή αύξηση τιμών, καθώς γνωρίζουν ότι εάν αυτή είναι συνεχής θα οδηγήσει τους καταναλωτές σε φθηνότερα προϊόντα που μπορεί να παρέχουν οι ανταγωνιστές τους. Την τρέχουσα, όμως, περίοδο αυτή η πολιτική έχει αλλάξει, με τους επικεφαλής των κορυφαίων ομίλων να ρίχνουν το φταίξιμο στην αύξηση του πληθωρισμού και του κόστους παραγωγής.
«Σαφώς δεν μπορείς να προχωράς σε αυξήσεις τιμών σε καθημερινή βάση ή απότομα. Αλλά δυστυχώς, λόγω του περιβάλλοντος που έχει δημιουργηθεί, είμαστε αναγκασμένοι», υποστηρίζει ο Μαρκ Σνάιντερ, επικεφαλής της Nestle, μιλώντας στο Bloomberg.
Βάσει της επίσημης ανακοίνωσης με τα μεγέθη γ’ τριμήνου της εταιρείας, έχει προχωρήσει σε αύξηση 2,1% των τιμών στο εν λόγω διάστημα, δηλαδή με τον ταχύτερο ρυθμό της τελευταίας 5ετίας. Μάλιστα οι αυξήσεις τιμών είναι πιο επιθετικές στις αναδυόμενες αγορές, καθώς έφθασαν στο 2,6% το εννεάμηνο, δηλαδή ενισχύθηκαν με τριπλάσιο ρυθμό σε σύγκριση με αυτές των ανεπτυγμένων αγορών.
Ανάλογες κινήσεις έχει πραγματοποιήσει και η Danone, η οποία προειδοποιεί ότι οι καταναλωτές σε Ευρώπη και ΗΠΑ θα δεχθούν σημαντικό πλήγμα. Εκτιμά ότι το συνολικό κόστος θα αυξηθεί κατά 9% στο β’ εξάμηνο του 2021 και αναμένει ότι οι πληθωριστικές πιέσεις όχι μόνο θα διατηρηθούν αλλά θα αυξηθούν το 2022.
Από την πλευρά της η Procter & Gamble προβλέπει ότι θα έχει έξτρα κόστος 2,3 δισ. δολάρια για το έτος χρήσης 2021 – 2022, σημαντικό μέρος του οποίου θα «μεταφέρει» στους καταναλωτές, έχοντας, ήδη, προχωρήσει σε αυξήσεις τιμών αρκετών προϊόντων της.
Η εικόνα στην ελληνική αγορά
Όπως είναι απόλυτα φυσικό η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να ακολουθεί διαφορετική πορεία από τις υπόλοιπες χώρες, όπως, μάλιστα δείχνουν και τα τελευταία στοιχεία τα οποία έδωσε στη δημοσιότητα η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ).
Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ οι ανατιμήσεις που έχουν σημειωθεί από την αρχή του 2021 και έως τον Αύγουστο είναι οι ακόλουθες:
- φυσικό αέριο 72,32%,
- πετρέλαιο κίνησης 20,25%,
- βενζίνη 16,8%,
- βρώσιμα έλαια 16,32%,
- αρνί και κατσίκι 13,21%,
- νωπά λαχανικά 8%,
- νωπά ψάρια 6,58%,
- νωπά φρούτα 5,19%,
- φρέσκα θαλασσινά 4,39%,
- τυριά 3,54%,
- μαργαρίνη και άλλα φυτικά λίπη 3%,
- ελαιόλαδο 2,61%,
- πίτσες και πίτες 2,08%,
- ζυμαρικά 1,83%,
- παιδικές τροφές 1,73%,
- κατεψυγμένα ψάρια 1,73%,
- αλεύρι 1,69% και
- πατάτες 1,21%.
Παράλληλα άλλος ένας παράγοντας που επηρεάζει την πορεία των τιμών είναι και ο δείκτης εισροών – εκροών στη γεωργία και στην κτηνοτροφία, που εξετάζει το κόστος παραγωγής και τις τιμές από το χωράφι ή την κτηνοτροφική μονάδα.
Ο δείκτης εκροών για τους δύο τομείς τον Αύγουστο εμφάνισε αύξηση 16% σε ετήσια βάση, με την πορεία αυτή να οφείλεται στην αύξηση κατά 18,4% του δείκτη τιμών της φυτικής παραγωγής και κυρίως στη μεταβολή των ομάδων φρούτα και ελαιόλαδο.
Επιπρόσθετα ο δείκτης εισροών ενισχύθηκε κατά 8%, λόγω της αύξησης κατά 9,2% του δείκτη τιμών των αναλώσιμων μέσων και κυρίως στη μεταβολή των ομάδων ενέργεια και λιπαντικά, και ζωοτροφές.