Σε σημαντική αύξηση του τελικού επιτοκίου των δανείων που θα δοθούν στο πλαίσιο του Ταμείου Ανάκαμψης, ειδικά για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, οδηγεί η απόφαση της κυβέρνησης να μην εξαιρεθούν τα δάνεια του Ταμείου από την επιβολή της εισφοράς του Ν.128/75, ύψους 0,6%, που επιβάλλεται σε όλα τα δάνεια (πλην των στεγαστικών).
Είχε προηγηθεί εισήγηση τραπεζών να εξαιρεθούν τα δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης από την επιβολή της εισφοράς που επιβλήθηκε επί χούντας και εξελίχθηκε σε φόρο. Στόχος της πρότασης των τραπεζών ήταν να παραμείνει σε όσο το δυνατό χαμηλότερα επίπεδα το επιτόκιο. Σημειώνεται ότι η φιλοσοφία του Ταμείου Ανάκαμψης είναι, μέσω των ευρωπαϊκών επιχορηγήσεων, να προσφερθούν στις επιχειρήσεις εξαιρετικά χαμηλότοκα δάνεια για την υλοποίηση επενδύσεων. Με τη βοήθεια του Ταμείου μια πολύ μεγάλη επιχείρηση, με υψηλή πιστοληπτική αξιολόγηση, θα μπορούσε να δανειοδοτηθεί με επιτόκιο ακόμα και 1%, ωστόσο, το τελικό επιτόκιο θα διαμορφωθεί στο 1,6%, δηλαδή κατά 60% υψηλότερο, λόγω της επιβολής της εισφοράς του 0,6% υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου.
Στην πραγματικότητα η εισφορά του Ν.128/75 αποτελεί ευρύτερο πρόβλημα για τις εγχώριες επιχειρήσεις, τις τράπεζες και την οικονομία καθώς επιβαρύνει δραστικά το κόστος χρήματος, οδηγώντας σε προσαύξηση του τελικού επιτοκίου από 10% έως 40% στις περισσότερες περιπτώσεις. Σημειώνεται ότι το κόστος δανεισμού στην Ελλάδα παραμένει δυσανάλογα υψηλό σε σχέση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες δημιουργώντας σημαντικό ανταγωνιστικό μειονέκτημα στις επιχειρήσεις.
Μάλιστα, χθες ο υπουργός Οικονομικών, Χρήστος Σταϊκούρας, μιλώντας στην Επιτροπή Οικονομικών στη Βουλή για την ρευστότητα κάλεσε τις τράπεζες να αναβαθμίσουν τα συστήματα συλλογής πληροφοριών και δεδομένων, ποσοτικών και ποιοτικών, προκειμένου να τιμολογούν πιο σωστά τα δάνεια «ώστε να μειωθεί και το – πράγματι – υψηλό κόστος δανεισμού, το οποίο διατηρεί υψηλό, ιδιαίτερα σε σύγκριση με άλλες χώρες, το καθαρό επιτοκιακό έσοδο (net interest income) των τραπεζών». Ωστόσο βασικός επιβαρυντικός παράγοντας του κόστους του χρήματος είναι η κρατική εισφορά που επιβλήθηκε αρχικά το 1971 σε ορισμένες κατηγορίες δανείων από τη χούντα, επεκτάθηκε το 1975 οριζόντια σε όλα τα δάνεια και μεταβλήθηκε ουσιαστικά σε φόρο το 1991.
Σημειώνεται ότι σε καμία άλλη ευρωπαϊκή χώρα δεν υπάρχει αντίστοιχη εισφορά, η οποία αυξάνει δυσανάλογα το κόστος δανεισμού, ενώ επιπλέον δημιουργεί ένα μεγάλο διοικητικό κόστος για τις τράπεζες, οι οποίες είναι υποχρεωμένες να συλλέγουν την εισφορά – φόρο και να την αποδίδουν στο κράτος. Τράπεζες, επιχειρήσεις και επαγγελματικοί φορείς ζητούν επίμονα εδώ και δεκαετίες την κατάργηση της εισφοράς, υπογραμμίζοντας ότι αποτελεί φόρο που επιβαρύνει δυσανάλογα το κόστος δανεισμού.
Σε πλεονεκτική θέση οι μεγάλες επιχειρήσεις, χωρίς εναλλακτική οι ΜμΕ
Την εισφορά του Ν. 178/75 μπορούν να αποφύγουν μόνο Ανώνυμες Εταιρείες, που έχουν το μέγεθος και τη δυνατότητα έκδοσης ομολογιακού δανείου. Όλα τα ομολογιακά δάνεια, είτε είναι εισηγμένα είτε όχι, εξαιρούνται της εισφοράς του 0,6% κάτι που εξηγεί και τη μαζική στροφή των μεγάλων επιχειρήσεων προς ομολογιακές εκδόσεις.
Για παράδειγμα το ομολογιακό δάνειο της Coca Cola HBC, με κουπόνι 1,63%, αν είχε ληφθεί ως δάνειο από εγχώρια τράπεζα με ανάλογο επιτόκιο, θα είχε επιτόκιο 2,23% αυξημένο κατά 39% εξαιτίας της εισφοράς. Αντίστοιχα, αν η Motor Oil αντί για ομολογιακό (με κουπόνι 1,9%) είχε προχωρήσει σε τραπεζικό δάνειο θα επιβαρύνονταν με τελικό επιτόκιο αυξημένο κατά 32% λόγω της εισφοράς. Η Mytilineos θα επιβαρυνόταν με αυξημένο επιτόκιο κατά 27%, η Costamare με 22% και ο ΟΠΑΠ με 29%. Η αποφυγή της εισφοράς του 0,6%, μέσω ομολογιακής έκδοσης αντί δανείου, αποτελεί βασικό λόγο για την άνθηση των ομολογιακών εκδόσεων που σημειώνεται το τελευταίο διάστημα.
Ωστόσο, οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις δεν έχουν τη δυνατότητα να προχωρήσουν σε ομολογιακές εκδόσεις, ώστε να αποφύγουν την εισφορά. Σε μια συγκυρία που οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις δέχονται πολλαπλές πιέσεις όχι μόνο δεν υπάρχουν πρωτοβουλίες για την ουσιαστική ενίσχυσή τους αλλά διατηρούνται αναχρονιστικές ρυθμίσεις που επιβαρύνουν δυσανάλογα το κόστος χρηματοδότησής τους. Ακόμα και ένας νέος ελεύθερος επαγγελματίας που αγοράζει γραφείο, ως επαγγελματικό χώρο, επιβαρύνεται με την εισφορά του Ν. 178/75, γεγονός που επιβαρύνει κατά πολύ το τελικό επιτόκιο.
Σημειώνεται ότι αρχικά η εισφορά του N.178/75 ανερχόταν σε 1,2% αλλά αποτελούσε μικρή επιβάρυνση στο κόστος δανεισμού των επιχειρήσεων, καθώς τα επιτόκια ήταν πολλαπλάσια των σημερινών. Το 1971, όταν πρωτοεπιβλήθηκε η εισφορά, το επιτόκιο δανεισμού των επιχειρήσεων ήταν στο 10% ενώ το 1975 όταν η εισφορά παγιώθηκε το επιτόκιο δανεισμού των επιχειρήσεων έφτανε το 13%. Αργότερα, τη δεκαετία του 1980 τα επιτόκια δανεισμού βρίσκονταν στο 20% ενώ τη δεκαετία του 1990 είχαν ανέλθει και στο 30%.
Αυτή η ακινησία και η διατήρηση διοικητικών μέτρων που είχαν επιβληθεί πριν από 50 χρόνια, παρά τη δραστική αλλαγή των συνθηκών και των δεδομένων, αποτυπώνουν την αδυναμία του πολιτικού προσωπικού να παρακολουθήσει τις εξελίξεις, να κινείται ενεργά με σχέδιο και στόχους, κάνοντας τις αναγκαίες προσαρμογές που απαιτούν οι εξελίξεις και οι εποχές.
Σημειώνεται ότι μεγάλο μέρος του νομοθετικού πλαισίου που ορίζει την λειτουργία της οικονομίας και των επιχειρήσεων καθορίζεται από ανάλογες ρυθμίσεις και νομοθετήματα που έχουν επιβληθεί πριν 50 ή και περισσότερα χρόνια.
Πώς η εισφορά της χούντας υπέρ εξαγωγικών επιχειρήσεων έγινε φόρος
Το 1971, η κυβέρνηση της στρατιωτικής χούντας με στόχο την πριμοδότηση των εξαγωγικών επιχειρήσεων επέβαλε μια ειδική εισφορά στα δάνεια. Συγκεκριμένα το κόστος δανεισμού βιομηχανιών, βιοτεχνιών και μεταλλευτικών εταιρειών, που εξήγαγαν τα προϊόντα τους, πριμοδοτούνταν μέσω εισφορών που επιβλήθηκε σε όλα τα υπόλοιπα δάνεια. Η επιδότηση δεν ήταν οριζόντια αλλά κάθε περίπτωση εξεταζόταν και εγκρινόταν από τις νομισματικές αρχές και την κυβέρνηση.
Με την αποκατάσταση της Δημοκρατίας το 1974, η Κυβέρνηση Καραμανλή προχώρησε στην ψήφιση του νόμου 128/1975 επεκτείνοντας την εισφορά, οριζόντια, προς όλα τα δάνεια. Η τελευταία πράξη πραγματοποιήθηκε το 1991, όταν στο πλαίσιο των υποχρεώσεων της χώρας για την εκπλήρωση των κριτηρίων του Μάαστριχ, η τότε κυβέρνηση υποχρεώθηκε να τερματίσει κάθε παρέμβαση που θεωρούνταν κρατική ενίσχυση. Ωστόσο, δεν προχώρησε στην κατάργηση του Ν. 128/75, απλά σταμάτησε να πριμοδοτεί τα επιτόκια των εξαγωγικών επιχειρήσεων, διοχετεύοντας τα έσοδα από την εισφορά στην ενίσχυση του κρατικού προϋπολογισμού. Ουσιαστικά δηλαδή, η εισφορά μεταβλήθηκε σε φόρο προς τους δανειολήπτες.
Σημειώνεται ότι από τη σχετική εισφορά (0,12% για τα στεγαστικά δάνεια και 0,6% για όλα τα άλλα δάνεια είτε επιχειρήσεων είτε ιδιωτών) το Ελληνικό Δημόσιο εισπράττει περι τα 500 εκατ. ευρώ ετησίως, ποσό που επιβαρύνει εξ ολοκλήρου τους δανειολήπτες.