Αυστηρή κριτική στη ρύθμιση του φορολογικού νομοσχεδίου που θα καθιερώσει ειδικό, ευνοϊκό φορολογικό καθεστώς για εύπορους πολίτες, που θα μεταφέρουν τη φορολογική τους έδρα στην Ελλάδα, ασκεί το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, στην τριμηνιαία έκθεσή του για την οικονομία, υπογραμμίζοντας ότι πρόκειται για ένα μέτρο αμφίβολης αποτελεσματικότητας, σε ό,τι αφορά την ενίσχυση των επενδύσεων και της ανάπτυξης και τονίζοντας τον κίνδυνο να προσελκυθούν χρήματα από παράνομες δραστηριότητες.
«Θεωρούμε ότι αξίζει να γίνει ειδική αναφορά στο άρθρο 2 του νομοσχεδίου που προβλέπει εναλλακτική φορολόγηση για τα φυσικά πρόσωπα που μεταφέρουν τη φορολογική τους κατοικία στην Ελλάδα (παρόμοια σχήματα υπάρχουν και σε άλλες χώρες της ΕΕ όπως η Κύπρος, η Μάλτα και η Πορτογαλία και σχεδόν ταυτόσημο στην Ιταλία)», αναφέρει σχετικά το Γραφείο Προϋπολογισμού και προσθέτει:
- Αν και είναι κατανοητή η ανάγκη προσέλκυσης κεφαλαίων στη χώρα μας, πρέπει να επισημανθεί ότι το συγκεκριμένο μέτρο είναι αμφίβολο κατά πόσο θα επηρεάσει τα συνολικά μακροοικονομικά και δημοσιονομικά μεγέθη καθώς το ύψος της απαιτούμενης επένδυσης είναι μικρό (500.000 ευρώ εντός 3 ετών από την υποβολή της σχετικής αίτησης).
- Επίσης, περιλαμβάνει και κινητές αξίες (δηλαδή χρηματοοικονομικούς τίτλους) που δεν αυξάνουν το πάγιο κεφάλαιο και την απασχόληση ενώ οι τιμές τους παρουσιάζουν μεγάλη μεταβλητότητα στις διακυμάνσεις των κεφαλαιαγορών.
- Επιπρόσθετα, ο ορισμός ενός κατ’ αποκοπή φόρου 100.000 ευρώ ανά έτος ανεξάρτητα από το ύψος των εισοδημάτων ενδέχεται να εισάγει προνομιακή μεταχείριση σε σχέση με τα φυσικά πρόσωπα που είναι ήδη φορολογικοί κάτοικοι Ελλάδας και φορολογούνται κανονικά για τα εισοδήματα που εισπράττουν από το εξωτερικό.
- Αυτό θα συνιστούσε απόκλιση από την έννοια της φορολογικής δικαιοσύνης και θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά τη φορολογική συνείδηση και συμμόρφωση του συνόλου των πολιτών.
- Σε κάθε περίπτωση, το μέτρο θα πρέπει να συνοδευτεί από αυστηρές ασφαλιστικές δικλείδες σχετικά με την προέλευση των εισοδημάτων, προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος προσέλκυσης χρημάτων που προέρχονται από παράνομες δραστηριότητες.
Πάντως, το Γραφείο Προϋπολογισμού σχολιάζει γενικά με θετικό τρόπο τις διατάξεις του φορολογικού νομοσχεδίου. «Το νομοσχέδιο», σημειώνει, «περιλαμβάνει σημαντικές επεκτατικές παρεμβάσεις, όπως η μείωση της φορολογίας νομικών και φυσικών προσώπων (άρθρα 6, 20, 22 και 24) που αναμένεται να επηρεάσουν θετικά την εγχώρια ζήτηση, καθώς και μέτρα ενίσχυσης της φορολογικής συμμόρφωσης, όπως οι ηλεκτρονικές συναλλαγές (άρθρο 7)».
«Σε θετική κατεύθυνση»
Για την πορεία της οικονομίας, η έκθεση σημειώνει ότι συνεχίζει κατά το τρίτο τρίμηνο του 2019 να κινείται σε θετική κατεύθυνση: «Ο ρυθμός μεγέθυνσης διατηρείται, η ανεργία μειώνεται και οι αμοιβές αυξάνονται. Επιπρόσθετα, το ισοζύγιο παραμένει σχετικά ισορροπημένο παρά τους ταχύτερους ρυθμούς μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας σε σχέση με τους εμπορικούς της εταίρους. Λιγότερο ενθαρρυντική είναι η εξέλιξη του πληθωρισμού που κινείται κοντά σε μηδενικά επίπεδα υποδεικνύοντας αργούσα παραγωγική δυναμικότητα. Οι βραχυχρόνιοι δείκτες οικονομικής δραστηριότητας κινούνται επίσης σε θετική κατεύθυνση, οι περιορισμοί στις κινήσεις κεφαλαίων έχουν αρθεί, οι αποδόσεις των κρατικών τίτλων συνεχίζουν την αποκλιμάκωσή τους και οι προσδοκίες βελτιώνονται μετά την πρόσφατη αναβάθμιση από τον οίκο αξιολόγησης Standard and Poor’s».
Από την άλλη πλευρά, όμως, σημειώνεται ότι «το διεθνές περιβάλλον εμφανίζει υψηλό βαθμό αβεβαιότητας εξαιτίας των εμπορικών εντάσεων που προκαλεί επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας και αναθεώρηση των προβλεπόμενων ρυθμών μεγέθυνσης προς τα κάτω. Σε αυτό το πλαίσιο οι φθινοπωρινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής έχουν αναθεωρήσει τον ρυθμό μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας στο 1,8% για το 2019 και 2,3% για το 2020».
Θετικές είναι οι δημοσιονομικές εξελίξεις, καθώς καταγράφεται «μια σταθεροποίηση της υστέρησης του φετινού δημοσιονομικού αποτελέσματος σε σχέση με το προηγούμενο έτος που υποδηλώνει ότι ο κίνδυνος για τη μη επίτευξη του δημοσιονομικού στόχου έχει μειωθεί».
Πρόβλημα οι οφειλές
Για τις ληξιπρόθεσμες οφειλές των πολιτών και του Δημοσίου, τα στοιχεία είναι λιγότερο θετικά, όπως σημειώνεται στην έκθεση: «Οι ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις του δημοσίου αυξάνονται σε όλη τη διάρκεια του τρέχοντος έτους, ενώ οι ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις των φορολογουμένων αυξήθηκαν κατά το τρίτο τρίμηνο, διακόπτοντας την τάση οριακής μείωσης που καταγράφηκε στα δύο πρώτα τρίμηνα. Σημειώνουμε, ωστόσο, ότι το φαινόμενο είναι εν μέρει εποχικό καθώς στο τρίτο τρίμηνο γίνονται οι εκκαθαρίσεις των φόρων εισοδήματος και ακίνητης περιουσίας».
Το σχέδιο «Ηρακλής»
Μια σημαντική εξέλιξη του τρίτου τριμήνου ήταν η έγκριση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή του σχεδίου «Ηρακλής» για τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων των ελληνικών τραπεζών, σημειώνει το Γραφείο Προϋπολογισμού και προσθέτει: «Το συγκεκριμένο σχέδιο επιτρέπει την τιτλοποίηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων προκειμένου να είναι δυνατή η αφαίρεσή τους από τους ισολογισμούς των τραπεζών ή η ευνοϊκότερη εποπτική τους αξιολόγηση. Το κράτος θα παρέχει εγγύηση για τους τίτλους με αυστηρούς όρους και η τιμολόγηση της προμήθειας για την κρατική εγγύηση θα γίνεται με όρους αγοράς, ελαχιστοποιώντας τον δημοσιονομικό κίνδυνο και αποφεύγοντας το ενδεχόμενο «κρατικής ενίσχυσης». Στόχος του σχεδίου είναι η μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων στα επόμενα χρόνια έως και κατά 30 δις ευρώ (από 75,4 δις ευρώ σήμερα) ώστε να βελτιωθεί η δυνατότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων να χρηματοδοτήσουν την ελληνική οικονομία. Εφόσον υλοποιηθεί αποτελεσματικά θα υποβοηθήσει την περαιτέρω αναβάθμιση του αξιόχρεου της χώρας και την επιστροφή της σε επενδυτική βαθμίδα καθιστώντας τα ελληνικά κρατικά ομόλογα επιλέξιμα για συμμετοχή στον νέο κύκλο ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ».