Οι υψηλές θερμοκρασίες που επικρατούν τις τελευταίες ημέρες στην χώρα μας αφήνουν το αποτύπωμά τους και στην αγοραστική κίνηση. Εκπρόσωποι του εμπορικού κόσμου επισημαίνουν ότι πλέον παρατηρείται σαφής υποτονικότητα στο αγοραστικό ενδιαφέρον, καθώς οι ακραίες καιρικές συνθήκες δυσκολεύουν τις μετακινήσεις. Παρά το γεγονός ότι η αγορά κινείται σε ρυθμούς γενναιόδωρων εκπτώσεων και προσφορών, η τελευταία εβδομάδα του Ιουλίου αλλά και οι επερχόμενες πρώτες ημέρες του Αυγούστου φαίνεται ότι θα δοκιμάσουν τις αντοχές των εμπόρων.
Ερωτηματικό παραμένει εξάλλου το κατά πόσο η αγορά -ιδίως του κέντρου της Αθήνας- θα επιτύχει να εξασφαλίσει την πολύτιμη συνεισφορά των τουριστών. Αυτή υπολογίζεται ότι αγγίζει ακόμη και το 17% επί του συνολικού τζίρου, κυρίως στα πολυσυλλεκτικά καταστήματα, και για εφέτος δείχνει δύσκολο να εξασφαλιστεί.
Ο πρόεδρος του Εμπορικού Συλλόγου Αθηνών, κ. Σταύρος Καφούνης, μάλιστα εκτιμά ότι θα απαιτηθούν και νέα μέτρα στήριξης των εμπορικών επιχειρήσεων με στοχευμένες παρεμβάσεις το επόμενο διάστημα, ειδικά εάν η κατάσταση με την εξάπλωση της πανδημίας επηρεάσει περαιτέρω αρνητικά τις συνθήκες στην αγορά μέσα στο φθινόπωρο. Κύκλοι της αγοράς διατύπωσαν εξάλλου στο Business Daily την εκτίμηση ότι, με τα τρέχοντα δεδομένα, ο τζίρος των εμπορικών καταστημάτων θα κλείσει με απώλειες περί το 20% στο τέλος του 2021, συγκριτικά με το 2019, υπογραμμίζοντας ότι αυτό είναι το «θετικό» σενάριο.
Οι ακραίες καιρικές συνθήκες πάντως έχουν πλέον ενταχθεί στο λεξιλόγιο των αναλυτών σε όλο τον κόσμο, οι οποίοι κάνουν λόγο για έναν ακόμη αστάθμητο παράγοντα που διαχρονικά επηρεάζει την ψυχολογία του καταναλωτή. Και δεν αφορά μόνο το κύμα καύσωνα που επηρεάζει αυτές τις ημέρες την χώρα μας και τμήματα της νότιας Ευρώπης. Οι πλημμύρες και οι φονικές νεροποντές που έπληξαν τις προηγούμενες εβδομάδες τμήματα της Γερμανίας, του Βελγίου και της Ολλανδίας, προστίθενται στον κατάλογο με τα συμπτώματα της κλιματικής κρίσης που ο πλανήτης πλέον διέρχεται, και τα οποία θα καλούμαστε όλοι να αντιμετωπίζουμε όλο και συχνότερα. Πέρα από τις απώλειες σε ανθρώπινες ζωές και περιουσίες, τα ακραία καιρικά φαινόμενα συνθέτουν ένα νέο περιβάλλον στο οποίο τα έως πρότινος ισχύοντα σε ό,τι αφορά και την βιομηχανία της μόδας ανατρέπονται, επαναπροσδιορίζοντας εμφατικά -έστω και πρόσκαιρα- τις προτεραιότητες των καταναλωτών.
Με αρκετά καταστήματα να διαθέτουν ήδη στα ράφια τους τις πρώτες συλλογές φθινοπώρου, που περιλαμβάνουν τζάκετ και ελαφριά πουλόβερ, η κλιματική κρίση έρχεται εμφατικά να προστεθεί στην λίστα των αστάθμητων παραγόντων που, μαζί με τη πανδημία, θέτουν εν αμφιβόλω το τρέχον μοντέλο λειτουργίας της βιομηχανίας της μόδας, η οποία στηρίζεται στην διαρκή επιθυμία του καταναλωτή για το καινούριο καθώς και την διάθεση σήμερα ειδών που αφορούν τις αυριανές ανάγκες. Επιπλέον, θέτουν σε δοκιμασία τις αντοχές της παγκόσμιας εφοδιαστικής αλυσίδας εγείροντας ερωτηματικά σχετικά με την βιωσιμότητα του τρέχοντος μοντέλου.
Σύμφωνα μάλιστα με μελέτη που έγινε πρόσφατα στο Ηνωμένο Βασίλειο από την εταιρεία Weather Ads, για κάθε ποσοστιαία μονάδα Κελσίου που ανεβάζει τη μέση εποχική θερμοκρασία, παρατηρείται πτώση 1% στις πωλήσεις των φυσικών καταστημάτων. Αν και δείχνει αμελητέο, το στοιχείο αυτό μεταφράζεται σε απώλειες 3 δισ στερλινών για το βρετανικό λιανεμπόριο, η αξία του οποίου αποτιμάται σε περίπου 300 δισ στερλίνες ετησίως.
Το αβέβαιο περιβάλλον απαιτεί πλέον φαντασία και προνοητικότητα, με αρκετές επιχειρήσεις να αξιοποιούν μοντέλα πρόβλεψης των καιρικών συνθηκών σε συνδυασμό με προωθητικές ενέργειες για αντίστοιχα είδη ρουχισμού και αξεσουάρ, προκειμένου να παραμένουν επίκαιρες στις αναζητήσεις των καταναλωτών στο Διαδίκτυο. Την στρατηγική αυτή εφαρμόζουν κυρίως οι μεγάλοι όμιλοι fast fashion, με προεξέχουσα την ισπανική Inditex, για τους οποίους προτεραιότητα αποτελεί η ταχύτατη διάθεση ειδών από το σχεδιαστήριο στα καταστήματα, σε χρόνο ακόμη και μικρότερο των δύο εβδομάδων, ώστε να ικανοποιηθεί όσο το δυνατόν αμεσότερα η πλέον επίκαιρη επιθυμία των καταναλωτών. Βέβαιο είναι ότι διερχόμαστε μία μεταβατική περίοδο όπου θα χρειαστεί να επαναπροσδιοριστούν προτεραιότητες και επιχειρηματικές στρατηγικές.