Ανησυχία και έντονο προβληματισμό για τη πορεία της οικονομίας, τα δημόσια οικονομικά και τον παραγωγικό ιστό προκαλούν στο οικονομικό επιτελείο της κυβέρνηση η μετάλλαξη Δέλτα, η αναζωπύρωση του πληθωρισμού και ο κίνδυνος λουκέτων στην αγορά μετά την απόσυρση των μέτρων στήριξης.
Οι αρνητικές εξελίξεις στο μέτωπο της υγειονομικής κρίσης με την εμφάνιση και ραγδαία εξάπλωση της νέας μετάλλαξης του κορωνοϊού φέρνουν στο προσκήνιο σενάρια για τέταρτο ισχυρό κύμα μολύνσεων και δημιουργούν ρευστό σκηνικό για την ταχύτητα ανάπτυξης της οικονομίας που σύμφωνα με τις κυβερνητικές εκτιμήσεις θα είναι τουλάχιστον της τάξης του 3,6%.
Η βασική κινητήρια δύναμη της ανάκαμψης ο τουρισμός δείχνει να χάνει δυνάμεις μετά τα κρούσματα ακυρώσεων κρατήσεων και το πόλεμο των περιοριστικών μέτρων που έχει ξεσπάσει ανάμεσα στα κράτη της ΕΕ. Μπροστά στο νέο τοπίο στελέχη του οικονομικού επιτελείου κάνουν λόγο για εγκατάλειψη του αρχικού σεναρίου για ανάκτηση του 45% των τουριστικών εισπράξεων του 2019, τοποθετώντας πλέον το πήχη κάτω από το 40% πράγμα που μεταφράζεται σε έσοδα γύρω στα 7 δισ. ευρώ και απώλειες πάνω από 11 δισ. ευρώ
Πέραν του τουρισμού υπάρχει ο κίνδυνος επαναφοράς τοπικών lockdown το φθινόπωρο για την αναχαίτιση της πανδημίας, πράγμα που θα υποχρεώσει το Δημόσιο στην εφαρμογή πρόσθετων μέτρων στήριξης που ακόμα και αν είναι περιορισμένης εμβέλειας θα φουσκώσουν περαιτέρω το δημοσιονομικό λογαριασμό, ο οποίος που ήδη έχει εκτιναχθεί στα 16 δισ. ευρώ έναντι 7,6 δισ. ευρώ που ήταν η αρχική πρόβλεψη.
Είναι χαρακτηριστική η δήλωση του υπουργού Ανάπτυξης Άδωνι Γεωργιάδη ότι «αν έρθει πανδημία τον χειμώνα, τελειώσαμε οικονομικά». Σε περίπτωση αύξησης του κόστους, το υπουργείο Οικονομικών θα υποχρεωθεί να προσφύγει σε έκτακτο δανεισμό από τις αγορές για να διατηρήσει τη στάθμη των ταμειακών διαθεσίμων στο ασφαλές επίπεδο των 32 - 33 δισ. ευρώ.
Πέραν της πανδημίας, η άλλη μεγάλη απειλή είναι το νέο κύμα ακρίβειας στην αγορά που καίει τα εισοδήματα και δημιουργεί ντόμινο παρενεργειών στη πραγματική οικονομία. Οι αυξήσεις στις διεθνείς τιμές των πρώτων υλών έχουν προκαλέσει σπιράλ ανατιμήσεων στην εφοδιαστική αλυσίδα με επίκεντρο τα καύσιμα και τα τρόφιμα. Ο πληθωρισμός ανέβηκε στο 1% τον Ιούνιο από 0,1% που ήταν τον Μάιο, ενώ για περισσότερο από ένα χρόνο «έτρεχε» με αρνητικούς ρυθμούς.
Η ΕΛΣΤΑΤ κατέγραψε αυξήσεις τιμών στην πλειονότητα των αγαθών και υπηρεσιών. Οι μεγαλύτερες ανατιμήσεις καταγράφηκαν στα νωπά φρούτα (20,4%) στο φυσικό αέριο (15,8%) και στα εισιτήρια μεταφοράς επιβατών με αεροπλάνο (12%),ενώ μικρότερες ήταν στα νωπά ψάρια (2,2%), στο χοιρινό (1,7%) στα είδη άμεσης κατανάλωσης νοικοκυριού (1,6%) στα τυριά (1,1%) και στα καύσιμα και λιπαντικά (0,8%). Το πρώτο τρίμηνο του 2021 έκλεισε με τις αυξήσεις: στο κρέας 17%, στα οπωροκηπευτικά 15%, στα όσπρια 8%, στη ζάχαρη και στα βρεφικά γάλατα 6%, στα τυριά και τα έλαια 5% και στα είδη ατομικής υγιεινής 1%.
Εάν δεν υπάρξει αποκλιμάκωση των τιμών το πλήγμα στα ήδη συρρικνωμένα λόγω της πανδημίας εισοδήματα θα είναι ισχυρό ενώ οι πληθωριστικές πιέσεις θα ναρκοθετήσουν το δρόμο για την επανεκκίνηση της οικονομίας.
Στο μέτωπο της αγοράς, η συνέχιση της πανδημικής κρίσης σε συνδυασμό με τις περιορισμένες δημοσιονομικές αντοχές και την ανάγκη συμπίεσης των ελλειμμάτων εντείνουν τους φόβους για χιλιάδες λουκέτα στο χώρο των μικρών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων που θα φέρουν έκρηξη των ανέργων. Η Κομισιόν στη 10η έκθεση αξιολόγησης σημειώνει ότι «για τις επιχειρήσεις οι κίνδυνοι προέρχονται από την επίπτωση της κρίσης στη φερεγγυότητα επιχειρήσεων που θα μπορούσε να εμφανιστεί μόλις σταματήσουν τα μέτρα στήριξης. Συνολικά για την ευρωπαϊκή οικονομία οι επιπτώσεις των δυσχερειών των επιχειρήσεων στην αγορά εργασίας και στον χρηματοπιστωτικό τομέα θα μπορούσαν να αποδειχθούν χειρότερες από τις αναμενόμενες».
Στο ίδιο μήκος κύματος η Τράπεζα της Ελλάδος επισημαίνει ότι «μεγάλη πηγή αβεβαιότητας είναι το χρονοδιάγραμμα της απόσυρσης των μέτρων στήριξης που αν συμβεί πρόωρα ενδεχομένως να τεθεί σε κίνδυνο η ανάκαμψη ενώ μία παρατεταμένη εφαρμογή θα μπορούσε να οδηγήσει στη δημιουργία στρεβλώσεων στην αγορά».
Στις δύο εκθέσεις της η κεντρική τράπεζα κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για:
- εμφάνιση ενός μεγάλου αριθμού πτωχεύσεων μη βιώσιμων επιχειρήσεων με σοβαρές δημοσιονομικές παρενέργειες (καταπτώσεις κρατικών εγγυήσεων, οριστική διαγραφή χρεών προς το Δημόσιο, εισοδηματική στήριξη στους απολυόμενους εργαζομένους) και με νέες αυξήσεις του ήδη μεγάλου όγκου των κόκκινων δανείων
- αύξηση της ανεργίας μετά την άρση των μέτρων στήριξης, ιδιαίτερα σε κλάδους υπηρεσιών που επηρεάστηκαν αρνητικά από την πανδημία και στους οποίους η ανάκαμψη ενδέχεται να καθυστερήσει, με κίνδυνο η ανεργία να μετατραπεί σε διαρθρωτικό φαινόμενο.