ΓΔ: 1401.58 0.28% Τζίρος: 97.06 εκ. € Τελ. ενημέρωση: 17:25:01 DATA
Φώτο: Shutterstock

Όλες οι αλλαγές για ελάφρυνση στα τεκμήρια και τις αποδείξεις

Η στήριξη των φορολογουμένων αυτών κρίνεται επιβεβλημένη ώστε να διατηρηθεί η κοινωνική συνοχή και να επιτευχθεί η εκ νέου επανεκκίνηση της οικονομίας, μέσω της επιεικέστερης αντιμετώπισης των τεκμηρίων.

Ειδικό πλαίσιο δημιουργεί το υπουργείο Οικονομικών για την φετινή οικονομική περίοδο λόγω της πανδημίας, σε ότι αφορά τα τεκμήρια εισοδήματος και το καθεστώς ηλεκτρονικών αποδείξεων, με τον νέο νόμο «Κρατική αρωγή προς επιχειρήσεις και μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα φορείς για θεομηνίες, επείγουσες ρυθμίσεις για τη στήριξη της οικονομίας, συμπληρωματικός κρατικός προϋπολογισμός και συνταξιοδοτική ρύθμιση και λοιπές επείγουσες διατάξεις» που δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Στόχος του υπουργείου Οικονομικών είναι να μην επιβαρυνθούν υπέρμετρα οι φορολογούμενοι που είχαν το 2020, μείωση εισοδημάτων από τις ιδιαίτερες συνθήκες που δημιούργησε η πανδημία και στο πλαίσιο αυτό χαλαρώνουν για τις φετινές φορολογικές δηλώσεις οι κανόνες για την φορολόγηση με τεκμήρια εισοδήματος και για την υποχρεωτική προσκόμιση ηλεκτρονικών αποδείξεων.

Το Business Daily παρουσιάζει αναλυτικά τις νέες ρυθμίσεις που έχουν τεθεί σε ισχύ:

Ποιοι απαλλάσσονται για το έτος 2020 από τα τεκμήρια

Εισάγεται ειδική ρύθμιση για το φορολογικό έτος 2020, ως προς τον εναλλακτικό τρόπο υπολογισμού της ελάχιστης φορολογίας, για συγκεκριμένες κατηγορίες φορολογουμένων, των οποίων τα εισοδήματα επλήγησαν εντός του 2020 από την πανδημία του COVID-19.

Η προτεινόμενη διάταξη ρυθμίζει την δικαιότερη και πιο ορθολογική φορολόγηση των φορολογουμένων που ανεξαρτήτως χρονικού διαστήματος εντός του 2020 επλήγησαν από την πανδημία του COVID-19 λόγω της μείωσης των εισοδημάτων τους, είτε γιατί η ατομική τους επιχειρηματική δραστηριότητα χαρακτηρίσθηκε ως πληττόμενη ή ανεστάλη η λειτουργία της βάσει κανονιστικών πράξεων της διοίκησης, είτε επειδή ανεστάλη η σύμβαση εργασίας τους ή σύμβαση ναυτολόγησής τους σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις ή εντάχθηκαν στον μηχανισμό ενίσχυσης «ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ», όπως τα πρόσωπα αυτά θα αποσταλούν στη Φορολογική Διοίκηση από το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων.

Η ρύθμιση καταλαμβάνει και τους ιδιοκτήτες ακινήτων, οι οποίοι έλαβαν μειωμένο μίσθωμα εντός του 2020 για το οποίο έχει υποβληθεί έστω και μία εγκεκριμένη δήλωση COVID-19 κατόπιν σχετικής επεξεργασίας από την ΑΑΔΕ, σύμφωνα με το άρθρο δεύτερο της από 20.3.2020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου, όπως κυρώθηκε με το άρθρο 1 του ν. 4683/2020, όπως αυτή προστέθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 33 του ν. 4753/2020 (Α' 227) και τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 13 του ν. 4690/2020 (Α' 104), όπως ισχύουν μετά και την τροποποίησή τους με τις διατάξεις του άρθρου 54 του ν. 4758/2020 (Α' 242). Η στήριξη των φορολογουμένων αυτών κρίνεται επιβεβλημένη ώστε να διατηρηθεί η κοινωνική συνοχή και να επιτευχθεί η εκ νέου επανεκκίνηση της οικονομίας, μέσω της επιεικέστερης αντιμετώπισης των τεκμηρίων.

Τι ορίζει η διάταξη

Άρθρο 36
Ειδική ρύθμιση για το φορολογικό έτος 2020 ως προς τον εναλλακτικό τρόπο υπολογισμού της ελάχιστης φορολογίας - Προσθήκη παρ. 70 στο άρθρο 72 του ν. 4172/2013

Στο άρθρο 72 του ν. 4172/2013 (ΑΊ67) προστίθεται παρ. 70 ως εξής:

70. α. Ειδικά για το φορολογικό έτος 2020, για τα φυσικά πρόσωπα:

(i) τα οποία ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα η οποία βάσει κανονιστικών πράξεων της διοίκησης, εντός του 2020 χαρακτηρίστηκε ως πληττόμενη, λόγω της εμφάνισης και διάδοσης του κορονοϊού COVID-19 ή ανεστάλη η λειτουργία της, ανεξαρτήτως χρονικού διαστήματος αναστολής,

(ii) των οποίων η σύμβαση εργασίας ανεστάλη για οποιοδήποτε χρονικό διάστημα εντός του έτους 2020 λόγω των μέτρων για την αντιμετώπιση της πανδημίας COVID -19, σύμφωνα με το άρθρο δέκατο τρίτο της από 14.3.2020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (Α' 64), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο 3 του ν. 4682/2020 (Α' 76), το άρθρο 11 της από 20.3.3020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (Α' 68), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο 1 του ν. 4683/2020 (Α' 83) και το άρθρο 68 του ν. 4756/2020 (Α3 235),

(ii) των οποίων η σύμβαση ναυτολόγησης ανεστάλη κατά τη διάρκεια οποιοσδήποτε διαστήματος εντός του 2020 με βάση το άρθρο εξηκοστό τρίτο της από 30.3.2020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (Α' 75), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο 1 του ν. 4684/2020 (Α' 86), όπως αυτό τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με την από 1.5.2020 Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου (Α' 90), η οποία κυρώθηκε με τον ν. 4690/2020 (Α' 104),

(iv) τα οποία εντάχθηκαν στον μηχανισμό ενίσχυσης «ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ» ανεξαρτήτως χρονικού διαστήματος εντός του 2020, σύμφωνα με το άρθρο 31 του ν. 4690/2020 και το άρθρο 123 του ν. 4714/2020 (Α' 148),

(ν) τα οποία είναι ιδιοκτήτες ακινήτων, που έλαβαν μειωμένο μίσθωμα εντός του 2020, για το οποίο έχει υποβληθεί έστω και μία εγκεκριμένη δήλωση COVID - 19, κατόπιν σχετικής επεξεργασίας από την ΑΑΔΕ, σύμφωνα με το άρθρο δεύτερο της από 20.3.2020 της Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου, η οποία κυρώθηκε με το άρθρο 1 του ν. 4683/2020, όπως διαμορφώθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 33 του ν. 4753/2020 (Α3 227) και την παρ. 2 του άρθρου 13 του ν. 4690/2020 (Α' 104), όπως ισχύουν μετά και την τροποποίησή τους με το άρθρο 54 του ν. 4758/2020 (Α' 242), όταν προκύπτει διαφορά μεταξύ του τεκμαρτού και του συνολικού εισοδήματος κατά την παρ. 1 του άρθρου 30, δεν εφαρμόζεται το άρθρο 31, εφόσον σωρευτικά:

(αα) τουλάχιστον σε ένα από τα δύο (2) προηγούμενα φορολογικά έτη δεν έτυχε εφαρμογής ο εναλλακτικός τρόπος υπολογισμού της ελάχιστης φορολογίας σύμφωνα με τα άρθρα 30, 31, 32, 33, 34,

(ββ) δεν υπήρξε αύξηση των αντικειμενικών δαπανών και υπηρεσιών του άρθρου 31 του φορολογικού έτους 2020 σε σχέση με το φορολογικό έτος 2019 και,

(γγ) σε περίπτωση δαπάνης απόκτησης περιουσιακών στοιχείων του άρθρου 32, η εν λόγω δαπάνη δικαιολογείται από τα αναγραφόμενα στη δήλωση χρηματικά ποσά, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 2 του άρθρου 34 του ν. 4172/2013.

β. Μη θιγομένου του άρθρου 32, αν το εισόδημα των φορολογούμενων της περ. α' και για τα δυο προηγούμενα φορολογικά έτη, προσδιορίστηκε κατόπιν εφαρμογής του εναλλακτικού τρόπου υπολογισμού της ελάχιστης φορολογίας, σύμφωνα με τα άρθρα 30, 31, 32, 33, 34 και για το φορολογικό έτος 2020 προκύπτει προστιθέμενη διαφορά τεκμηρίων, ως δαπάνη του άρθρου 31 για το φορολογικό έτος 2020, λαμβάνεται υπόψη το μικρότερο ποσό αντικειμενικών δαπανών και υπηρεσιών του άρθρου 31 μεταξύ των φορολογικών ετών 2018, 2019 και 2020, εφόσον δεν υπήρξε αύξηση των αντικειμενικών δαπανών και υπηρεσιών του άρθρου 31 του φορολογικού έτους 2020 σε σχέση με το φορολογικό έτος 2019.

Με κοινή απόφαση του υπουργού Οικονομικών και του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων καθορίζονται ο χρόνος κατά τον οποίο λαμβάνονται υπόψη οι εγκεκριμένες δηλώσεις COVID -19, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παρούσας.

Για τις ηλεκτρονικές αποδείξεις

Καθορίζεται ειδική κατηγορία εισοδημάτων με έκτακτο χαρακτήρα (π.χ. περιπτώσεις έκτακτων αποζημιώσεων, αμοιβών, επιχορηγήσεων και οικονομικών ενισχύσεων που χορηγήθηκαν στο πλαίσιο αντιμετώπισης των συνεπειών του κινδύνου διασποράς του COVID-19), για το φορολογικό έτος 2020 και εφεξής, τα οποία δεν συνυπολογίζονται στο πραγματικό εισόδημα από μισθωτή εργασία - συντάξεις, από το οποίο προκύπτει η βάση υπολογισμού για το απαιτούμενο ποσό δαπανών με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής. [Για κάθε φορολογικό έτος ορίζεται σε 30% του πραγματικού εισοδήματος, που προέρχεται από μισθωτή εργασία-συντάξεις και επιχειρηματική δραστηριότητα και μέχρι είκοσι χιλιάδες (20.000) ευρώ δαπανών καθώς και από ακίνητη περιουσία].

Προβλέπεται η προσαύξηση του φόρου επί του εισοδήματος από μισθωτή εργασία - συντάξεις, στην περίπτωση που το δηλωθέν ποσό δαπανών με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής υπολείπεται του απαιτούμενου ποσού δαπανών.

Προσδιορίζονται ως εξαιρέσεις από την προσαύξηση του φόρου, συγκεκριμένες κατηγορίες φορολογουμένων που επλήγησαν οικονομικά λόγω της εξάπλωσης της πανδημίας Covid 19.

Με την προτεινόμενη παρ. 1 του άρθρου αυτού προβλέπεται η εξαίρεση από τον υπολογισμό του πραγματικού εισοδήματος της περ. β της παρ. 6 του άρθρου 15 του ν. 4172/2013, επί του οποίου υπολογίζονται οι απαιτούμενες δαπάνες με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής, συγκεκριμένων εισοδημάτων τα οποία έχουν έκτακτο χαρακτήρα και από τη φύση τους και δεν αναμένεται να δαπανηθούν στο σύνολό τους εντός του ίδιου φορολογικού έτους για την απόκτηση αγαθών και τη λήψη υπηρεσιών, που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό του απαιτούμενου ποσού δαπανών των ανωτέρω διατάξεων. Επίσης, προβλέπεται η εξαίρεση έκτακτων αποζημιώσεων, αμοιβών, επιχορηγήσεων και οικονομικών ενισχύσεων που χορηγήθηκαν στο πλαίσιο αντιμετώπισης των συνεπειών του κινδύνου διασποράς του COVID-19 και αποτελούν εισόδημα. Με την προτεινόμενηπαρ. 2 του άρθρου αυτού προβλέπεται ότι η παρ. 1 ισχύει από 1.1.2020.

Με την προτεινόμενη παρ. 3 του άρθρου αυτού, προβλέπεται, ειδικά για το φορολογικό έτος 2020, η τροποποίηση της παρ. 6 του άρθρου 15 του ν.4172/2013. Το απαιτούμενο ποσό δαπανών με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής εξακολουθεί να αντιστοιχεί σε ποσοστό τριάντα τοις εκατό (30%) του πραγματικού εισοδήματος που προέρχεται από μισθωτή εργασία - συντάξεις, επιχειρηματική δραστηριότητα και ακίνητη περιουσία και μέχρι είκοσι χιλιάδες (20.000) ευρώ δαπανών.

Ενώ στην περίπτωση που το δηλωθέν ποσό δαπανών με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής υπολείπεται του απαιτούμενου ποσού δαπανών, ο φόρος που προκύπτει κατά την εφαρμογή της κλίμακας της παρ. 1 του άρθρου 15 ΚΦΕ, προσαυξάνεται σύμφωνα με τις ακόλουθες περιπτώσεις:

(ί) Σε περίπτωση που το δηλωθέν ποσό με ηλεκτρονικές συναλλαγές είναι υψηλότερο του 20% του πραγματικού εισοδήματος που προέρχεται από μισθωτή εργασία - συντάξεις, επιχειρηματική δραστηριότητα και ακίνητη περιουσία, ο φόρος που προκύπτει κατά την εφαρμογή της κλίμακας της παρ. 1 του άρθρου 15 του ΚΦΕ προσαυξάνεται κατά το ποσό που προκύπτει από τη θετική διαφορά μεταξύ του απαιτούμενου και του δηλωθέντος ποσού δαπανών με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής, πολλαπλασίαζα με νης με συντελεστή έντεκα τοις εκατό (11%).

(ii) Σε περίπτωση που το δηλωθέν ποσό με ηλεκτρονικές συναλλαγές υπολείπεται του 20% του πραγματικού εισοδήματος που προέρχεται από μισθωτή εργασία - συντάξεις, επιχειρηματική δραστηριότητα και ακίνητη περιουσία, ο φόρος που προκύπτει κατά την εφαρμογή της κλίμακας της nap. 1 του άρθρου 15 του ΚΦΕ προσαυξάνεται κατά το ποσό που προκύπτει από τη θετική διαφορά μεταξύ του είκοσι τοις εκατό (20%) του πραγματικού εισοδήματος που προέρχεται από μισθωτή εργασία - συντάξεις, επιχειρηματική δραστηριότητα και ακίνητη περιουσία και του δηλωθέντος ποσού δαπανών με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής, πολλαπλασιαζόμενης με συντελεστή είκοσι δύο τοις εκατό (22%) και επιπροσθέτως κατά το ποσό που προκύπτει από τη θετική διαφορά μεταξύ του απαιτούμενου ποσού δαπανών και του είκοσι τοις εκατό (20%) του πραγματικού εισοδήματος που προέρχεται από μισθωτή εργασία - συντάξεις, επιχειρηματική δραστηριότητα και ακίνητη περιουσία, πολλαπλασιαζόμενης με συντελεστή έντεκα τοις εκατό (11%). Σε κάθε περίπτωση, η προσαύξηση του φόρου δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό που προκύπτει από τη θετική διαφορά μεταξύ του απαιτούμενου και του δηλωθέντος ποσού δαπανών με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής, πολλαπλασιαζόμενης με συντελεστή είκοσι δύο τοις εκατό (22%).

Η προσαύξηση του φόρου σύμφωνα με τα ανωτέρω δεν εφαρμόζεται για συγκεκριμένες κατηγορίες φορολογουμένων που, για οποιοδήποτε χρονικό διάστημα εντός του έτους 2020, επλήγησαν οικονομικά λόγω της εξάπλωσης της πανδημίας COVID-19Kai ειδικότερα για τους ασκούντες ατομική επιχειρηματική δραστηριότητα που χαρακτηρίσθηκε ως πληττόμενη ή ανεστάλη η λειτουργία της, με οποιαδήποτε από τις εκδοθείσες κανονιστικές αποφάσεις, για τα φυσικά πρόσωπα που η σύμβαση εργασία ή σύμβαση ναυτολόγησης τέθηκε σε αναστολή, με οποιαδήποτε από τις εκδοθείσες κανονιστικές αποφάσεις, ή εντάχθηκαν στο μηχανισμό ενίσχυσης «ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ», για τους ιδιοκτήτες ακινήτων, οι οποίοι έλαβαν μειωμένο μίσθωμα εντός του 2020 για το οποίο έχει υποβληθεί έστω και μία εγκεκριμένη δήλωση COVID - 19, κατόπιν σχετικής επεξεργασίας από την ΑΑΔΕ, σύμφωνα με τη νομοθεσία και τις σχετικές κανονιστικές πράξεις, καθώς και για φορολογούμενους που είχαν συμπληρώσει το εξηκοστό (60ό) έτος της ηλικίας τους στις 31.12.2019.

Οι ανωτέρω εξαιρετικές ρυθμίσεις για το έτος 2020, κρίνονται αναγκαίες, λόγω των ιδιαίτερων κοινωνικοοικονομικών συνθηκών που προκλήθηκαν από την πανδημία COVID-19 και είχαν ως αποτέλεσμα τον περιορισμό της οικονομικής δραστηριότητας αλλά και της ιδιωτικής κατανάλωσης των ανωτέρω κατηγοριών φορολογουμένων.

Τι ορίζει η διάταξη

Άρθρο 37
Απαιτούμενο ποσό δαπανών με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής - Τροποποίηση της παρ. 6 του άρθρου 15 και προσθήκη παρ. 71 στο άρθρο 72 του ν. 4172/2013

γ1) Για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου δεν υπολογίζονται στο πραγματικό εισόδημα από μισθωτή εργασία, συντάξεις και επιχειρηματική δραστηριότητα, τα παρακάτω εισοδήματα με έκτακτο χαρακτήρα:

ί) Τα εισοδήματα των παρ. 3 και 4.

ii) Το επίδομα εκπαίδευσης και επαγγελματικής κατάρτισης ανέργων, καθώς και το επίδομα αναζήτησης εργασίας στο πλαίσιο δράσεων συμβουλευτικής (παρ. 5 του άρθρου 64 του ν. 4756/2020 [Α'235]).

iii) Η αγροτική επιδότηση πρόωρης συνταξιοδότησης.

iν) Η είσπραξη ασφαλιστικής αποζημίωσης ή οικονομικής ενίσχυσης, λόγω διάλυσης αλιευτικού σκάφους.

ν) Έκτακτες αποζημιώσεις, αμοιβές, επιχορηγήσεις και οικονομικές ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στο πλαίσιο αντιμετώπισης των συνεπειών του κινδύνου διασποράς του κορωνοϊού COVID-19 και αποτελούν εισόδημα.

2. Η παρ. 1 εφαρμόζεται για τα εισοδήματα που αποκτώνται και για τις δαπάνες που πραγματοποιούνται από 1ης.1.2020 και μετά.

3. Στο άρθρο 72 του ν. 4172/2013 (Α' 167) προστίθεται νέα παρ. 71 ως εξής:

71. α. Ειδικά για το φορολογικό έτος 2020, κατά παρέκκλιση της περ. β' της παρ. 6 του άρθρου 15, εφαρμόζονται τα εξής:

Το απαιτούμενο ποσό δαπανών με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής ορίζεται σε ποσοστό τριάντα τοις εκατό (30%) του πραγματικού εισοδήματος που προέρχεται από μισθωτή εργασία - συντάξεις και επιχειρηματική δραστηριότητα και μέχρι είκοσι χιλιάδες (20.000) ευρώ δαπανών. Στον υπολογισμό του πραγματικού εισοδήματος δεν περιλαμβάνονται το ποσό της εισφοράς αλληλεγγύης του άρθρου 43Α και το ποσό της διατροφής που δίδεται στον/στην διαζευγμένο/-η σύζυγο ή σε μέρος συμφώνου συμβίωσης ή εξαρτώμενο τέκνο, εφόσον καταβάλλεται με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής.

Στην περίπτωση που το δηλωθέν ποσό δαπανών με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής υπολείπεται του απαιτούμενου ποσού δαπανών, ο φόρος που προκύπτει κατά την εφαρμογή της κλίμακας της παρ. 1 προσαυξάνεται σύμφωνα με τις ακόλουθες περιπτώσεις:

(ί) Σε περίπτωση που το δηλωθέν ποσό με ηλεκτρονικές συναλλαγές είναι υψηλότερο του 20% του πραγματικού εισοδήματος που προέρχεται από μισθωτή εργασία, συντάξεις και επιχειρηματική δραστηριότητα, ο φόρος που προκύπτει κατά την εφαρμογή της κλίμακας της παρ. 1 προσαυξάνεται κατά το ποσό που προκύπτει από τη θετική διαφορά μεταξύ του απαιτούμενου και του δηλωθέντος ποσού δαπανών με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής, πολλαπλασιαζόμενη με συντελεστή έντεκα τοις εκατό (11%).

(ϋ) Σε περίπτωση που το δηλωθέν ποσό με ηλεκτρονικές συναλλαγές υπολείπεται του 20% του πραγματικού εισοδήματος που προέρχεται από μισθωτή εργασία, συντάξεις και επιχειρηματική δραστηριότητα, ο φόρος που προκύπτει κατά την εφαρμογή της κλίμακας της παρ. 1 προσαυξάνεται κατά το ποσό που προκύπτει από τη θετική διαφορά μεταξύ του είκοσι τοις εκατό (20%) του πραγματικού εισοδήματος που προέρχεται από μισθωτή εργασία, συντάξεις και επιχειρηματική δραστηριότητα και του δηλωθέντος ποσού δαπανών με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής, πολλαπλασιαζόμενη με συντελεστή είκοσι δύο τοις εκατό (22%) και, επιπροσθέτως, κατά το ποσό που προκύπτει από τη θετική διαφορά μεταξύ του απαιτούμενου ποσού δαπανών και του είκοσι τοις εκατό (20%) του πραγματικού εισοδήματος που προέρχεται από μισθωτή εργασία, συντάξεις και επιχειρηματική δραστηριότητα, πολλαπλασιαζόμενη με συντελεστή έντεκα τοις εκατό (11%). Σε κάθε περίπτωση, η προσαύξηση του φόρου δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό που προκύπτει από τη θετική διαφορά μεταξύ του απαιτούμενου και του δηλωθέντος ποσού δαπανών με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής, πολλαπλασιαζόμενη με συντελεστή είκοσι δύο τοις εκατό (22%).

Ο φόρος που προκύπτει κατά την εφαρμογή της κλίμακας της παρ. 1 παραμένει αμετάβλητος και δεν προσαυξάνεται για τις ακόλουθες περιπτώσεις:

ί) Για τα φυσικά πρόσωπα που ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα, η οποία, σύμφωνα με τις κανονιστικές πράξεις που εκδόθηκαν για τον προσδιορισμό των πληττόμενων επιχειρήσεων από την εξάπλωση της πανδημίας του κορωνοϊού COVID -19, θεωρήθηκε ως πληττόμενη για οποιοδήποτε χρονικό διάστημα εντός του έτους 2020.

ii) Για τα φυσικά πρόσωπα των οποίων η σύμβαση εργασίας ανεστάλη για οποιοδήποτε χρονικό διάστημα εντός του έτους 2020 λόγω των μέτρων για την αντιμετώπιση της πανδημίας του κορωνοϊού COVID -19, σύμφωνα με το άρθρο δέκατο τρίτο της από 14.3.2020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (Α' 64), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο 3 του ν. 4682/2020 (Α' 76), το άρθρο 11 της από 20.3.3020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (Α' 68), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο 1 του ν. 4683/2020 (Α' 83) και το άρθρο 68 του ν. 4756/2020 (Α' 235),

iii) Για τα φυσικά πρόσωπα των οποίων η σύμβαση ναυτολόγησης ανεστάλη κατά τη διάρκεια οποιοσδήποτε διαστήματος εντός του 2020 με βάση το άρθρο εξηκοστό τρίτο της από 30.3.2020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (Α' 75), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο 1 του ν. 4684/2020 (Α' 86), όπως αυτό τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με την από 1.5.2020 Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου (Α' 90), η οποία κυρώθηκε με τον ν. 4690/2020 (Α' 104),

iv) Για τα φυσικά πρόσωπα τα οποία εντάχθηκαν στον μηχανισμό ενίσχυσης «ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ» ανεξαρτήτως χρονικού διαστήματος εντός του 2020, σύμφωνα με το άρθρο 31 του ν. 4690/2020 και το άρθρο 123 του ν. 4714/2020 (ΑΊ48), όπως τα πρόσωπα αυτά θα αποσταλούν στη Φορολογική Διοίκηση από το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων,

v) Για τα φυσικά πρόσωπα τα οποία είναι ιδιοκτήτες ακινήτων, που έλαβαν μειωμένο μίσθωμα εντός του 2020, για το οποίο έχει υποβληθεί έστω και μία εγκεκριμένη δήλωση COVID -19, κατόπιν σχετικής επεξεργασίας από την ΑΑΔΕ, σύμφωνα με το άρθρο δεύτερο της από 20.3.2020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου, η οποία κυρώθηκε με το άρθρο 1 του ν. 4683/2020, όπως διαμορφώθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 33 του ν. 4753/2020 (Α1 227) και την παρ. 2 του άρθρου 13 του ν. 4690/2020 (Α' 104), όπως ισχύουν μετά και την τροποποίησή τους με το άρθρο 54 του ν. 4758/2020 (Α' 242),

vi) Για φορολογούμενους που είχαν συμπληρώσει το εξηκοστό (60ό) έτος της ηλικίας τους στις 31 Δεκεμβρίου 2019.»

β. Τα οριζόμενα στην περ. α' εφαρμόζονται αναλόγως για τα εισοδήματα από ακίνητη περιουσία που φορολογούνται σύμφωνα με την κλίμακα της παρ. 4 του άρθρου 40.»

Google news logo Ακολουθήστε το Business Daily στο Google news

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

ΑΑΔΕ: Ολοκληρώθηκε το 17ο Διεθνές Φόρουμ Φορολογικών Διοικήσεων του ΟΟΣΑ

Κατά τη διάρκεια του φετινού συνεδρίου, με θέμα τον μετασχηματισμό των φορολογικών διοικήσεων παγκοσμίως, οι συμμετέχοντες συζήτησαν και συμφώνησαν σε μια σειρά από φιλόδοξες πρωτοβουλίες.
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Γαϊτάνης: Φοροαπαλλαγές σε όλες τις επιχειρήσεις για δαπάνες έρευνας

«Ειδικά, οι φοροαπαλλαγές, έχουν πολύ μεγάλη σημασία για τις μικρότερες επιχειρήσεις. Και οδηγούν σε  περισσότερες θέσεις εργασίας, καλύτερες αμοιβές και καλύτερο μέλλον για τους εργαζόμενους μας» είπε ο γ.γ. Έρευνας και Καινοτομίας.
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

EY Ελλάδος: Υιοθέτηση μίας πράσινης φορολογικής πολιτικής στην χώρα

Κατά τη συζήτηση, η ανάπτυξη ενός φορολογικού πλαισίου που προωθεί την κοινωνικοοικονομική συνοχή και ταυτόχρονα ενισχύει την πράσινη ανάπτυξη, αναδείχθηκε ως μια θετική και ελπιδοφόρα κατεύθυνση για την Ελλάδα.