Τις «μολύνσεις» στην αγορά και την κοινωνία από την πανδημία, αλλά και τους κινδύνους που κρύβονται στο δρόμο για την επανεκκίνηση της οικονομίας, με σπουδαιότερο τον κίνδυνο μαζικών πτωχεύσεων μικρομεσαίων επιχειρήσεων που θα αυξήσουν την ανεργία, αποκαλύπτει με στοιχεία και αναλύσεις η ετήσια έκθεση του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γ. Στουρνάρα για τις εξελίξεις στην οικονομία.
Οι εμπειρογνώμονες της κεντρικής τράπεζας σε ειδικά κεφάλαια της έκθεσης αναδεικνύουν τις «πληγές» που άνοιξε η υγειονομική κρίση στις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, την «θεραπευτική επήρεια» των κυβερνητικών μέτρων στήριξης, αλλά και τις χρόνιες παθήσεις.
Παραθέτουμε 5 «καυτές» επισημάνσεις της έκθεσης:
Ρευστό τοπίο για εισοδήματα και κατανάλωση, κίνδυνος λουκέτων και ανεργίας
Η έξοδος από την κρίση της πανδημίας με την άρση των προγραμμάτων στήριξης των νοικοκυριών, των αναβαλλόμενων φορολογικών υποχρεώσεων των νοικοκυριών και τη λήξη των μέτρων αναστολής πληρωμής δόσεων δανείων αναμένεται να κάμψουν το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών και να επηρεάσουν αρνητικά την ιδιωτική κατανάλωση. Επιπρόσθετα η απόσυρση των κυβερνητικών μέτρων στήριξης ενδέχεται να οδηγήσει σε αύξηση των πτωχεύσεων επιχειρήσεων και στη συνακόλουθη άνοδο της ανεργίας.
Επομένως η ανάκαμψη της καταναλωτικής δαπάνης περιβάλλεται από κινδύνους, αναμένεται να είναι σταδιακή και να λάβει χώρα αργότερα μέσα στο 2021.
Σε ό ,τι αφορά τις εξελίξεις για τη μετά την πανδημία περίοδο, όταν δεν θα είναι σε ισχύ τα κυβερνητικά προγράμματα στήριξης των πληττόμενων επιχειρήσεων, εκτιμάται ότι θα αυξηθεί σημαντικά ο αριθμός των επιχειρήσεων με χαρακτηριστικά που τις καθιστούν μη βιώσιμες. Αυτό θα οδηγήσει σε αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων που θα βαρύνουν τους ισολογισμούς των τραπεζών μειώνοντας την κερδοφορία τους και τη δυνατότητα χρηματοδότησης επενδυτικών σχεδίων.
Ο κίνδυνος πτωχεύσεων είναι ιδιαίτερα υψηλός για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, που συχνά δεν διαθέτουν εμπράγματες εξασφαλίσεις και έχουν μεγάλη εξάρτηση από τον τραπεζικό δανεισμό, χωρίς να έχουν την ευελιξία προσαρμογής στις κρίσεις. Δεδομένου ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, το 95,7% των ελληνικών επιχειρήσεων του ιδιωτικού τομέα (πλην του τραπεζικού και ασφαλιστικού τομέα) είναι πολύ μικρές επιχειρήσεις (0-9 άτομα) που απασχολούν το 48,5% του συνόλου των εργαζομένων στον επιχειρηματικό τομέα, ένα κύμα πτωχεύσεων μικρομεσαίων επιχειρήσεων θα οδηγήσει σε αύξηση της ανεργίας εργαζομένων που επί του παρόντος είναι σε καθεστώς αναστολής εργασίας. Οι πτωχεύσεις τείνουν να βαθύνουν την επίπτωση των υφέσεων στην αγορά εργασίας ιδίως εάν είναι συγκεντρωμένες σε συγκεκριμένους τομείς, καθώς η ανακατανομή του εργατικού δυναμικού είναι μια αργή διαδικασία.
Υψηλός βαθμός οικονομικής αβεβαιότητας
Μολονότι η οικονομική αβεβαιότητα αναμένεται να βαίνει μειούμενη καθ’ όλο το 2021, θα παραμείνει σε υψηλά επίπεδα σε σχέση με την προ της πανδημίας περίοδο. Όλα αυτά υποδηλώνουν ότι, ενώ η οικονομική δραστηριότητα αναμένεται σταδιακά να ανακάμψει μέσα στο 2021, η οικονομική αβεβαιότητα ενδέχεται να συνεχίσει να επιβραδύνει την ταχύτητα της ανάκαμψης βραχυπρόθεσμα.
Τα πλήγματα στην απασχόληση
Η πανδημία επέδρασε στην αγορά εργασίας προσδίδοντάς της χαρακτηριστικά διαφορετικά σε σχέση με το προηγούμενο έτος, όπως μεταξύ άλλων τον περιορισμό της κινητικότητας, τη μείωση της απασχόλησης των ηλικιακά νεότερων με την αύξηση του αντίστοιχου ποσοστού ανεργίας τους, την αύξηση του αριθμού των οικονομικά μη ενεργών, την αύξηση των εργαζομένων που είναι διαθέσιμοι αλλά δεν αναζητούν εργασία και τη μείωση του ποσοστού μερικής απασχόλησης.
Σύμφωνα με πρόσφατους δείκτες της ΕΛΣΤΑΤ, φαίνεται ότι η επίδραση της πανδημίας στην αγορά εργασίας υποχώρησε το γ΄ τρίμηνο του 2020, καθώς οι ώρες εργασίας αυξήθηκαν, η εργασία από το σπίτι μειώθηκε και η απουσία από την εργασία περιορίστηκε
Το 2020 δημιουργήθηκαν 93.003 νέες θέσεις εργασίας, 34.641 λιγότερες σε σχέση με το 2019. Το μειωμένο ισοζύγιο είναι αποτέλεσμα τόσο των μειωμένων προσλήψεων (-29,8%) όσο και των μειωμένων αποχωρήσεων (-30,0%).
Όσον αφορά τους επιμέρους κλάδους οικονομικής δραστηριότητας, η μεγαλύτερη μείωση παρουσιάστηκε στις δραστηριότητες σχετικές με τον τουρισμό, καθώς ένας σημαντικός αριθμός ξενοδοχείων παρέμεινε κλειστός ή άνοιξε για μικρότερη περίοδο το 2020, ενώ η εστίαση αποτελεί τον κλάδο που έχει πληγεί περισσότερο από την προσωρινή αναστολή λειτουργίας των επιχειρήσεων. Τέλος, οι προσλήψεις πλήρους απασχόλησης ανήλθαν στο 51,5% του συνόλου, ενώ οι προσλήψεις μερικής και εκ περιτροπής απασχόλησης έφθασαν στο 48,5% (έναντι 45,1% και 54,9% αντίστοιχα το 2019).
Ο αριθμός των απασχολουμένων ανά τομέα οικονομικής δραστηριότητας, σύμφωνα με τα στοιχεία της Έρευνας Εργατικού Δυναμικού (ΕΕΔ) της ΕΛΣΤΑΤ, υποχώρησε στον πρωτογενή και το δευτερογενή τομέα (-8,5% και -2,4% αντίστοιχα) το εννεάμηνο του 2020 έναντι της αντίστοιχης περιόδου του 2019, ενώ αυξήθηκε οριακά στον τριτογενή τομέα (0,5%).
Σε κλαδικό επίπεδο, η μείωση της απασχόλησης την ίδια περίοδο προήλθε από τη σημαντική μείωση του αριθμού των απασχολουμένων στις σχετικές με τον τουρισμό δραστηριότητες (-9,4%, έναντι 5,4% το εννεάμηνο του 2019), αποτυπώνοντας τις σημαντικές αρνητικές συνέπειες της πανδημίας στο συγκεκριμένο κλάδο, στις κατασκευές (-5,5% έναντι -2,1%) και στη δημόσια διοίκηση και άμυνα (-0,6% έναντι 3,4%). Αντίθετα, αύξηση των απασχολουμένων παρατηρήθηκε στους κλάδους του χονδρικού και λιανικού εμπορίου (3,4%), στην εκπαίδευση (1,1%), στη μεταφορά και αποθήκευση (4,4%) και στις δραστηριότητες ανθρώπινης υγείας και κοινωνικής μέριμνας (8,3%).
Οι μεγαλύτερες μειώσεις ανά ηλικιακή ομάδα σημειώθηκαν στις ηλικίες 30-44 και 25-29 ετών (-3,7% και -5,8% αντίστοιχα), συντελώντας στη μείωση των μεριδίων των αντίστοιχων ηλικιακών κατηγοριών στο σύνολο της απασχόλησης (39,6% και 8,6% αντίστοιχα).
Αντίθετα, στην ηλικιακή κατηγορία 45-64 ετών σημειώθηκε αύξηση της απασχόλησης κατά 2,1% και αύξηση του αντίστοιχου μεριδίου (45,6%). Με βάση το εκπαιδευτικό επίπεδο, η απασχόληση αυξήθηκε στους εργαζομένους που ανήκουν στις ανώτατες βαθμίδες εκπαίδευσης και ιδιαίτερα στους κατόχους διδακτορικού ή μεταπτυχιακού τίτλου (10,3%), οι οποίοι αύξησαν το μικρό ωστόσο μερίδιο συμμετοχής τους (6,8%, έναντι 6,1% το εννεάμηνο του 2019).
Αντίθετα, παρατηρήθηκε μείωση της απασχόλησης σε όλες τις υπόλοιπες κατηγορίες, αποτυπώνοντας και τις συνέπειες της πανδημίας που έπληξε κλάδους στους οποίους η πλειοψηφία των εργαζομένων ανήκει σε χαμηλότερες βαθμίδες εκπαίδευσης, όπως ο τουρισμός.
Αργή επιστροφή της κανονικότητας στην αγορά εργασίας
Η επιστροφή στην κανονικότητα θα είναι μια αργή και βαθμιαία διαδικασία. Σε αυτό το πλαίσιο, αναδεικνύεται η ανάγκη σταδιακής και προσεκτικής αναπροσαρμογής των μέτρων στήριξης των εργαζομένων και των επιχειρήσεων παράλληλα με την πανδημία, ώστε να συνεχιστεί η στήριξη της απασχόλησης και να αποτραπούν δυσμενείς επιδράσεις στη λειτουργία της αγοράς εργασίας και εν τέλει στη δυναμική της ανάπτυξης.
Παράλληλα, θα πρέπει να συνεχιστούν η μεταρρυθμιστική προσπάθεια που έχει ξεκινήσει τα τελευταία χρόνια με στόχο την ενίσχυση της ευελιξίας στην αγορά εργασίας, η υλοποίηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων για την καταπολέμηση της αδήλωτης εργασίας και η παροχή κινήτρων για ένταξη στην αγορά εργασίας των ευάλωτων ομάδων (νέων, γυναικών, μακροχρόνια ανέργων).
Είναι σημαντικό να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στις ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης, οι οποίες θα πρέπει να στοχεύουν, μεταξύ άλλων, σε εκείνους τους κλάδους που έχουν πληγεί περισσότερο από την πανδημία, όπως οι κλάδοι των δραστηριοτήτων υπηρεσιών παροχής καταλύματος και εστίασης και του λιανικού εμπορίου, όπου υπάρχει ο κίνδυνος μόνιμης αύξησης της ανεργίας όταν αρθούν τα μέτρα προστασίας της απασχόλησης.
Η εξέλιξη της αγοράς εργασίας θα εξαρτηθεί από πολλούς παράγοντες, όπως η πορεία του ΑΕΠ, η εξέλιξη της πανδημίας και η διάρκεια των περιοριστικών μέτρων, η πορεία εμβολιασμού έναντι του SARS-CoV-2 για την κάλυψη του πληθυσμού πριν από την έναρξη της τουριστικής περιόδου, καθώς και η αποτελεσματικότητα και τη διάρκεια των προγραμμάτων στήριξης.
Οι επιπτώσεις στα νοικοκυριά, η φτώχεια, οι ανισότητες και τα κυβερνητικά αναχώματα
Η υγειονομική κρίση έπληξε τα εισοδήματα σε όλο το εύρος της κατανομής, ενώ τα μέτρα αναπλήρωσαν σε μεγάλο βαθμό τις απώλειες που προκλήθηκαν. Ειδικά για το φτωχότερο δεκατημόριο, οι παράγοντες αυτοί συνδυαστικά οδηγούν σε αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος κατά 2,7%, καθώς, πέρα από τη μεγάλη αναπλήρωση εισοδήματος για τους εργαζομένους μέσω της αποζημίωσης ειδικού σκοπού, υπάρχει μεγάλη συγκέντρωση ανέργων που επωφελήθηκαν από τις παρατάσεις των επιδομάτων ανεργίας και τις ενισχύσεις του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος.
Για τα υπόλοιπα εισοδηματικά κλιμάκια, το διαθέσιμο εισόδημα μειώνεται προοδευτικά με το εισόδημα, καθώς η αποζημίωση ειδικού σκοπού αναπληρώνει μικρότερο μέρος του εισοδήματος. Κατά μέσο όρο, το διαθέσιμο εισόδημα μειώνεται κατά 3,3% (έναντι μείωσης κατά 6,3% άνευ μέτρων).
Όσον αφορά την επίπτωση της υγειονομικής κρίσης στους δείκτες φτώχειας και ανισότητας εκτιμάται ότι, άνευ μέτρων, όλοι οι δείκτες θα σημείωναν αύξηση σε σχέση με το εκτιμηθέν επίπεδό τους για το 2020 πριν από την εκδήλωση της πανδημίας.
Τα μέτρα στήριξης των νοικοκυριών ανατρέπουν την αρνητική αυτή τάση για όλους τους δείκτες εκτός από τον κίνδυνο φτώχειας, ο οποίος παραμένει υψηλότερος κατά 1,3 ποσοστιαία μονάδα σε σχέση με τον εκτιμώμενο για το 2020 προ COVID. (προ κορωνοϊού ήταν 18%, μετά χωρίς τα μέτρα της κυβέρνησης θα αυξάνονταν στο 21,6% αλλά με τις παρεμβάσεις ο δείκτης διαμορφώθηκε στο 19,3%)
Ως προς τα μέτρα κοινωνικής πολιτικής, η περαιτέρω εξέταση των στοιχείων της EU-SILC 2019 αναδεικνύει την ανάγκη για αποτελεσματικότερο και πιο στοχευμένο σχεδιασμό των κοινωνικών μεταβιβάσεων.
Αφενός υπάρχουν συγκεκριμένες πληθυσμιακές ομάδες που αντιμετωπίζουν υψηλότερο κίνδυνο φτώχειας: οι άνεργοι (44,9%), οι οικονομικά μη ενεργοί εκτός συνταξιούχων (25,2%), τα νοικοκυριά με εξαρτώμενα παιδιά (21%) ―ιδιαίτερα τα μονογονεϊκά (36,9%)―και τα παιδιά ηλικίας έως 17 ετών (21,1%).25 Αφετέρου, και όχι τυχαία, η κύρια συμβολή της κοινωνικής πολιτικής στη μείωση του ποσοστού φτώχειας προέρχεται από τις συντάξεις (25,2 ποσ. μον. έναντι 18,1 ποσ. μον. στην ΕΕ-28), ενώ τα κοινωνικά επιδόματα συνέβαλαν στη μείωση του ποσοστού φτώχειας μόνο κατά 5,3 ποσ. μον. (έναντι 8,3 ποσ. μον. στην ΕΕ-28)